Ο ναυτικός αγώνας στην περίοδο των Βαλκανικών πολέμων ήταν πολύ σημαντικός για την τελική έκβαση του πολέμου. Κύρια γεγονότα του ναυτικού αγώνα ήταν η Ναυμαχία της Έλλης (3 Δεκεμβρίου 1912) και η Ναυμαχία της Λήμνου, ένα μήνα αργότερα (5 Ιανουαρίου 1913).
Η Ελλάδα, την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, είχε πολύ αξιόλογη ναυτική δύναμη, η οποία ήταν ουσιαστικά ο μόνος πολεμικός στόλος των τεσσάρων συμμάχων Βαλκάνιων κρατών. Ο στόλος αυτός ήταν ικανός να αντιμετωπίσει τον ισχυρό αντίστοιχο τουρκικό στόλο και να εμποδίσει τον εφοδιασμό και την ενίσχυση του τουρκικού στρατού στα Βαλκάνια, μέσω του Αιγαίου. Αυτή, άλλωστε, η σημαντική πραγματικότητα, ήταν ο κύριος λόγος που τα άλλα βαλκανικά κράτη, όχι μόνο δέχτηκαν, αλλά και επεδίωξαν τη συμμετοχή της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία, παρά τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, οι οποίες συγκρούονταν ειδικά με τις αντίστοιχες διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, αλλά και της Σερβίας.
Ο Ελληνικός Στόλος ήταν ελαφρώς κατώτερος, σε αριθμό πλοίων και δύναμη πυρός, έναντι του τουρκικού, υπερτερούσε όμως σε εκπαίδευση και προετοιμασία του ανθρώπινου δυναμικού, σε ευελιξία των μονάδων του και στην ελληνική ναυτική παράδοση. Όμως, τη μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στους δύο στόλους, έκανε η παρουσία στον ελληνικό στόλο του θρυλικού, όπως αποδείχθηκε, νεότευκτου τότε, εύδρομου θωρηκτού «Αβέρωφ», αλλά και η παρουσία και η προσωπικότητα του υποναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ο οποίος, λίγο πριν την έναρξη των Βαλκ. Πολέμων, ορίστηκε Αρχηγός του Στόλου.
Ο τουρκικός στόλος είχε το πλεονέκτημα ότι χρησιμοποιούσε τα στενά των Δαρδανελίων ως ορμητήριο και καταφύγιο, κάτω από τα μεγάλα επάκτια πυροβόλα των οποίων ένιωθε ασφαλής. Όμως, έξω από τα Στενά, όσες φορές δοκίμασε να βγει στο Αιγαίο, δε μπόρεσε να αντιμετωπίσει την ορμητικότητα και την αποφασιστικότητα του ελληνικού στόλου, ο οποίος είχε ορμητήριο τον φυσικό όρμο του Μούδρου, στη Λήμνο.
Ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου (3 Δεκεμβρίου 1912 και 5 Ιανουαρίου 1913)
Οι δύο ναυμαχίες, που έκριναν τη ναυτική κυριαρχία στο Αιγαίο και συντέλεσαν αποφασιστικά στην ήττα της Τουρκίας στα βαλκανικά μέτωπα, ήταν:
Α) Η Ναυμαχία της Έλλης, που έγινε στις 3 Δεκεμβρίου 1912. Από το πρωί της ημέρας αυτής, 6 τουρκικά θωρηκτά, 6-8 αντιτορπιλικά και ένα καταδρομικό, βγήκαν από τα Στενά, για να συγκρουστούν με τον ελληνικό στόλο που, εκτός του «Αβέρωφ», ναυαρχίδας του Κουντουριώτη, των θωρηκτών «Σπέτσαι», «Ύδρα» και «Ψαρά», διέθετε και τα ανιχνευτικά αντιτορπιλικά «Λέων», «Πάνθηρ», «Αετός» και «Ιέραξ».
Με την εμφάνιση του τουρκικού στόλου, ο ελληνικός στόλος επιτέθηκε με απίστευτη ορμή. Ο αρχηγός του στόλου Π. Κουντουριώτης, εκπέμποντας το ιστορικό σήμα «Με την βοήθειαν του Θεού και τας ευχάς του βασιλέως μας, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ», όρμησε με το εύδρομο Αβέρωφ, σε μια πραγματικά ακάθεκτη, όσο και ριψοκίνδυνη επίθεση στην καρδιά του τουρκικού στόλου, βάλλοντας με όλα τα πυροβόλα του στόλου. Ήταν τόσο αποφασιστική η επίθεση αυτή, ώστε πρώτα η τουρκική ναυαρχίδα, και στη συνέχεια όλα τα τουρκικά πολεμικά, στράφηκαν προς τα οπίσω, μπαίνοντας στα ασφαλή Στενά, τα επάκτια πυροβόλα των οποίων είχαν εντός του βεληνεκούς τους τον «Αβέρωφ», χωρίς όμως να δυνηθούν να τον πλήξουν, ούτε και κανένα από τα άλλα ελληνικά πλοία. Κάτω από τη ντροπιαστική αυτή, για τους Τούρκους, εξέλιξη της ναυμαχίας, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, μια μικρότερη τουρκική μοίρα δοκίμασε και πάλι να εξέλθει από τα Στενά, αλλά με τις πρώτες κανονιές επέστρεψε στο αγκυροβόλιό της, αφού χτυπήθηκαν κάποια πλοία της. Μετά τη ναυμαχία της Έλλης, ο τουρκικός στόλος δοκίμασε κάποιες φορές να βγει ξανά στο Αιγαίο, αλλά οι συνεχείς ελληνικές περιπολίες ειδοποιούσαν τον στόλο, ο οποίος, από τον κοντινό Μούδρο, εμφανιζόταν ταχύτατα, σε συμπαγείς σχηματισμούς και τα τουρκικά πλοία κατέφευγαν πάλι στα ασφαλή Στενά. Τέτοια επεισόδια έγιναν στις 8, 9, 22, 28 και 29 Δεκεμβρίου.
Οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι δε μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ενιαίο τον ελληνικό στόλο και προσπάθησαν να τον διασπάσουν. Πράγματι, το τουρκικό θωρηκτό Χαμιδιέ κατάφερε, νύκτα, να διαφύγει στο Αιγαίο και, το βράδυ της πρωτοχρονιάς 1913, εμφανίστηκε ξαφνικά στη Σύρο, όπου βρισκόταν για επισκευές το επίτακτο «Μακεδονία», εναντίον του οποίου και εναντίον της πυριτιδαποθήκης του νησιού, έριξε 72 βλήματα. Αυτό το γεγονός θορύβησε την κυβέρνηση και την κοινή γνώμη, δεν ξεγέλασε όμως τον Κουντουριώτη ώστε να διασπάσει το στόλο και να κυνηγήσει το Χαμιδιέ, και μάλιστα με τον Αβέρωφ, όπως έλπιζαν οι Τούρκοι. Περίμενε τη βέβαιη έξοδο του τουρκικού στόλου από τα Στενά, -για πόσο θα μπορούσε να φυγομαχεί;-, πράγμα το οποίο συνέβη στις 5 Ιανουαρίου.
Β) Η Ναυμαχία της Λήμνου. Την ημέρα αυτή, 5 Ιανουαρίου 1913, βγήκε πάλι ο τουρκικός στόλος από τα Στενά, πιστεύοντας ότι ο ελληνικός είχε διασπαστεί και τμήμα του, πιθανότατα ο Αβέρωφ, θα είχε σπεύσει να κυνηγήσει το Χαμιδιέ. Η ταχεία εμφάνιση του ελληνικού στόλου, με επικεφαλής το φόβητρο των Τούρκων Αβέρωφ, προκάλεσε πτώση του ηθικού των Τούρκων, η οποία συνοδεύτηκε από αστοχία των βολών των πλοίων τους και λάθη στη διάταξή τους. Και, ενώ και οι δύο στόλοι έριξαν τον ίδιο περίπου αριθμό βολών (800), οι ζημιές και τα θύματα που προκλήθηκαν στον τουρκικό στόλο ήταν πολλαπλάσιες από αυτές του ελληνικού, ο οποίος έμεινε ουσιαστικά άτρωτος. Μέσα σε μισή ώρα, ο τουρκικός στόλος στράφηκε δρομαίως και πάλιν προς τα οπίσω και κατέφυγε στα ασφαλή του αγκυροβόλια των Στενών, όπου παρέμεινε ως το τέλος του πολέμου. Αυτή η νέα, πραγματικά ντροπιαστική ήττα του τουρκικού στόλου, προκάλεσε την παραίτηση του Τούρκου αρχηγού του στόλου και την παραπομπή του σε στρατοδικείο.
Εκτός Στενών παρέμενε μόνο το Χαμιδιέ, το οποίο είπαμε ότι είχε πραγματοποιήσει βομβαρδισμό στο λιμάνι της Σύρου, αλλά πλέον δεν τολμούσε να επιχειρήσει επιστροφή στα Στενά. Το θωρηκτό αυτό περιπλανήθηκε επί μήνες –ως τον Αύγουστο του 1913 – σε λιμάνια της Συρίας, της Αραβίας, της Αιγύπτου, της Μάλτας κ. α., ενώ προσπάθησε να βομβαρδίσει αποβίβαση σερβικού στρατού στο Δυρράχιο, δε μπόρεσε όμως να ανακουφίσει τις πολιορκούμενες τουρκικές δυνάμεις της Σκόδρας.
Γενικά, η πλήρης εξουδετέρωση του τουρκικού στόλου από τον ελληνικό και η αχρήστευσή του στο καίριο ζήτημα της ενίσχυσης των τουρκικών στρατευμάτων στα Βαλκάνια, ήταν τεράστια επιτυχία, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλους τους συμμάχους των Βαλκανικών κρατών γενικότερα και αυτό αναγνωρίστηκε, όχι μόνο από τους Βαλκάνιους, αλλά και από τους Ευρωπαίους.
Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο
του Γιώργου Ζωγραφάκη
«Το Κρητικό και το Μακεδονικό Ζήτημα»