Η 6η Μαρτίου έχει θεσπιστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Λεμφοιδήματος με πρωτοβουλία του Δικτύου Λεμφατικής Έρευνας και Εκπαίδευσης (Lymphatic Education and Research Network), που εδρεύει στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα υποστηρίζεται από τον νεοσύστατο Πανελλήνιο Σύλλογο Πασχόντων από Λεμφοίδημα «Ροή», με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Το λεμφοίδημα, μια χρόνια πάθηση που προκαλείται από την ανώμαλη συσσώρευση υγρών του λεμφικού συστήματος. Παρουσιάζεται ως οίδημα ενός ή περισσοτέρων μελών του σώματος (άνω ή κάτω άκρων, κορμού, λαιμού – κεφαλιού κ.α.). Αυτό συμβαίνει λόγω της μειωμένης ικανότητας μεταφοράς του λεμφικού φορτίου από το λεμφικό σύστημα και συσσώρευσής του στο πάσχον μέλος. Το λεμφοίδημα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής των ασθενών, με περαιτέρω σοβαρές οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, μπορεί, δε, να οδηγήσει στην κοινωνική απομόνωση και σε περίπτωση μη έγκαιρης διάγνωσης και θεραπευτικής αντιμετώπισης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας και σε αναπηρία.
Το λεμφοίδημα οφείλεται είτε σε δυσμορφία του λεμφικού συστήματος, συνήθως κληρονομική, (πρωτοπαθές λεμφοίδημα) είτε στην αφαίρεση, ή καταστροφή λεμφαγγείων και λεμφαδένων, συνήθως μετά από χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπείες για την αντιμετώπιση του καρκίνου, σπανιότερα οφείλεται σε τραυματισμούς, λοιμώξεις, κ.α. αιτίες (δευτεροπαθές λεμφοίδημα). Το λεμφοίδημα δεν θεραπεύεται, αλλά, εφόσον διαγνωστεί εγκαίρως, μπορεί να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τον ασθενή. Ειδικά στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού, η πρόληψη θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες δημιουργίας λεμφοιδήματος.
Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μπορεί να διαγνωστεί με μία απλή κλινική εξέταση, υπάρχουν όμως και διαγνωστικές απεικονιστικές εξετάσεις. Το λεμφοίδημα αντιμετωπίζεται με μάλαξη λεμφικής παροχέτευσης (MLD), με επιδέσμους συμπίεσης (περίδεση), με τη χρήση ενδυμάτων διαβαθμισμένης συμπίεσης, με φροντίδα του δέρματος, με άσκηση, με ανύψωση άκρου, με την εκτέλεση ειδικών ασκήσεων, σε κάποιες περιπτώσεις χειρουργικά και με φαρμακευτική αγωγή (κυρίως για την αντιμετώπιση φλεγμονών, λοιμώξεων κλπ).
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο αριθμός των πασχόντων από δευτεροπαθές λεμφοίδημα ανέρχεται στα 250 εκατομμύρια παγκοσμίως. Το πρωτογενές λεμφοίδημα υπολογίζεται ότι αφορά 1 στα 6.000 άτομα, ενώ σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις των ειδικών το 15% των επιζώντων από καρκίνο και το 30% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού, για γυναικολογικά καρκινώματα, ή καρκίνο του προστάτη, ή για μελάνωμα, προσβάλλονται από δευτεροπαθές λεμφοίδημα.
Στην Ελλάδα, υπάρχει άγνοια για την ασθένεια ακόμη και από τους καθ’ ύλην αρμόδιους. «Είναι συχνό το φαινόμενο οι ασθενείς να μην έχουν έγκαιρη διάγνωση, καθώς οι γιατροί αγνοούν την ασθένεια ή δεν είναι σε θέση να δώσουν τις απαραίτητες κατευθύνσεις στους ασθενείς», επισημαίνει η κ. Χαρά Καρατζά, πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Πασχόντων από Λεμφοίδημα, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, χωρίς να παραγνωρίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία δομών υγείας για την αντιμετώπιση του λεμφοιδήματος. «Παρόλα αυτά, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι είναι ελάχιστοι οι εξειδικευμένοι ιατροί και φυσικοθεραπευτές» τονίζει η κ. Καρατζά.
Το λεμφοίδημα, μια χρόνια πάθηση που προκαλείται από την ανώμαλη συσσώρευση υγρών του λεμφικού συστήματος. Παρουσιάζεται ως οίδημα ενός ή περισσοτέρων μελών του σώματος (άνω ή κάτω άκρων, κορμού, λαιμού – κεφαλιού κ.α.). Αυτό συμβαίνει λόγω της μειωμένης ικανότητας μεταφοράς του λεμφικού φορτίου από το λεμφικό σύστημα και συσσώρευσής του στο πάσχον μέλος. Το λεμφοίδημα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής των ασθενών, με περαιτέρω σοβαρές οικονομικές και ψυχολογικές επιπτώσεις, μπορεί, δε, να οδηγήσει στην κοινωνική απομόνωση και σε περίπτωση μη έγκαιρης διάγνωσης και θεραπευτικής αντιμετώπισης μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας και σε αναπηρία.
Το λεμφοίδημα οφείλεται είτε σε δυσμορφία του λεμφικού συστήματος, συνήθως κληρονομική, (πρωτοπαθές λεμφοίδημα) είτε στην αφαίρεση, ή καταστροφή λεμφαγγείων και λεμφαδένων, συνήθως μετά από χειρουργική επέμβαση και ακτινοθεραπείες για την αντιμετώπιση του καρκίνου, σπανιότερα οφείλεται σε τραυματισμούς, λοιμώξεις, κ.α. αιτίες (δευτεροπαθές λεμφοίδημα). Το λεμφοίδημα δεν θεραπεύεται, αλλά, εφόσον διαγνωστεί εγκαίρως, μπορεί να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά από τον ασθενή. Ειδικά στην περίπτωση του καρκίνου του μαστού, η πρόληψη θα μπορούσε να μειώσει τις πιθανότητες δημιουργίας λεμφοιδήματος.
Στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, μπορεί να διαγνωστεί με μία απλή κλινική εξέταση, υπάρχουν όμως και διαγνωστικές απεικονιστικές εξετάσεις. Το λεμφοίδημα αντιμετωπίζεται με μάλαξη λεμφικής παροχέτευσης (MLD), με επιδέσμους συμπίεσης (περίδεση), με τη χρήση ενδυμάτων διαβαθμισμένης συμπίεσης, με φροντίδα του δέρματος, με άσκηση, με ανύψωση άκρου, με την εκτέλεση ειδικών ασκήσεων, σε κάποιες περιπτώσεις χειρουργικά και με φαρμακευτική αγωγή (κυρίως για την αντιμετώπιση φλεγμονών, λοιμώξεων κλπ).
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι ο αριθμός των πασχόντων από δευτεροπαθές λεμφοίδημα ανέρχεται στα 250 εκατομμύρια παγκοσμίως. Το πρωτογενές λεμφοίδημα υπολογίζεται ότι αφορά 1 στα 6.000 άτομα, ενώ σύμφωνα με συντηρητικές εκτιμήσεις των ειδικών το 15% των επιζώντων από καρκίνο και το 30% των ασθενών που έλαβαν θεραπεία για τον καρκίνο του μαστού, για γυναικολογικά καρκινώματα, ή καρκίνο του προστάτη, ή για μελάνωμα, προσβάλλονται από δευτεροπαθές λεμφοίδημα.
Στην Ελλάδα, υπάρχει άγνοια για την ασθένεια ακόμη και από τους καθ’ ύλην αρμόδιους. «Είναι συχνό το φαινόμενο οι ασθενείς να μην έχουν έγκαιρη διάγνωση, καθώς οι γιατροί αγνοούν την ασθένεια ή δεν είναι σε θέση να δώσουν τις απαραίτητες κατευθύνσεις στους ασθενείς», επισημαίνει η κ. Χαρά Καρατζά, πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Πασχόντων από Λεμφοίδημα, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, χωρίς να παραγνωρίζει ότι τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πρωτοβουλίες για τη δημιουργία δομών υγείας για την αντιμετώπιση του λεμφοιδήματος. «Παρόλα αυτά, όμως, είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι είναι ελάχιστοι οι εξειδικευμένοι ιατροί και φυσικοθεραπευτές» τονίζει η κ. Καρατζά.