Μάιος 1923. Δύο φορτηγά αυτοκίνητα μεταφέρουν επτά οικογένειες Τριγλιανών από τη Θεσσαλονίκη στο νομό Χαλκιδικής. Αυτό το ταξίδι βάστηξε δυο μέρες και δυο νύχτες, γιατί δεν υπήρχαν τότε δρόμοι.
Όταν μας ξεφόρτωσαν μπροστά στο καλογηρικό μετόχι, οι καλόγηροι δεν μας είδαν με καλό μάτι, γιατί είχαν υπόψη τους από πριν ότι θα γινόταν απαλλοτρίωση των μετοχιών και η διανομή της γης στους ανταλλάξιμους πρόσφυγες και στους ντόπιους ακτήμονες.
Στη συνέχεια μας είχαν φέρει αντίσκηνα και λίγα τρόφιμα. Ναι, άλλα αυτά όλα ήταν προσωρινά. Ο κόσμος ήθελε καθημερινά το ψωμί του. Γι’ αυτό ήρθε από την Πορταριά κάποιος ενωμοτάρχης, ονόματι Παράσχος (διότι τότε στην Πορταριά ήταν όλες οι υπηρεσίες και μετά μετακόμισαν στα Νέα Μουδανιά) και μας είπε:
«Βλέπετε αυτή όλη την περιοχή; Εντός ολίγου χρονικού διαστήματος θα διανεμηθεί στον κόσμο, θα πάρετε χωράφια και θα γίνετε νοικοκυραίοι. Μη κάθεστε καθόλου. Πάρτε όλοι τους τσεκμέδες (φιλοπρίονα, όπως τα λέγανε οι χωριανοί μας) και πηγαίνετε να κόβετε τα στάχυα μόνο τον καρπό, για να κάνετε ψωμί και να τρώτε».
Κι έτσι, λοιπόν, καθημερινά έβλεπες τους ματζήριδες (πρόσφυγες) με ένα τσουβάλι και με ένα φιλοπρίονο στο χέρι να πηγαίνουν στα αθέριστα χωράφια και να γεμίζουν τα τσουβάλια με στάχυα, πού τα έφερναν στα αντίσκηνα και εκεί κάτω από τα λιόδεντρα δούλευε ασταμάτητα ο κούπανος.
Μετά έβαζαν το στάρι πάλι μέσα στα τσουβάλια κα το πήγαιναν στο Ντομπουρλού (Ελαιοχώρια). Σ’ αυτή την περιοχή ήταν κάπου εννιά νερόμυλοι, όλοι στην αράδα. Το αλέθανε και με το τσουβάλι πάλι στην πλάτη το έφερναν στα αντίσκηνα οπού εκεί το περιλαβένανε πια οι κωκόνες, το ζυμώνανε και κάναν τα ψωμιά και τις καταχόπητες.
Του Αλέκου Κοκκαλά