Πριν από περίπου ένα χρόνο, στις 13/5/2018, η «Κ» αποκάλυπτε τη μελέτη της McKinsey για τη ΔΕΗ, που κατέληγε στο συμπέρασμα πως είναι μια μη βιώσιμη επιχείρηση και εκτιμούσε πως θα πρέπει να βελτιώσει τη λειτουργική κερδοφορία της κατά 500 εκατ. σε μια 5ετία για να αποφύγει την κατάρρευση. Τότε ο υπουργός Ενέργειας Γ. Σταθάκης και η διοίκηση της ΔΕΗ, αντί να εγκύψουν στο πρόβλημα και στις προτάσεις του συμβούλου, προτίμησαν να το ξορκίσουν και να κατηγορήσουν την «Κ» για συμμετοχή σε κερδοσκοπικά παιχνίδια εις βάρος της Επιχείρησης. Ενα χρόνο αργότερα, τα οικονομικά αποτελέσματα της ΔΕΗ δείχνουν πως, εξαιτίας της αβελτηρίας κυβέρνησης και διοίκησης, η κατάσταση επιδεινώνεται ραγδαία και η Επιχείρηση από στυλοβάτης εξελίσσεται σταδιακά σε εφιάλτη της ελληνικής οικονομίας.
To 2018 έκλεισε για τη ΔΕΗ με ζημίες 542 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 127, 6 εκατ. ευρώ το 2017 και πραγματικό ύψος ζημιών εάν συμπεριληφθούν και οι μονάδες Μελίτης και Μεγαλόπολης που βρίσκονται σε διαδικασία πώλησης, στα 903,7 εκατ. ευρώ. Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας μειώθηκε κατά 201,8 εκατ. ευρώ και σε ποσοστό, 4,1% σε σύγκριση με το 2017. Στο τέλος του έτους οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρείας της και του ομίλου ΔΕΗ υπολείπονταν κατά 949 εκατ. και 708 εκατ. ευρώ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, κάτι που έκανε τον ορκωτό λογιστή (ΕΥ) να επισημάνει στην έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Η ΕΥ επισημαίνει χαρακτηριστικά «…την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας, η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους».
Για τον κίνδυνο βιωσιμότητας της ΔΕΗ είχε προειδοποιήσει η ΜcKinsey από τον Φεβρουάριο του 2018 διαπιστώνοντας ότι το καθαρό χρέος της Επιχείρησης είναι σήμερα (σ.σ. αρχές 2018) 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη. Για να γίνει βιώσιμη η Επιχείρηση, θα πρέπει η σχέση αυτή να περιοριστεί στο 3, σημείωνε η ΜcKinsey στο μπίζνες πλαν που παρέδωσε στη διοίκηση της ΔΕΗ και στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Ενέργειας, και πρότεινε δράσεις για τη βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 90 με 100 εκατ. ετησίως την πενταετία 2018-2022. Το περίφημο «σχέδιο Πυξίδα» που ο κ. Παναγιωτάκης δεν παρουσίασε ποτέ ολοκληρωμένο στα μέλη του Δ.Σ. με την αιτιολογία, όταν κλήθηκαν να το εγκρίνουν, ότι δεν έχει μεταφραστεί(!) προέβλεπε μείωση προσωπικού κατά 6.000 άτομα στην 5ετία, αριθμός που αντιστοιχεί στο 50% των εργαζομένων στη ΔΕΗ και αναπροσαρμογή των τιμολογίων.
Το σχέδιο της ΜcKinsey έμεινε στο συρτάρι και σήμερα καθίσταται ανίσχυρο να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της εταιρείας, αφού η λειτουργική κερδοφορία έχει συρρικνωθεί κατά 45% σε σύγκριση με το 2017, καθιστώντας δυσχερέστερη την αναλογία της με το καθαρό χρέος της Επιχείρησης που μειώθηκε το 2018 κατά 212,4 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, κρίσιμες παραδοχές που έλαβε υπόψη της η ΜcΚinsey, όπως για παράδειγμα η τιμή των CO2, έχουν διαφοροποιηθεί ριζικά.
Η μετεξέλιξη της ΔΕΗ από υγιής επιχείρηση και πυλώνας του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας σε προβληματική επιχείρηση και συστημικό κίνδυνο για την οικονομία λόγω του μεγέθους της και της θέσης της την αγορά ηλεκτρισμού είναι η συνέπεια διαχρονικών πολιτικών επιλογών, που δεν επέτρεψαν ποτέ στη ΔΕΗ να αποτινάξει από πάνω της τα χαρακτηριστικά του μονοπωλίου παρότι είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί σε ένα, αν και με πολλές στρεβλώσεις, ανταγωνιστικό περιβάλλον για προφανείς λόγους άσκησης μικροκομματικής πολιτικής. Η ΔΕΗ απορροφούσε όλα τα κόστη που προέκυπταν από το μεταβατικό μοντέλο ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρισμού, το οποίο το 2012 έφερε την ίδια την
Επιχείρηση και συνολικά την αγορά ηλεκτρισμού για πρώτη φορά στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Η μεγάλη ευκαιρία αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ και εξυγίανσης συνολικά της αγοράς ηλεκτρισμού χάθηκε το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκατάλειψε το «σχέδιο Μικρή ΔΕΗ» και εισηγήθηκε στους θεσμούς αντ’ αυτού την πώληση λιγνιτικών μονάδων, αλλά και τη διάθεση μέσω δημοπρασιών σε τρίτους λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε χαμηλές τιμές (ΝΟΜΕ) και μάλιστα με δεσμευτικούς στόχους, που αν δεν επιτευχθούν θα ακολουθήσουν εναλλακτικά δομικά μέτρα.
Πολιτικές αποφάσεις που κόστισαν 1 δισ. ευρώ
Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή αυτού του καταστροφικού σχεδιασμού, η ΔΕΗ, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, έχει επιβαρυνθεί με 1 δισ. ευρώ και είναι αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να καταλήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για την πώληση των μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης, γεγονός που θα έχει συνέπειες.
Στη συνοδευτική έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2018 σημειώνει χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση ότι δεν θα υποχρεωθεί η μητρική εταιρεία να προχωρήσει σε περαιτέρω αποεπενδύσεις λιγνιτικής (ή άλλης) ισχύος παραγωγής στο μέλλον, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να μειώσει το μερίδιο αγοράς της στις αγορές παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».
Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» απαντούσε τόσο στην υποχρέωση της χώρας για άρση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στον λιγνίτη όσο και στο άνοιγμα της λιανικής αγοράς και δημιουργούσε ταυτόχρονα τις βάσεις για συνολική αναδιάρθρωση της Επιχείρησης, με την αξιοποί ηση των αναμενόμενων εσόδων ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Σήμερα, η ΔΕΗ βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο σε σχέση με τις υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε. και των θεσμών, αλλά σε πολύ χειρότερη χρηματοοικονομική κατάσταση, με τον κίνδυνο, εάν δεν υπάρξει άμεσα αναστροφή, να συμπαρασύρει στην καταστροφή την οικονομία. Στο διάστημα αυτό η ΔΕΗ έχασε σημαντικό έδαφος για την επέκτασή της στον τομέα των ΑΠΕ, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους εγχώριους ανταγωνιστές της και στις μεγάλες ξένες εταιρείες που μπαίνουν επιθετικά στην αγορά.
Παράλληλα, εγκλωβισμένη στον εναγκαλισμό του κράτους, υποχρεώθηκε να εφαρμόσει οριζόντιες πολιτικές μη αποκοπής του ρεύματος για οφειλές έως και 1.000 ευρώ, με αποτέλεσμα οι συνολικές ανεξόφλητες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εκτοξευθούν σε πάνω από 2,7 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του τζίρου της.
Η κατάσταση σε σχέση με τη ρευστότητα της επιχείρησης επιδεινώθηκε από τα μέσα του 2017, με την ανοδική τάση του κόστους των CO2 (από 5 ευρώ ο τόνος στις αρχές του 2017 στα 23 ευρώ ο τόνος στο τέλος του έτους και στα 27 ευρώ ο τόνος σήμερα), καθώς η κυβέρνηση, αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος, δεν επέτρεψε τη μετακύλιση μέρους αυτού στην κατανάλωση. Με άδεια τα ταμεία και αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές για χρηματοδότηση από το 2017, η ΔΕΗ στέκεται όρθια ουσιαστικά με εφάπαξ ενέσεις ρευστότητας και έσοδα από προπληρωμένους λογαριασμούς έναντι εκπτώσεων. Το πρόβλημα ρευστότητας έχει μεταφερθεί στο σύνολο της αγοράς ηλεκτρισμού με συνολικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Μεγάλη είναι και η έκθεση προς τη ΔΕΗ των ελληνικών τραπεζών. Από το συνολικό χρέος των 3,7 δισ. ευρώ της ΔΕΗ έχουν χρηματοδοτήσει περί το 1,7 δισ. ευρώ.
To 2018 έκλεισε για τη ΔΕΗ με ζημίες 542 εκατ. ευρώ έναντι κερδών 127, 6 εκατ. ευρώ το 2017 και πραγματικό ύψος ζημιών εάν συμπεριληφθούν και οι μονάδες Μελίτης και Μεγαλόπολης που βρίσκονται σε διαδικασία πώλησης, στα 903,7 εκατ. ευρώ. Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας μειώθηκε κατά 201,8 εκατ. ευρώ και σε ποσοστό, 4,1% σε σύγκριση με το 2017. Στο τέλος του έτους οι βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις της εταιρείας της και του ομίλου ΔΕΗ υπολείπονταν κατά 949 εκατ. και 708 εκατ. ευρώ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους, κάτι που έκανε τον ορκωτό λογιστή (ΕΥ) να επισημάνει στην έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων τον κίνδυνο χρεοκοπίας. Η ΕΥ επισημαίνει χαρακτηριστικά «…την ύπαρξη ουσιώδους αβεβαιότητας, η οποία ενδεχομένως θα εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας και του ομίλου να συνεχίσουν τη δραστηριότητά τους».
Για τον κίνδυνο βιωσιμότητας της ΔΕΗ είχε προειδοποιήσει η ΜcKinsey από τον Φεβρουάριο του 2018 διαπιστώνοντας ότι το καθαρό χρέος της Επιχείρησης είναι σήμερα (σ.σ. αρχές 2018) 8-9 φορές μεγαλύτερο από τα λειτουργικά της κέρδη. Για να γίνει βιώσιμη η Επιχείρηση, θα πρέπει η σχέση αυτή να περιοριστεί στο 3, σημείωνε η ΜcKinsey στο μπίζνες πλαν που παρέδωσε στη διοίκηση της ΔΕΗ και στα συναρμόδια υπουργεία Οικονομικών και Ενέργειας, και πρότεινε δράσεις για τη βελτίωση της λειτουργικής κερδοφορίας κατά 90 με 100 εκατ. ετησίως την πενταετία 2018-2022. Το περίφημο «σχέδιο Πυξίδα» που ο κ. Παναγιωτάκης δεν παρουσίασε ποτέ ολοκληρωμένο στα μέλη του Δ.Σ. με την αιτιολογία, όταν κλήθηκαν να το εγκρίνουν, ότι δεν έχει μεταφραστεί(!) προέβλεπε μείωση προσωπικού κατά 6.000 άτομα στην 5ετία, αριθμός που αντιστοιχεί στο 50% των εργαζομένων στη ΔΕΗ και αναπροσαρμογή των τιμολογίων.
Το σχέδιο της ΜcKinsey έμεινε στο συρτάρι και σήμερα καθίσταται ανίσχυρο να εγγυηθεί τη βιωσιμότητα της εταιρείας, αφού η λειτουργική κερδοφορία έχει συρρικνωθεί κατά 45% σε σύγκριση με το 2017, καθιστώντας δυσχερέστερη την αναλογία της με το καθαρό χρέος της Επιχείρησης που μειώθηκε το 2018 κατά 212,4 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, κρίσιμες παραδοχές που έλαβε υπόψη της η ΜcΚinsey, όπως για παράδειγμα η τιμή των CO2, έχουν διαφοροποιηθεί ριζικά.
Η μετεξέλιξη της ΔΕΗ από υγιής επιχείρηση και πυλώνας του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας σε προβληματική επιχείρηση και συστημικό κίνδυνο για την οικονομία λόγω του μεγέθους της και της θέσης της την αγορά ηλεκτρισμού είναι η συνέπεια διαχρονικών πολιτικών επιλογών, που δεν επέτρεψαν ποτέ στη ΔΕΗ να αποτινάξει από πάνω της τα χαρακτηριστικά του μονοπωλίου παρότι είναι υποχρεωμένη να λειτουργεί σε ένα, αν και με πολλές στρεβλώσεις, ανταγωνιστικό περιβάλλον για προφανείς λόγους άσκησης μικροκομματικής πολιτικής. Η ΔΕΗ απορροφούσε όλα τα κόστη που προέκυπταν από το μεταβατικό μοντέλο ανοίγματος της αγοράς ηλεκτρισμού, το οποίο το 2012 έφερε την ίδια την
Επιχείρηση και συνολικά την αγορά ηλεκτρισμού για πρώτη φορά στα πρόθυρα χρεοκοπίας. Η μεγάλη ευκαιρία αναδιάρθρωσης της ΔΕΗ και εξυγίανσης συνολικά της αγοράς ηλεκτρισμού χάθηκε το 2015, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εγκατάλειψε το «σχέδιο Μικρή ΔΕΗ» και εισηγήθηκε στους θεσμούς αντ’ αυτού την πώληση λιγνιτικών μονάδων, αλλά και τη διάθεση μέσω δημοπρασιών σε τρίτους λιγνιτικής και υδροηλεκτρικής ισχύος σε χαμηλές τιμές (ΝΟΜΕ) και μάλιστα με δεσμευτικούς στόχους, που αν δεν επιτευχθούν θα ακολουθήσουν εναλλακτικά δομικά μέτρα.
Πολιτικές αποφάσεις που κόστισαν 1 δισ. ευρώ
Τρία χρόνια μετά την εφαρμογή αυτού του καταστροφικού σχεδιασμού, η ΔΕΗ, σύμφωνα με στοιχεία της ίδιας της εταιρείας, έχει επιβαρυνθεί με 1 δισ. ευρώ και είναι αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο να καταλήξει άγονος και ο δεύτερος διαγωνισμός για την πώληση των μονάδων Μελίτης και Μεγαλόπολης, γεγονός που θα έχει συνέπειες.
Στη συνοδευτική έκθεση των οικονομικών αποτελεσμάτων του 2018 σημειώνει χαρακτηριστικά πως «δεν μπορεί να υπάρξει καμία διαβεβαίωση ότι δεν θα υποχρεωθεί η μητρική εταιρεία να προχωρήσει σε περαιτέρω αποεπενδύσεις λιγνιτικής (ή άλλης) ισχύος παραγωγής στο μέλλον, προκειμένου να συμμορφωθεί με την υποχρέωσή της να μειώσει το μερίδιο αγοράς της στις αγορές παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας».
Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» απαντούσε τόσο στην υποχρέωση της χώρας για άρση του μονοπωλίου της ΔΕΗ στον λιγνίτη όσο και στο άνοιγμα της λιανικής αγοράς και δημιουργούσε ταυτόχρονα τις βάσεις για συνολική αναδιάρθρωση της Επιχείρησης, με την αξιοποί ηση των αναμενόμενων εσόδων ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Σήμερα, η ΔΕΗ βρίσκεται ακριβώς στο ίδιο σημείο σε σχέση με τις υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε. και των θεσμών, αλλά σε πολύ χειρότερη χρηματοοικονομική κατάσταση, με τον κίνδυνο, εάν δεν υπάρξει άμεσα αναστροφή, να συμπαρασύρει στην καταστροφή την οικονομία. Στο διάστημα αυτό η ΔΕΗ έχασε σημαντικό έδαφος για την επέκτασή της στον τομέα των ΑΠΕ, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους εγχώριους ανταγωνιστές της και στις μεγάλες ξένες εταιρείες που μπαίνουν επιθετικά στην αγορά.
Παράλληλα, εγκλωβισμένη στον εναγκαλισμό του κράτους, υποχρεώθηκε να εφαρμόσει οριζόντιες πολιτικές μη αποκοπής του ρεύματος για οφειλές έως και 1.000 ευρώ, με αποτέλεσμα οι συνολικές ανεξόφλητες οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών να εκτοξευθούν σε πάνω από 2,7 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το ήμισυ του τζίρου της.
Η κατάσταση σε σχέση με τη ρευστότητα της επιχείρησης επιδεινώθηκε από τα μέσα του 2017, με την ανοδική τάση του κόστους των CO2 (από 5 ευρώ ο τόνος στις αρχές του 2017 στα 23 ευρώ ο τόνος στο τέλος του έτους και στα 27 ευρώ ο τόνος σήμερα), καθώς η κυβέρνηση, αναλογιζόμενη το πολιτικό κόστος, δεν επέτρεψε τη μετακύλιση μέρους αυτού στην κατανάλωση. Με άδεια τα ταμεία και αδυναμία πρόσβασης στις διεθνείς αγορές για χρηματοδότηση από το 2017, η ΔΕΗ στέκεται όρθια ουσιαστικά με εφάπαξ ενέσεις ρευστότητας και έσοδα από προπληρωμένους λογαριασμούς έναντι εκπτώσεων. Το πρόβλημα ρευστότητας έχει μεταφερθεί στο σύνολο της αγοράς ηλεκτρισμού με συνολικές υποχρεώσεις της ΔΕΗ που ξεπερνούν τα 500 εκατ. ευρώ. Μεγάλη είναι και η έκθεση προς τη ΔΕΗ των ελληνικών τραπεζών. Από το συνολικό χρέος των 3,7 δισ. ευρώ της ΔΕΗ έχουν χρηματοδοτήσει περί το 1,7 δισ. ευρώ.
Πηγή: kathimerini.gr