Μια πρωτοποριακή μελέτη που αναμένεται να αλλάξει το θεραπευτικό τοπίο στην Πολλαπλή Σκλήρυνση πραγματοποίησε ο Δρ. Δημήτριος Καρούσης, καθηγητής Νευρολογίας και Διευθυντής της Μονάδας Νευροανοσολογίας, Επικεφαλής του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Hadassah της Ιερουσαλήμ.
Η μελέτη έχει ήδη σταλεί προς δημοσίευση σε ένα από τα μεγαλύτερα επιστημονικά περιοδικά ενώ θα παρουσιαστεί και στο Πανευρωπαϊκό Συνέδριο για την Πολλαπλή Σκλήρυνση (ECTRIMS) στην Στοκχόλμη, τον Σεπτέμβριο.
Ο διαπρεπή Έλληνα Νευρολόγο παρέστη στο 30ο Πανελλήνιο Συνέδριο Νευρολογίας στις 16-19 Μαΐου στη Χαλκιδική.
Η μελέτη
Ο Δρ. Καρούσης και οι συνεργάτες του πραγματοποίησαν διπλή-τυφλή μελέτη σε δείγμα 48 ασθενών με προϊούσα Πολλαπλή Σκλήρυνση. «Η καινοτομία της συγκεκριμένης μελέτης είναι ότι για πρώτη φορά κάναμε σύγκριση της θεραπείας μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων με εικονικό φάρμακο (placebo), καθώς επίσης και το ότι συμπεριλήφθησαν στη μελέτη αυτή ασθενείς με προϊούσες μορφές της σκλήρυνσης που δεν ανταποκρίθηκαν στις κλασικές θεραπειες και για τους οποίους δεν υπάρχει κάποια ικανοποιητική λύση σήμερα», εξηγεί ο καθηγητής.
Και συμπληρώνει ότι «στη ομάδα των ασθενών μας σ’ αυτή τη μελέτη υπήρχαν περισσότεροι άνδρες από ότι γυναίκες και πιθανόν αυτό να οφείλεται στο ότι συνήθως οι γυναίκες λόγω ορμονικού πλεονεκτήματος έχουν καλύτερη ανταπόκριση στις θεραπείες της Πολλαπλής Σκλήρυνσης».
Οι ασθενείς της μελέτης είχαν EDSS σκορ (κλίμακα αξιολόγησης της νόσου) κατά μέσον όρο κοντά στο 6, δηλαδή εδραιωμένη σωματική αναπηρία με σημαντική δυσκολία βάδισης. Μετά τη μεταμόσχευση των βλαστοκυττάρων οι ερευνητές παρατήρησαν ότι πάνω από το 90% των πασχόντων παρουσίασε σημαντική βελτίωση. «Επί 12-14 μήνες οι ασθενείς είχαν είτε βελτίωση της αναπηρίας, είτε σταθεροποίηση της κατάστασής τους και κανείς εξ αυτών δεν παρουσίασε επιδείνωση. Σημαντικότερο είναι δε να αναφερθεί ότι δεν καταγράφηκαν παρενέργειες, πέραν από τις αναμενόμενες, όπως κεφαλαλγία ή μηνιγγική αντίδραση λόγω της έγχυσης των κυττάρων στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό (ενδοραχιαία), αλλά ήταν παροδικές. Η ομάδα των ασθενών που έλαβε τα βλαστοκύτταρα ενδοραχιαία, παρουσίασε σημαντικά καλύτερη απόκριση από την ομάδα στη οποία η έγχυση έγινε ενδοφλέβια. Για πρώτη φορά η μελέτη έδειξε όχι μόνο σημαντικές διαφοροποιήσεις στις νευρολογικές εξετάσεις, όπως το EDSS σκορ αλλά και σε αντικειμενικά τεστ, όπως η κλασσική αλλά και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), αλλά και στα νοητικά τεστ και την ταχύτητα βάδισης. Υπήρξαν δηλαδή απτές αποδείξεις για βελτίωση στο κινητικό δίκτυο, καθώς και ενδείξεις αναγέννησης ή νευροτροφικής δράσης», σημειώνει ο Δρ. Δημήτριος Καρούσης.
Το σημαντικό είναι ότι τα παραπάνω θετικά προκαταρκτικά αποτελέσματα ανοίγουν τον δρόμο για μεγαλύτερου εύρους μελέτες και μάλιστα ο Δρ. Καρούσης ήδη προετοιμάζει την επόμενη μελέτη Φάσης ΙΙΙ στην οποία θα λάβουν μέρος κλινικές για την Πολλαπλή Σκλήρυνση από την Ευρώπη και την Αυστραλία.
Αυτό που είναι επίσης ελπιδοφόρο είναι ότι τέτοιου είδους θεραπείες όπως η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων θα μπορούσανε να δοκιμαστούν και σε νεαρότερους ασθενείς με ΠΣ. «Είναι γνωστό ότι σε νεαρότερες ηλικίες τα βλαστοκύτταρα είναι ισχυρότερα από ότι στους ενήλικες. Συνεπώς όταν τους χορηγηθεί η κατάλληλη θεραπεία, έχουν περισσότερες πιθανότητες να αντιδράσουν καλύτερα. Και σ’ αυτές τις περιπτώσεις αλλά και γενικότερα, το ιδανικότερο μοντέλο θα είναι η χορήγηση βλαστοκυττάρων περισσότερες από μια φορές, δηλαδή ένα μοντέλο χρόνιας αγωγής ώστε να αναμένουμε καλύτερα και πιο μακροχρόνια οφέλη. Αλλά όλα αυτά προς το παρόν είναι θεωρητικές σκέψεις και θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στον σχεδιασμό μας, είτε πρόκειται για ενήλικες, είτε πρόκειται για νέους με Πολλαπλή Σκλήρυνση», υπογραμμίζει ο Δρ. Καρούσης.
Η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων στη θεραπεία της ΠΣ
«Πρώτα-πρώτα πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι πολύ σημαντικά», λέει ο Δρ. Καρούσης «υπάρχουν δύο κυρίως μοντέλα χορήγησης βλαστοκυττάρων που διαφέρουν σημαντικά! Στο πρώτο, που έχει δοκιμαστεί ήδη σε διάφορες μορφές και σε πολλούς ασθενείς (περιλαμβανομένων και Ελλήνων) αλλά και σε πειραματόζωα, χρησιμοποιούνται αιματοποιητικά βλαστοκύτταρα που εγχύονται στον ασθενή αφού γίνει πρώτα ολική καταστολή του υπάρχοντος αμυντικού συστήματος με ισχυρή χημειοθεραπεία και επανακτίσιμο του εκ του μηδενός. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να καταφέρει ένα ισχυρότατο χτύπημα στον όλο μηχανισμό της αυτοάνοσης αντίδρασης αφού δημιουργηθεί ένα ολικό reseting των κυττάρων του αμυντικού συστήματος. Για όλα αυτά η επιστημονική κοινότητα είναι ακόμα επιφυλακτική και αυτό το μοντέλο χρήσης βλαστοκυττάρων καθώς», όπως εξηγεί ο Δημήτριος Καρούσης «ενδείκνυται για περιπτώσεις ασθενών με έντονη φλεγμονώδη δραστηριότητα και οι οποίοι δεν έχουν ανταποκριθεί στα κλασσικά θεραπευτικά σχήματα για την ΠΣ. Όπως αναφέρθηκε, τέτοιους είδους μεταμόσχευση αιματοποιητικών βλαστοκυττάρων κατατάσσεται στη λεγόμενη Immunity Reconstruction Therapy (IRT), που έχει ως στόχο να συντελέσει στην αναδόμηση του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενή. Αλλά και στις περιπτώσεις που αυτό συμβεί, δεν λύνεται απαραίτητα το πρόβλημα. Δηλαδή, πάρα την ανάπλαση του αμυντικού συστήματος πολλές φορές παρατηρείται ότι οι ασθενείς εξακολουθούν να έχουν ενεργότητα της νόσου, συνέχιση της ατροφίας και της απομυελίνωσης. Οπότε εδώ φαίνεται η ανάγκη για κάτι παραπάνω με στόχο την επαναμυελίνωση και την αναγέννηση των κυττάρων», σημειώνει ο Έλληνας καθηγητής Νευρολογίας.
Το δεύτερο μοντέλο θεραπευτικής χρήσης βλαστοκυττάρων δεν χρησιμοποιεί καθόλου χημειοθεραπεία, ούτε κάποια καταστολή του αμυντικού συστήματος και περιλαμβάνει μόνο την έγχυση βλαστοκυττάρων ενήλικα τύπου (συνήθως μεσεγχυματικά και όχι αιματοποιητικά), όπως στην προαναφερθείσα μελέτη του Δρ. Καρούση, με μοναδικό σκοπό την ενίσχυση της νευροπροστασίας και της επανόρθωσης της κατεστραμένης μυελίνης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτού του είδους μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων χρησιμοποιούνται αυτόλογα βλαστοκύτταρα που συλλέγονται από τον οργανισμό του ίδιου του ασθενή. «Ενήλικα βλαστικά κύτταρα υπάρχουν σε κάθε ιστό του σώματός μας. Το ιδανικό θα ήταν να συλλέξουμε εγκεφαλικά νευρωνικά βλαστικά κύτταρα από τον εγκέφαλο του ασθενή. Αλλά είναι φανερό ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να γίνει. Παρόμοια, εξαιρετικά δύσκολο είναι και να συλλεχθούν τέτοια νευρωνικά βλαστοκύτταρα από τον εγκέφαλο ενός άλλου ατόμου, πιθανόν από εμβρυϊκούς ιστούς (π.χ. μετά από αποβολές) αλλά σ’ αυτήν την θεωρητική περίπτωση θα ανακύπτουν ζητήματα συμβατότητας. Η πρακτικότερη λύση που έχουμε βρει, λοιπόν, είναι η λήψη ενήλικων βλαστοκυττάρων από τον μυελό των οστών, που αποτελεί και τη μεγαλύτερη τους «αποθήκη» στο ανθρώπινο σώμα», εξηγεί ο ερευνητής.
Από το 2006 η ομάδα του Δρ. Καρούση έχει πραγματοποιήσει κλινικές μελέτες που έδειξαν ενδείξεις αποτελεσματικότητας της μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων στην ΠΣ αλλά και την Αμυοτροφική Πλάγια Σκλήρυνση (ALS). Αυτές όμως οι μελέτες «ανοικτού» τύπου χωρίς σύγκριση με placebo, συνεπώς δεν μπορούσε κανείς να πει με βεβαιότητα ότι η μέθοδος είναι αποτελεσματική.
«Στη τωρινή μας μελέτη βάσει όσων ανέφερα παραπάνω, έχουμε κάνει ένα ακόμα σημαντικό βήμα τεκμηριώνοντας σε πιο σταθερή βάση την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της μεταμόσχευσης βλαστοκυττάρων στην θεραπεία της ΠΣ», καταλήγει ο Δημήτριος Καρούσης, Διευθυντής της Μονάδας Νευροανοσολογίας, Επικεφαλής του Κέντρου Πολλαπλής Σκλήρυνσης στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Hadassah της Ιερουσαλήμ.
Φυσικά, μια επόμενη μελέτη φάσης 3 θα είναι απαραίτητη για να επιβεβαιώσει αυτά τα αποτελέσματα.
Πηγή: ygeiamou.gr