…Έπινα το φρέντο καπουτσίνο μου στην ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα, παρέα με την γυναίκα μου.
Και να σου δίπλα μας ένα νεαρό ζευγάρι.
Ο άντρας γύρω στα τριάντα πέντε, λίγα μαλλιά στο κεφάλι, δασύτριχος σ’ όλο το υπόλοιπο σώμα του, με το σκεμπεδάκι του, χοντρούλη θα τον έλεγες, από αυτούς που περνάνε απαρατήρητοι γενικά.
Η γυναίκα του όμορφη, με ωραίο σώμα, τράβηξε την προσοχή μου.
Παντρεμένοι σίγουρα, φορούσαν βέρες. Του στρώνει την πετσέτα του στην ξαπλώστρα με υποδειγματική επιμέλεια.
Η κοπελιά, βγάζει από την τσάντα τριών ειδών αντηλιακά, κρέμες, λάδια, σπρέι, όλα με δείκτη προστασίας 50 και βαλε.
Ξεκινάει τώρα η τελετουργία της προστασίας του μαυριδερού δέρματος του μαχαραγιά. Από το αδειανό μέρος της κορυφής της κεφαλής του παρακαλώ.
Σκουντώ τη γυναίκα μου!
Σηκώνεται όρθιος, φορεί το μαύρο του γυαλί, τραβάει μια ρουφηξιά καφε φραπέ και μένει ακίνητος.
Η επάλειψη της πρώτης στρώσης συνεχίζεται με ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε τετραγωνικό χιλιοστό ακάλυπτης επιδερμίδας, πλάτες, μπράτσα, κοιλιές γάμπες, ακόμα και στις φτέρνες.
Ξαπλώνει ο πολλά βαρύς, και δεν του φαινόταν, και δίπλα η δικιά του να προσπαθεί να βάλει λίγο κρέμα στην πλάτη της, κι αυτός ατάραχος, βοήθεια καμιά στη συμβία του.
Σηκώνεται για να μπει στη θάλασσα.
Σκίζεται η καλλίγραμμη να του φορέσει τα παπούτσια θαλάσσης, μην τυχόν και χαράξει τις πατουσίτσες του στα χαλίκια.
Είδες! λέω στη γυναίκα μου.
Δυστυχώς υπάρχουν κι αυτές που χαλάνε τη πιάτσα, μου λέει.
…όταν ένας συγγραφέας γράφει στην παραλία…
Ο Μάκης Πάνος γεννήθηκε στην Ορμύλια της Χαλκιδικής το 1950.
Είναι απόφοιτος της Γεωπονικής Σχολής του Α.Π. Θεσσαλονίκης. Πολιτικοποιήθηκε έντονα αμέσως μετά τη μεταπολύτευση και εχει μακρόχρονη συνδικαλιστική και πολιτιστική δράση.
Τα βιβλία είναι «Γουρούνια στην πράσινη τσόχα» και «Οι δικοί μας άγιοι, οι δικοί μας άγγελοι»,