Αύγουστος 1926, 5 του μηνά, παραμονή τού Σωτήρος, ένα 6χρονο προσφυγάκι
προστίθεται μαζί με την οικογένεια του στους κατοίκους της Ραφήνας. Έρχεται από
το Σούφλάρι (τη Νέα Τρίγλια), όπου έζησε και εκεί δύο φρικτά, προσφυγικά χρόνια,
χρόνια δυστυχίας και απόλυτης ένδειας. Μέσα στο υπόγειο του μετοχιού τον ένα
χρόνο και τον άλλο στο νεόκτιστο προσφυγικό σπίτι του συνοικισμού.
Μαζί με όλες τις δυσάρεστες εκείνες αναμνήσεις, πού είναι σε όλους τους παλιούς
γνωστές, είναι και ο χαμός, ο θάνατος του μεγαλύτερου αδελφού του από ελονοσία,
πού θάφτηκε τότε στο μικρό νεκροταφείο του Αϊ Θανάση πάνω στα εντόπια και κοντά
στο Μετόχι. Φιλήμονα τον έλεγαν και ήταν το 7ο μέλος της προσφυγικής γνήσιας
Τριγλιανής οικογένειας. Το προσφυγάκι βλέπει περίεργα γύρω του, του αρέσει
ό καινούργιος τόπος πού θα κατοικήσει και νιώθει πώς θα τον αγαπήσει. Βλέπει τη
θάλασσα, το λιμανάκι, πεύκα, πολύ πράσινο πού δεν τα έβλεπε αυτά στο τότε
Σουφλάρι και νοιώθει μια ευχαρίστηση, μια Ικανοποίηση άλλα τα μάτια του δεν
σταματούν να δακρύζουν και ό νους του να είναι πάντα εκεί πάνω στο Σούφλάρι,
γιατί εκεί άφησε το μικρό παιδί το μεγάλο είναι του, την ψυχή του, την καρδιά του,
τον πατέρα, τη μητέρα, τα αγαπημένα του αδέλφια, τα ξαδέρφια του και όλες τις
Αγάπες και τις εμπειρίες της σύντομης ως τότε ζωής του. Γιατί στη Ραφή να έφτασε
εκείνο το αυγουστιάτικο απόγευμα πιασμένο από το χέρι του θείου του, τού αδελφού
της μητέρας του. πού δεν είχε παιδιά και το πήρε κοντά του. Μαζί με την άρρωστη
και κατάκοιτη γυναίκα του την άγια εκείνη γυναίκα, τη θεία Σμαρώ. Βλέπει αχόρταγα τη
Ραφήνα  και από την πρώτη στιγμή αρχίζει να την αγαπά.

Και εδώ ακόμη δουλεύουν τα συνεργεία της Ε.Α.Π. αποτελειώνοντας τα τελευταία
σπίτια του συνοικισμού. Ό νους και ή σκέψη του όμως γυρίζουν συνεχώς εκεί πίσω
στο Σούφλάρι πού είναι τα αγαπημένα του πρόσωπα και τα ματάκια του μικροί είναι
συνεχώς δακρυσμένα. Εκεί πρωτογνώρισε το σχολειό 1η και 2η δημοτικού, θυμάται
τη δασκάλα του την κυρά Μαρία, το δάσκαλό του κύριο Καρρά και τον αξέχαστο
διευθυντή του δημοτικού τον κ. Μιλτιάδη Παπαλεξανδρή, τον Τριγλιανό δάσκαλο
που κανείς από όσους τον γνώρισαν δεν μπορεί, είναι βέβαιο, να τον ξεχάσει.
θυμάται τα ξαδέρφια του, τον Ζαφείρη και τον Αλέκο, τον Παναγή και τον Θανάση,
τον Σταυρό και τον Πάνο, τις εξαδέλφες του Χρυσή, Ευθυμία, Κατίνα, Ευθαλία,
Ζωή, “Άννα, Μαίρη και τόσα άλλα, όλα συνομήλικοι φίλοι και σχεδόν συμμαθητές και
αδελφωμένα όλα στη δυστυχία της προσφυγιάς.  Τα γειτονόπουλα και φίλους στα
παιχνίδια, τον Χαράλαμπο και τον Αχιλλέα, τον Ανάσταση και τον Μπαλάση και όλους
τούς άλλους. θυμάται τα παιχνίδια τους μπροστά στο σπίτι του Αλέξανδρου του Κάλφα
πάνω στις στοίβες από τα ξύλα πού φτιάχνονταν ό συνοικισμός, τούς φίλους του, τούς γονείς
του, τον μακαρίτη τον Ηρακλή πού σκοτώθηκε στην Αλβανία και τον μικρότερο ‘Αντώνη,
ξαδέλφια κι αυτά και γύρω από τον χαζενέ (δεξαμενή). Παιχνίδια στην αλάνα του Μετοχιού
και στο περιβόλι του Νέστωρα. θυμάται το λιοτρίβι του μετοχιού πού γύριζε τις όρθιες πέτρες
το άλογο με τα δεμένα μάτια και μπροστά του με το καπίστρι στον ώμο και το φτυάρι στα
χέρια ό θείος Μπαλάσης να αναποδογυρίζει συνεχώς και με ρυθμό το χαμούρα της ελιάς.
θυμάται το γέρο Σγουρή με τη βράκα στη γειτονιά μας πού καλίγωνε τ’ άλογα και τού φαινότανε σπουδαίο το χτύπημα του σφυριού μια στο καρφί και μια στο πέταλο. θυμάται το καφενείο του
θείου του στο νοικιασμένο μαγαζί του Μακασίκη, αν θυμάται καλά στο ύψος του σπιτιού
του Κάλφα και δεξιά όπως αφορίζομαι για το μετόχι.

Πιτσιρίκος τριγύριζε μέσα στο καφενείο και μάζευε κανένα άδειο φλιτζάνι και για να κάνει
κανένα θέλημα των πελατών και το θέλημα ήταν στερεότυπο «’Έλα δε βρω σι. Πάεναι
στου Κωλοφωτιά να με πάρεις μια κόλλα για αετό. Ή κόλλα για αετό ήταν ή ψιλή
χρωματιστή κόλλα πού κοβόταν αμέσως πάνω στο τραπέζι για να γίνει κατάλληλα
κομματάκια για το στρίψιμο του λαθραίου τσιγάρου.
Αγοραστά τσιγάρα κάπνιζαν σχεδόν μόνον ό Κάλφας και ό δάσκαλος ό Μιλτιάδης.
Έβλεπες το χωματένιο πάτωμα του καφενείου γεμάτο από τα αποτσίγαρα. κίτρινα,
κόκκινα, πράσινα, πορτοκαλιά και άλλα χρώματα και ήξερες τίνος ήταν το καθένα
αποτσίγαρο, γιατί ο καθένας είχε το δικό του χρώμα.
Και το παιδάκι έτρεχε ξυπόλητο να πάρει την κόλλα από τον Χατζαναστάση, που
συνεχώς με τη σέσουλα ανακάτευε τα λιγοστά όσπρια στα σακιά ή από τον μπάρμπα
Δημήτρη τον Κολοφωτιά (Νικολάκογλου) πού είχε το μπακαλικάκι του δίπλα στου
Χρήστου του Κιότι το καφενείο και κάπνιζε πάντα νωχελικά κάτω από το τσαρδάκι
του Κιότι τον ναργιλέ του. Κάπου εκεί ανάμεσα είχε φτιάξει και ένα πεταλωτίδικο
ό γιός του Σγουρή και πιο κάτω το τσαγκαράδικο του Συχνά στου Κιότι μερικοί
έπιναν το ουζάκι τους και τότε ή λατέρνα του Κιότι μάζευε γύρω όλη τη μαρίδα της
εποχής. Άλλα ή πιο μερακλήδικη λατέρνα ήταν επάνω ψηλά στα τελευταία σπίτια,
κοντά στο Μετόχι, στο καφενείο και ουζερί της εποχής του Δημήτρη του Ίπριλή πού
ήταν και γαμπρός του Χρήστου του Κιότι. Εκεί τα βραδάκια ή μαρίδα της γειτονιάς
μαζευόμασταν να καμαρώσουμε τα παλικάρια τής έποχής πού χόρευαν με
πραγματικό μεράκι το χασαποσέρβικο, τον Ίμπριλή, τον Μοσκόβη, τον Κρυστάλλη κ.ά.
Αλήθεια που βρισκότανε αυτό το κέφι μέσα σε τόση δυστυχία; Αυτό δείχνει τη μεγάλη
καρδιά των Μικρασιατών, τη μεγάλη καρδιά των Τριγλιανών. “Όλη τη μέρα έκοβαν
πλίνθους για να χτίσουν ένα δωμάτιο για να βάλουν το κεφάλι τους μέσα και το βράδυ
είχαν διάθεση να χορεύουν στου Ίμπριλή και στου Κιότι. Θυμάται τον γιατρό τον
Απόστολο τον Τσίτερ, πού καβάλα στο άλογο γύριζε από σπίτι σε σπίτι, από τσαντίρι
σε τσαντίρι και από χωριό σε χωριό με μια μεγάλη τσάντα γεμάτη φάρμακα για
να ανακουφίσει τούς άρρωστους. Θυμάται ακόμη πού μαζί μέ το φίλο και συμμαθητή
του (κατά τι μεγαλύτερο) Χρυσό Λέου πήγαν να βοσκίσουν γελάδια στο κοπάδι του
εντόπιου Βασίλη Παστά μόνο για να φάνε ψωμί και για ένα ζευγάρι τσαρούχια. Αλλά
ό μικρός μας ήταν πολύ μικρός, δεν μπορούσε να κρατήσει βουκέντρα και φύλαγε
μόνο τα γελάδια όταν οι μεγάλοι βοσκοί κοιμόνταν το μεσημέρι κάτω από τα
πλατάνια ή κοντά στο Μετόχι, στο μικρό λοφίσκο κάτω από τις ελιές, κάπου εκεί
προς το Κιουτσούκ Σούφλάρι. Μια βδομάδα περίπου ή δέκα μέρες το πολύ κράτησε
αύτη ή δουλειά. Ό μικρός απολύθηκε γιατί δεν μπορούσε να προσφέρει στη δουλειά,
ενώ του Λέου του έκαναν και τσαρούχια και έμεινε περισσότερο στη δουλειά.
θυμάται ακόμη πού πήγαιναν μετά το θέρος με τον πατέρα του το άλογο στο τσαΐρι τα
βράδια και κοιμόντουσαν στα χωράφια. θυμάται τη ρεματιά πίσω από το χωριό, εκεί
πού είναι τώρα ή γέφυρα. Φαντάζεται πού οι όχθες της ήταν γεμάτες τρύπες και
μπαινόβγαιναν μέσα κάτι ωραία πολύχρωμα πουλιά. θυμάται, θυμάται
και πόσα δεν θυμάται και πόσα να γράψει τώρα, κι αυτή ακόμη τη στιγμή πού γράφει
και πάλι θυμάται, βουρκώνουν τα μάτια του κι ας μην είναι πια παιδί.
Γι’ αυτό οι τακτικές του τώρα πια επισκέψεις στη Νέα Τριγλιά δεν είναι ένα απλό
ταξίδι αναψυχής, είναι ένα προσκύνημα για πρόσωπα και πράγματα, είναι μια
Ικανοποίηση, μια εκτόνωση, μια ψυχική ανάγκη, ένα φρεσκάρισμα των αναμνήσεων.
Γιατί εκεί συναντάει συγγενείς και φίλους πολυαγαπημένους, πού κοντά τους νιώθει
να ξαναγίνεται το μικρό παιδί της εποχής εκείνης και περιμένει να ξανακούσει
τη λατέρνα του Κιότι και του Ίμπριλή, να ξαναδεί το δάσκαλό του τον Μιλτιάδη στην
πλατεία, να ξαναδεί τους θείους του. τον Γιώργη, τον Κώστα, τον Μπαλάση. τον
Βιάδη τον Κάλφα, τον γέρο Πελαδαρινό και την κυρά Κατίνα του Πατέγα. τη θεία
Σμαρώ, τη θεία Σοφία, τη θεία Ελισάβετ, τον Κόκαλά, τον Χρυσαφίδη, τον Γκίκογλη
τον Φιλαλήθη, τον Γιατζητζόγλου. τούς Παπαγιώργηδες και τόσους και τόσους
άλλους από τούς παλιούς πού έφυγαν. Αλλά αρκετά σάς κούρασε. Αυτά πού θυμάται (το
παιδί) είναι ατέλειωτα
Θα. ΠΙΣΤΙΚΙΔΗΣ