Από 1η Ιουλίου τίθενται σε ισχύ νέοι κανόνες της ΕΕ οι οποίοι θα εξασφαλίζουν ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση των φορολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, θα διευκολύνουν τις επιχειρήσεις και τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα διπλής φορολόγησης και θα τους παρέχουν πολύ μεγαλύτερη φορολογική ασφάλεια.
Το πολυαναμενόμενο νέο σύστημα θα συμβάλει στην επίλυση φορολογικών διαφορών μεταξύ των κρατών μελών, οι οποίες ενδεχομένως προκύπτουν από την ερμηνεία και την εφαρμογή διεθνών συμφωνιών και συμβάσεων που προβλέπουν την εξάλειψη της διπλής φορολόγησης. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, επί του παρόντος εκκρεμούν στην ΕΕ 2000 διαφορές αυτού του είδους, εκ των οποίων περίπου 900 για διάστημα μεγαλύτερο από 2 χρόνια.
Ο μηχανισμός θα επιτρέπει στις επιχειρήσεις και τους πολίτες να επιλύουν ταχύτερα και αποτελεσματικότερα διαφορές σχετικές με τις φορολογικές συμβάσεις, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με τη διπλή φορολόγηση. Οι διαφορές αυτές αποτελούν μεγάλο εμπόδιο για τις επιχειρήσεις και τα άτομα και δημιουργούν αβεβαιότητα, περιττό κόστος και προβλήματα ταμειακών ροών. Ταυτόχρονα, η νέα οδηγία καθιερώνει μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τις φορολογικές διαφορές στην ΕΕ.
Ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, κ. Πιέρ Μοσκοβισί, δήλωσε: «Ένα δίκαιο και αποδοτικό φορολογικό σύστημα στην ΕΕ θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι τα ίδια έσοδα δεν φορολογούνται δύο φορές από δύο διαφορετικά κράτη μέλη. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, το πρόβλημα θα πρέπει να επιλύεται γρήγορα και αποδοτικά. Από την 1η Ιουλίου, η επίλυση φορολογικών διαφορών θα γίνει πολύ πιο εύκολη. Θα ενισχυθούν σημαντικά τα δικαιώματα των εταιρειών, ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, και των ατόμων που ενδεχομένως αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας εξαιτίας της διπλής φορολόγησης. Μπορούν πλέον να είναι βέβαιοι ότι τα φορολογικά τους θέματα θα επιλύονται από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές μέσα σε αποδεκτό και προβλέψιμο χρονικό πλαίσιο, και δεν θα χρονίζουν.»
Διπλή φορολόγηση υφίσταται όταν δύο ή περισσότερες χώρες διεκδικούν το δικαίωμα να φορολογήσουν το ίδιο εισόδημα ή τα ίδια κέρδη μιας εταιρείας ή ενός προσώπου. Για παράδειγμα, τέτοια αντιδικία μπορεί να προκύψει από αναντιστοιχία μεταξύ των εθνικών κανόνων διαφορετικών δικαιοδοσιών ή από διαφορετικές ερμηνείες της ίδιας διάταξης μιας διμερούς φορολογικής σύμβασης. Μέχρι σήμερα, υπάρχει μόνο μια πολυμερής σύμβαση η οποία παρέχει στις φορολογικές αρχές τη δυνατότητα να υποβάλλουν διαφορές σε διαιτησία, όμως οι φορολογούμενοι δεν διαθέτουν κανένα μέσο για να κινήσουν οι ίδιοι αυτή τη διαδικασία. Ούτε οι φορολογικές αρχές είναι επί του παρόντος υποχρεωμένες να καταλήξουν σε τελική συμφωνία.
Πώς θα λειτουργεί ο μηχανισμός επίλυσης διαφορών;
Η νέα οδηγία για τους μηχανισμούς επίλυσης φορολογικών διαφορών αναμένεται να συμβάλει στη βελτίωση της επίλυσης των φορολογικών διαφορών, διότι τα κράτη μέλη θα έχουν πλέον τη νομική υποχρέωση να λαμβάνουν οριστικές αποφάσεις:
Οι φορολογούμενοι που αντιμετωπίζουν φορολογικές διαφορές οι οποίες προκύπτουν από διμερείς φορολογικές συμφωνίες ή συμβάσεις με τις οποίες προβλέπεται η εξάλειψη της διπλής φορολόγησης μπορούν πλέον να κινούν διαδικασία φιλικού διακανονισμού, κατά την οποία τα εκάστοτε κράτη μέλη πρέπει να προσπαθούν να επιλύσουν φιλικά τη διαφορά εντός δύο ετών.
Αν στη λήξη αυτής της διετούς περιόδου δεν έχει βρεθεί λύση, ο φορολογούμενος μπορεί να ζητήσει τη σύσταση συμβουλευτικής επιτροπής για την έκδοση γνώμης. Αν τα κράτη μέλη δεν συστήσουν συμβουλευτική επιτροπή, ο φορολογούμενος μπορεί να προσφύγει στο εθνικό του δικαστήριο και να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να αναλάβουν δράση.
Η εν λόγω συμβουλευτική επιτροπή απαρτίζεται από τρία ανεξάρτητα μέλη που διορίζονται από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη και από εκπροσώπους των εκάστοτε αρμόδιων αρχών. Η επιτροπή πρέπει να εκδώσει γνώμη εντός 6 μηνών, και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη πρέπει να την εφαρμόσουν, εκτός αν συμφωνήσουν σε άλλη λύση εντός των 6 μηνών που έπονται της γνωμοδότησης.
Αν η απόφαση δεν εφαρμοστεί, ο φορολογούμενος που έχει αποδεχθεί την οριστική απόφαση και έχει παραιτηθεί από το δικαίωμά του για προσφυγή σε εθνικά ένδικα εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση μπορεί να επιδιώξει την εφαρμογή της απόφασης ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Τα κράτη μέλη υποχρεούνται να ενημερώνουν τους φορολογούμενους και να δημοσιεύουν την οριστική απόφαση, πλήρη ή σε περίληψη.
Η νέα οδηγία εφαρμόζεται σε ενστάσεις που υποβάλλονται από την 1η Ιουλίου 2019 και εφεξής, σε αμφισβητούμενα ζητήματα που αφορούν το εισόδημα ή το κεφάλαιο που αποκτήθηκαν σε φορολογικό έτος που αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2018 ή αργότερα. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν επίσης να συμφωνήσουν να εφαρμόσουν την οδηγία σε οποιαδήποτε ένσταση έχει υποβληθεί πριν από αυτή την ημερομηνία ή σε προηγούμενα φορολογικά έτη.