«Είμαστε στη Κατοχή, στις εφιαλτικότερες ημέρες της Κατοχής… με τον τρόμο της πείνας επάνω στα πρόσωπα, με τον κίνδυνο, με το θάνατο. Τότε η κυρία που σας παρουσιάζομε σήμερα έπαιρνε τη φωτογραφική της μηχανή, όπως παίρνει ένας άντρας το ντουφέκι του, το πιστόλι του και χαμένη μέσα στον κόσμο έκανε αντίσταση του ματιού της ελληνικής μνήμης. Τον καιρό που το μάτι έβλεπε μόνο με την καρδιά κι η μνήμη ήτανε η τιμή μας, το τελευταίο που μας έμενε. Εφωτογράφιζε όλες τις τραγικές, τις καταθλιπτικές σκηνές και φιγούρες του αθηναϊκού δρόμου, τα μικρά παιδιά με τα σβησμένα τους βλέμματα και με τα αποσκελετωμένα κορμιά τους, τόσο μακάβρια που δεν θα μπορούσε να τα αντικρίσει ούτε ο Γκόγια. Τί νά ‘γινε τά ‘χα αυτή η συλλογή; Όσο και ν’ άλλαξε το πολιτικό κλίμα του κόσμου, έπρεπε να μείνει σαν φυλαχτό, ένα ιερό ενθύμιο του μαρτυρίου μας».
ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ. ΠΑΡΑ ΤΙΣ ΕΛΛΕΙΨΕΙΣ ΣΕ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΥΣΟΙΩΝΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ, ΠΟΤΕ ΠΡΙΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΕΝ ΕΣΠΕΥΣΑΝ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ ΜΕ ΤΟΝ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΠΟΥ ΕΣΠΕΥΣΕ Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ’40.
Αυτά επεσήμανε ο αρθρογράφος Γ. Φτέρης το 1953 (Βήμα 11 – 10) σχετικά με τη φωτογραφική συλλογή της Βούλας Παπαϊωάννου χωρίς όμως να κινήσει το παραμικρό ενδιαφέρον των αρμοδίων. Εν τούτοις το πολύτιμο αυτό υλικό είχε την καλή τύχη να φυλαχθεί ευλαβικά για πολλά χρόνια από τη συνετή δημιουργό του, έως το 1976, όταν, ηλικιωμένη πλέον, αποφάσισε να το εμπιστευτεί στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη, που μόλις είχε ιδρυθεί, μαζί με το σύνολο του φωτογραφικού της έργου. Δώδεκα χιλιάδες αρνητικά, πολλές φωτογραφίες και λευκώματα, που ταξινομήθηκαν προσεχτικά και στη συνέχεια παραδόθηκαν στη νεότερη ιστορία του τόπου μας.

ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ

Η διακριτική και ευγενική Βούλα Παπαϊωάννου έκρυβε μια σπάνια κοινωνική ευαισθησία που μαζί με τη δυνατή και λιτή φωτογραφική της γραφή χαρακτήρισε εξαρχής το έργο της. Γεννημένη το 1898 στη Λαμία, τρίτο παιδί από τα πέντε της Αφροδίτης και του αξιωματικού Θεοχάρη Παπαϊωάννου, έζησε τα παιδικά της χρόνια μέσα στη θαλπωρή και την τάξη μιας καλοβαλμένης αστικής οικογένειας των αρχών του αιώνα. Η ανατροφή της στηρίχθηκε στην αγάπη για την πατρίδα, την κοινωνική συνεισφορά, την έφεση για καλλιέργεια, την εργατικότητα και τη συνέπεια, αρχές που σταθερά ακολούθησε στη ζωή της. Το έντονο ενδιαφέρον της για τη ζωγραφική την ώθησε να ακολουθήσει σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και συγχρόνως της έδωσε το έναυσμα για την ενασχόληση της με τη φωτογραφία. Κοντά στον γνωστό φωτογράφο, Πάνο Γεραλή, αδελφό των ζωγράφων Απόστολου και Λουκά, μυήθηκε στα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’30. Από την περίοδο της μαθητείας της μαζί με τον δάσκαλο της, επιδόθηκε σε εξωτερικές λήψεις. Το ελληνικό τοπίο και οι αρχαιότητες αποτέλεσαν τα αγαπημένα της θέματα που θα επανέρχονται συνεχώς στο έργο της.
ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ. ΑΘΗΝΑ 1940. Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΤΕΛΕΣΙΓΡΑΦΟΥ ΣΤΙΣ 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ, ΕΓΙΝΕ ΔΕΚΤΗ ΜΕ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΑΟ. ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΚΕ Η ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ.
Η πρώτη επαγγελματική της δουλειά θα προέλθει το 1939 από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο τότε διευθυντής Αλέξανδρος Φιλαδελφεύς θα της αναθέσει την φωτογράφηση εκθεμάτων προκειμένου να τυπωθούν επιστολικά δελτάρια (καρτ ποστάλ), ενώ στη συνέχεια θα αναλάβει τη φωτογράφηση των βυζαντινών μνημείων Αττικής και των ελληνικών λουτροπόλεων για λογαριασμό του Εθνικού Οργανισμού Τουρισμού. Τραυματίες ενημερώνονται από εφημερίδα για τις εξελίξεις του ελληνοιταλικου πολέμου. Ενθουσιασμένοι από τις νίκες κατά των Ιταλών, οι στρατευμένοι που ανάρρωναν στα νοσοκομεία ζητούσαν επίμονα να επιστρέψουν στο μέτωπο.
ΤΡΑΥΜΑΤΙΕΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ. ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΙΤΑΛΩΝ, ΟΙ ΣΤΡΑΤΕΥΜΕΝΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΡΡΩΝΑΝ ΣΤΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ ΖΗΤΟΥΣΑΝ ΕΠΙΜΟΝΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ.
Ο γάμος της με το φιλόλογο – συγγραφέα Ι. Ζερβό, θα συμβάλει αποφασιστικά στη διεύρυνση των πνευματικών της αναζητήσεων και αντίστοιχα η διάλυση του θα αποτελέσει έναν από τους κύριους λόγους της αποκλειστικής ενασχόλησης της με τη φωτογραφία.

ΚΑΤΟΧΗ

Η κήρυξη του πολέμου του ’40 και οι τραγικές εμπειρίες που ακολούθησαν για ολόκληρη τη χώρα και ιδιαίτερα για το λαό της Αθήνας, καθόρισαν αποφασιστικά το έργο της έως τότε αθόρυβης φωτογράφου. Ενεργοποίησαν την κοινωνική της συνείδηση και αφύπνισαν την ευθύνη της καταγραφής του αγώνα που έδινε ο λαός της χώρας της. Ο φακός της γίνεται μάρτυρας και κοινωνός του αποχαιρετισμού των στρατευμάτων, της φροντίδας των πρώτων τραυματιών και των προετοιμασιών για την αντιμετώπιση των εκτάκτων αναγκών από τους κατοίκους της πρωτεύουσας.
ΕΠΕΙΤΑ ΑΠΟ ΤΡΙΑΜΙΣΙ ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, Η ΑΘΗΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΗ, ΥΠΟΔΕΧΕΤΑΙ ΤΟΥΣ ΣΥΜΜΑΧΟΥΣ. ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 1944
Οι συνέπειες του πολέμου γρήγορα ξεπερνούν και την πλέον αισιόδοξη πρόβλεψη. Η Αθήνα μέσα σε ένα χρόνο μαστίζεται σκληρά από την πείνα. «Στο δρόμο κυκλοφορούν φαντάσματα», αναφέρει η δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου, «άνθρωποι με άτονο βλέμμα, με σκυμμένες πλάτες, κοκαλιασμένοι από το κρύο, αφανισμένοι από την πείνα… Καμιά φορά τους βλέπεις πεσμένους χάμω στο πεζοδρόμιο. Είναι ζωντανοί, πεθαμένοι;». Με την κάλυψη ελβετικής επιτροπής που είχε φθάσει εκ μέρους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού επισκέπτεται τα νοσοκομεία και φωτογραφίζει τα αποσκελετωμένα παιδιά και τους λιμοκτονούντες ενήλικες. Με το υλικό αυτό και με τη βοήθεια του χαράκτη Ι. Κεφαλληνού θα δημιουργήσει ένα χειροποίητο λεύκωμα που θα το φυγαδεύσει στο εξωτερικό για να καταγγείλει στην κοινή γνώμη το ανοσιούργημα που επιτελέσθηκε στην ελληνική πρωτεύουσα. Την απόγνωση για το παράλογο θέαμα που κλείνεται στις σελίδες του δηλώνουν, αντί προλόγου, οι στίχοι του Ευριπίδη: «Τι με χρη σιγάν; Τι δε μη σιγάν; Τι δε θρηνήσαι;». Στα δύσκολα χρόνια έως το ’44, οι κάτοικοι της Αθήνας επιστρατεύουν όλες τις σωματικές και ηθικές τους δυνάμεις για να κρατηθούν στη ζωή. Οι φωτογραφίες από το Βρεφοκομείο, από τις ουρές των συσσιτίων και από τις διανομές ιματισμού και τροφίμων ζωντανεύουν αυτό που η ιστορία αποσιωπά: Την καθημερινή αντίσταση του άμαχου πληθυσμού.

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ

Με την αποχώρηση των Γερμανών (Οκτώβριος ’44) ο λαός της Αθήνας ξεχύνεται στους δρόμους σ’ ένα ξέφρενο πανηγύρι χαράς. Η συνειδητή ματιά της φωτογράφου ακόμη κι αυτή τη στιγμή θα στραφεί σε ό,τι απέμεινε από όσους πλήρωσαν με τη ζωή τους την ελευθερία. Θα σπεύσει στις φυλακές Μέρλιν – αλλοίμονο κατεδαφίσθηκαν το 1970 – και θα κρατήσει στη μνήμη μας ηρωικά μηνύματα χαραγμένα στους τοίχους από αυτούς που την επομένη έπαψαν να υπάρχουν.
ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1945. ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΩΝ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ.
Η απελευθέρωση δυστυχώς δεν θα φέρει την πολυπόθητη ειρήνη. Ο ολέθριος εμφύλιος πόλεμος που θα ακολουθήσει θα προσθέσει νέες μεγάλες συμφορές ενώ ταυτόχρονα η Ελλάδα θα δεχθεί την ξένη βοήθεια για να ορθοποδήσει. Τότε η Βούλα Παπαϊωάννου θ’ αναλάβει τη διεύθυνση του φωτογραφικού τμήματος της UNRRA (United Nations Rehabilitation Relief Aid) και θα ταξιδέψει για τρία χρόνια από τη Μακεδονία ως την Κρήτη προκειμένου να καταγράψει τις καταστροφές και τις συνθήκες ζωής των κατοίκων της υπαίθρου.
ΜΑΘΗΜΑ ΣΤΗΝ ΥΠΑΙΘΡΟ. ΗΠΕΙΡΟΣ 1946.
Τα θέματα που συγκεντρώνει στη γόνιμη αυτή περίοδο της δουλειάς της αποτελούν ένα πολύτιμο ιστορικό και κοινωνικό τεκμήριο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οι αγέρωχες μαυροντυμένες γυναίκες, τα ρακένδυτα παιδιά και τα ερειπωμένα χωριά αντανακλούν τις πληγές αλλά και το πείσμα για ζωή της Ελλάδας του ’45. Στο πλαίσιο της αποστολής αυτής, η φωτογράφος συχνά απελευθερώνεται από τις εντολές της υπηρεσίας της και αφήνει το φακό της να εκφράσει τη συνειδητή ματιά, την ανθρώπινη συμπόνια, τον θαυμασμό για την καρτερία και την αξιοπρέπεια των απλών ανθρώπων.
ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΥΦΑΝΣΗΣ ΚΑΙ ΚΕΝΤΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΤΗΣ U.N.R.R.A., ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ.
Στη δεκαετία του ’50 η ζωή είχε ξαναβρεί το ρυθμό της. Το ελληνικό τοπίο, παντοτινή έμπνευση για τους καλλιτέχνες, προσελκύει τους φωτογράφους που με τις μηχανές εξορμούν στην ύπαιθρο. Η Βούλα Παπαϊωάννου, καταξιωμένη πλέον, με συμμετοχές σε εκθέσεις και δημοσιευμένο υλικό σε εφημερίδες και περιοδικά, περιοδεύει την ηπειρωτική χώρα και τα νησιά με δική της πρωτοβουλία ή σε συνεργασία με τον οργανισμό τουρισμού. Η ελληνική γη, τα θραύσματα του αρχαίου κόσμου και οι άνθρωποι του μόχθου αποτελούν το τρίπτυχο της κατοπινής δουλειάς της.
ΠΕΙΡΑΙΑΣ 1945. ΕΙΚΟΝΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΧΘΟΥ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ, ΠΑΤΡΙΔΑΣ.
Το 1990, η Βούλα Παπαϊωάννου, πριν φύγει για πάντα από τη ζωή, πρόλαβε να δει την πρώτη αναδρομική της έκθεση στην Αθήνα και δέχθηκε το θαυμασμό και την ευγνωμοσύνη των νέων για τις φωτογραφίες της που ζωντάνεψαν στα μάτια της καρδιάς τους την τραγικότερη περίοδο της νεώτερης ιστορίας μας. Πρόσφατα το έργο της μεγάλης μας φωτογράφου παρουσιάστηκε στον μήνα φωτογραφίας στο Παρίσι και ταξίδεψε σε ευρωπαϊκές πόλεις τοποθετώντας τη δημιουργό του στο διεθνές πάνθεον των φωτογράφων ανάμεσα στους μεγάλους εκπροσώπους του ανθρωπιστικού ρεύματος.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 1940-1960. ΜΕ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΗΣ ΒΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
7 ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
ΑΘΗΝΑ 1995
Πηγή: anemourion.blogspot.com