Σουρούπωμα , η κυρ- Ανέτα κτυπά την πόρτα της κυρά Σμάραγδος
και ταυτόχρονα φωνάζει… Πάνω είσαι Σμαραγδή .
Ναι, ναι απάνου, ακούγεται η φωνή της κυρά Σμαραγδής .
Έλα Μαρί Ανέτα να πιούμε τον καφέ τον κεντιανό παρέα, αμέ εσύ
που ξέπεσες δω κάτω στο μαχαλά ; Καιρό έχω να σε γιαδώ .
Η κυρ- Ανέτα ανοίγει την πόρτα και ανεβαίνει απάνω . Ήρτα γιατί σε
ήθελα Μαρί Σμαράγδο, κάνε και το καφέ να το πιούμε και να σε πω και
ένα χαβαντίτσι.
Η κυρά Σμαραγδή περιεργάζεται την κυρ- Ανέτα …
Τι χαβαντίτσι με φέρνεις Μαρί , για να γιαδώ, π βλέπω ; Τσεμπέρια ,
μανίκια ξεστριμμένα , για να γιαδω και τις κάλτσες σου, να, να κι αυτές
ανάποδα τις φορείς, προξενιό μας φέρνεις Μαρί ;
Ναι Μαρί Σμαράγδο προξενιό σε φέρνω , γιατί δεν το θέλεις ; Το
πολυξενιό, μάσαλα , ίσαμε κειναπάνου κοπέλα γένηκε τι περιμένεις ;
Άντε, άντε τον καφέ κι έλα κάτσε δω να σε τα πω .
Η κυρά Σμαραγδή φτιάχνει τον καφέ κι έρχεται κοντά στην κυρ-
Ανέτα.
Άκου να σε πω βρε-Ανέτα, αυτές τις μέρες με φέρασι δύο προξενιά
για το κορίτσι, αμέ εγώ δεν το ήθελα, το κορίτσι ακόμα έναι μικρό και λέω
να περιμένω κομμάτι να μεστώσει
Τι να μεστώσει Μαρί , ακόμα να μεστώσει; Δεν την ξέρεις την
παροιμία που λέει «Κορίτσι με βυζί και άντρας με μουστάκι», και η δίκιά
σου εδώ που τα λέμε, έχειτα μπόλικα, μπόλικα, δεν είναι δεκαοχτώ
χρονών;
Είναι για είναι.
Ε τότε τι περιμένεις ; έναι τώρα απάνω στο τάβι του , τι περιμένεις να
σιτέψει;
Ν α βρε Ανέτα, προχτέ η Αεμπιάδα με είπε για ένα πρόσωπο , δε
θέλω να σε το πω , μα αυτός βρω χρυσή μου έναι σκέτος σαλαμουσάκης,
σκέτος σαψάλης. Ντάρικα την άκουσα και την είπα, Μαρί Αεμπιάδα, εγώ
το κορίτσι μου δεν το δίνω στα τσοπλούκια , άστο να κάτσει.
Για πέσμε αμέ για το δικό σου , ποιος έναι Μαρί ;
Α ο δικός μου έναι κυμπάρης, έναι αξέραιτος έναι εσνάφι και
νοικοκυρόπαιδο , έχει και το βιός του ο γονιός του , προχτές γέννησε και η
 γαϊδούρα τους κι έκανε ένα κουρκούρη , έναι ο ράφτης, κάτω στον ντερέ
ΣτοΤσαρσί.
Σα καλός έναι Μαρί Ανέτα, ξέρω το παλικάρι κι ο γονιός του έναι
φίλοι με τον άντρα μου, άντε, άντε , απ’ το στόμα σου και στου Θεού τα’
αυτί, καλό νάχεις Μαρί Ανέτα . Φώναξε Μαρί το Πολυξενιό να της το
πούμε να γιαδούμε, τι Οα πει.
Τι θα πει Μαρί , ότι πούμε εμείς οι γονιοί του θα κάνει, κείνο έναι
καλό κορίτσι και ακούει. Μονάχα πριν λίγες μέρες, εφέρασι άλλο προξενιώ
για τον Ντεληζαχαρία, τον μπεξή , το καημένο έβαλε τα κλέτα, δεν ήθελε
αυτόν τον παρτάλη , τον γιουρούκη . Να σε πω και γω δεν τον ήθελα, έναι
μεγάλος Μαρί .
Μάνα τον Ντεληζαχαρία για το δικό σου κορίτσι; Αυτό το τεφαρίκι
Μαρί , ποια προκομμένη το σκέφτιε αυτό ; Αυτός τι ξέρει από σπίτι Μαρί ,
αυτός μια ζωή μέσα στο ντάμι κι’ πάνου στο μπαΐρι, δεν είχε μυαλό αυτή
που σε το είπε .
Άντε, εγώ πάω , βάνε σίδερο στο κατώφλι να πατήσω και το βράδυ
πείτε τα με τον κύρη σου και γω δω είμαι, το πράμα θα τελειώσει.
Ένα παλιό πέταλο στο κατώφλι, που πάτησε η κυρ Ανέτα βγαίνοντας
επισφράγισε το αίσιο αποτέλεσμα του προξενιού.

ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Κεντιανό = απογευματινό 
 Χαβαντίτσι = είδηση 
 Ξιστρεμένα = φορεμένα ανάποδα
Τάβι του = στην ώρα του 
Αεμπιάδα = Ολυμπία
Σαψάλης, σαλαμουσάκης ,παρτάλης = δεν ξέρει να ντυθεί, τα
πουκάμισά του ,τα κουμπιά του στραβοκουμπωμένα κ.λ.π.
Ντάρικα = με δυσκολία
Τσοπλοΰκια = σκουπίδια
Κιμπάρης = ευπρεπής
Εσνάφι =επαγγελματίας
Κουρκούρι = γαϊδουράκι
Τσαρσί = αγορά
Μπεξής = αγροφύλακας
Κλέτα = κλάματα
Γιουρούκης = άξεστος
Ντάμι = χαμόσπιτο
Μπαΐρι = ανηφόρα
(Δημοσιεύθηκε στα «Τριγλιανά Νέα» 8 Ιουνίου 1984 . Αρ. φύλλου : 47)
Του Θανάση Πιστικίδη
Επιμέλεια: Κοκκαλάς Αλέκος