“ἐκ τοῦ Θεοσώστου Κάστρου τοῦ Ἑρισοὺ ἐγγραφές”
“Στέφανος κουβουκλήσιος κατατίθημι…”
Κεντρική εικόνα: Τμήμα του κάστρου της παλιάς Ιερισσού (απόσπασμα). Διακρίνεται το καμπαναριό και η εκκλησία. [Αρχείο Χρήστου Καραστέργιου]
Κείμενο: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ
Δημοσιεύθηκε στο 18ο τεύχος του περιοδικού «Κύτταρο Ιερισσού», σ. 12.
Με αυτήν την σειρά των άρθρων μου, που φέρει τον τίτλο “εκ του Θεοσώστου Κάστρου του Ερισσού εγγραφές” θα προσπαθήσω να γνωρίσω στους συντοπίτες μου την Καστροπολιτεία της Ιερισσού. Την πόλη-κάστρο που άκμασε κατά τους μέσους χρόνους και αποτέλεσε τον καθοριστικότερο παράγοντα διαμόρφωσης του ιδιαίτερου παραδοσιακού πολιτισμού μας. Είναι αλήθεια ότι η λιγότερο γνωστή και πλέον διαστρεβλωμένη ιστορική περίοδος του ελληνισμού είναι αυτή που αφορά την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή σήμερα ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αγνοούμε οι περισσότεροι ότι σε αυτήν την περίοδο εντοπίζονται η διαδικασίες που μετεξέλιξαν και εντέλει διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ιδιαίτερη πολιτισμική κληρονομία μας∙ η διάλεκτος, η παραδοσιακή μουσική, η λατρευτική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα μας εδράζονται σε αυτήν τη χρονική περίοδο. Οπότε η σε βάθος γνώση της είναι σε βάθος γνώση του παραδοσιακού μας πολιτισμού.
εικ.1. Το έγγραφο Lavra 22.
“Το Θεόσωστο Κάστρο του Ερισού” είναι ο πλήρης τίτλος της πόλης-κάστρο που άκμασε κατά την “Μέση Βυζαντινή” περίοδο, αποτελεί τη διάδοχο της αρχαίας Ακάνθου, και έφτασε στο απόγειο της οικονομικής, διοικητικής και δημογραφικής ακμής της κατά τον ενδέκατο αιώνα. Ήταν το κέντρο μίας εκτεταμένης φορολογικής ενότητας (της ενορίας του Ερεσού), η έδρα του επισκόπου Ιερισσού (της ομώνυμης επισκοπής) και του Δρουγγαρίου Ιερισσού (ανώτατου στρατιωτικού αξιωματούχου του Θεματικού στρατού). Η αλματώδης ανάπτυξη που σημείωσε αυτήν την περίοδο οφείλονταν σε τρεις κύριους παράγοντες. Πρώτον στη δραστηριότητα του λιμανιού της, ένα από τα σημαντικότερα του βορείου Αιγαίου, πύλη εξόδου της εύφορης ενδοχώρας της σε ξυλεία, μεταλλεύματα και γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα, δεύτερον στην ανεπτυγμένη αμπελοκαλλιέργειά της και τρίτον στη ραγδαία ανάπτυξη των Αθωνικών μονών, κέντρων όχι μόνο πνευματικών αλλά και οικονομικών.
Ως πηγή αυτής της εργασίας θα χρησιμοποιήσω τα δημοσιονομικά και δικαιοπρακτικά έγγραφα πού φυλάχτηκαν επιμελώς για αιώνες στα χαρτοφυλάκια των Αθωνικών μονών και τις τελευταίες δεκαετίες δημοσιεύθηκαν από μία γαλλοελληνική ακαδημαϊκή συνεργασία, σύμφωνα με τη μεθοδολογία των επιστημονικών κριτικών εκδόσεων. Η έκδοση αυτή είναι γνωστή διεθνώς ως ARCHIVES DE L’ATHOS και περιλαμβάνει τα βυζαντινά έγγραφα πού χρονολογήθηκαν πριν το 1453. Κάθε ένας τόμος περιέχει και τα αρχεία μίας μονής του Άθω με ειδικό τίτλο το όνομα της μονής. Τα έγγραφα κατατάσσονται με χρονολογική σειρά από το παλιότερο προς το νεότερο. Έτσι δημιουργείται ο τίτλος του εκδιδόμενου εγγράφου ως εξής: το όνομα της μονής και δίπλα ο αύξων αριθμός χρονολόγησης π.χ.Actes de Lavra1, Lavra2, Lavra3 κλπ. Τα έγγραφα αυτά, πολλά εκ των οποίων συντάχθηκαν στη μεσαιωνική Ιερισσό, αποτελούν μία ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για αυτήν. Μέσα σε αυτά διασώζονται δεκάδες ονόματα κατοίκων της, τοπωνύμια που πολλά από αυτά είναι ακόμα σε χρήση και η κοινωνική και οικονομική οργάνωσή της.
Το έγγραφο που θα μας απασχολήσει σε αυτό το άρθρο είναι το Lavra 22.(εικ.1). Είναι μια λευκή περγαμηνή διαστάσεων 390×300 m.m. Στο πάνω αριστερό άκρο βλέπουμε την ιδιόχειρη υπογραφή του Κουβουκλησίου Στεφάνου (εικ.2). Το έγγραφο ξεκινά με τη συνηθισμένη για τα δημόσια έγγραφα της περιόδου επίκληση στην Αγία Τριάδα. Φέρει τη χρονολογία 6525 από κτίσεως κόσμου (κατά την επικρατούσα βυζαντινή χρονολόγηση) που αντιστοιχεί στο 1017μ.Χ. και συντάχτηκε στην Ιερισσό από τον δομεστικό Θεοδόσιο καθ’ υπαγόρευση του Στεφάνου. Είναι μία γονική παροχή προς την θυγατέρα του Μαρία μοναχή, που περιλαμβάνει σπόριμη γη, συνολικής έκτασης πενήντα μοδίων (περίπου πενήντα στρέμματα), έναν αμπελώνα, μία αυλή, την γυναικεία μονή της Θεοτόκου και έναν αναλυτικό κατάλογο οικοσκευής. Μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μία προίκα. Βέβαια η Μαρία ως μοναχή δεν παντρεύτηκε και το σύνολο της περιούσιας της πέρασε στο Μοναστήρι της υπεραγίας Θεοτόκου της Ιερισσού. Ακολουθεί η δέσμευσή για την τήρηση της επιθυμίας του από τους υπόλοιπους συγγενείς και κληρονόμους του με μία σειρά όρκων και κατάρων, ενδεικτικά των θρησκευτικών πεποιθήσεών του. Το έγγραφο κλείνει με τις υπογραφές των αξιόπιστων μαρτύρων, που είναι πέντε πρεσβύτεροι και ένας λαϊκός (εικ.6).
εικ.2. Η υπογραφή του Κουβουκλησίου Στεφάνου.
Στη συνέχεια θα ακολουθήσει η νεοελληνική μεταγραφή και η ανάλυση των σημαντικότερων πραγματολογικών σημείων του εγγράφου.
ΤΟ ΕΓΓΡΑΦΟ LAVRA 22:
Ἐν ὀνόματι τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐγὼ ὁ Στέφανος ὁ ἐλάχιστος Κουβουκλήσιος, ποὺ ἰδιοχείρως ποίησα τὸν τίμιο καὶ ζωοποιὸ Σταυρό.
Ὁμολογῶ καὶ συναινώ πρὸς ἐσένα Μαρία μοναχή, τὴν γνήσιά μου θυγατέρα, νά σοῦ δοθεί ὡς κλήρος καὶ μερίδιό σου τὸ μοναστήρι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, μαζὶ μὲ τὰ κελιὰ του καὶ ἀκόμα τὴν αὐλὴ καὶ τὸν πλησίον σὲ αὐτὸ ἀμπελώνα ὅπως ἀκριβώς εἶναι ἀπὸ πάνω ὡς κάτω ἀδιαίρετος, μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ἔσοδα καὶ ἔξοδα του, κατὰ πλήρη κυριότητα. Χωράφια σπόριμα πενήντα (50) μοδίων. Τὸ πρώτο χωράφι πάνω στήν Χρούσεβα, τὸ δίπλα στό χωράφι τῆς Λαύρας τριάντα (30) μοδίων. Τὸ ἐπόμενο χωράφι στῇς Σωφανοὺς πρὸς τὸ μέρος τῆς Ζελενητίας δώδεκα (12) μοδίων. Καὶ ἕτερο χωράφι στόν Λόγγον στά Διάλια τὸ διπλανὸ τοῦ χωραφιοὺ τοῦ Σακούλι καὶ τοῦ βασιλικού δρόμου δώδεκα (12) μοδίων.
Οἰκοσκευὴ καὶ τάπητες, μάλλινο ἐπικάλυμμα κλίνῃς, κλινοσκεπάσματα, πάπλωμα, μαξιλάρι, μεγάλη κυπριακὴ χύτρα, μεταλλικὸ δοχείο, χερνηβόξηστον, καρδάρι χάλκινο, λίθινο ὑδροφόρο ἀγγείο, βαρέλι καὶ ζεύγος βοδιών, νά τὰ κατέχει ὅλα ὡς κυρίαρχος χωρὶς νά τὴν ἐμποδίζει κανένας.
Ἐὰν κανεὶς ἀπὸ τοὺς κληρονόμους μου ἢ συγγενείς μου θελήσει ποτὲ νά οἰκειοποιηθεί ὁτιδήποτε ἀπὸ αὐτά πού σοῦ δίνῳ, νά ἔχει ἀντίπαλο του τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ τὸν ἐξ αὐτής τεχθέντα Κύριο ἡμῶν Ἰησού Χριστό, καὶ να λογίζεται μὲ τοὺς ἀπίστους, καὶ γιά αὐτὸ νά ἔχει καὶ τὴν κατάρα μου τοῦ ἐλάχιστου καὶ ἁμαρτωλού.
Γράφτηκε αὐτὴ ἡ Ἀποδότῃ κατάθεση (δωρεὰ) διὰ χειρὸς Θεοδώρου Δομερτικοὺ μηνὸς Αὐγούστου Ἰνδικτιονοςιε΄ (15) τὸ ἔτος ςφκε΄ (6525). Ἐνώπιον τῶν παρευρισκομένων καὶ ὑπογράψαντος μαρτύρων………..
Εικ.3. Οι υπογραφές τον μαρτύρων.
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ:
Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο έγγραφο είναι ως επί το πλείστον γνωστοί Ιερισσιώτες και από άλλα παλαιότερα έγγραφα. Μας δίνουν μία μοναδική εικόνα της πολιτειακής και εκκλησιαστικής οργάνωσης της Ιερισσού του ενδέκατου αιώνα. Είναι τα τρία μέλη της οικογένειας του Στεφάνους, ο συμβολαιογράφος, πέντε κληρικοί, ένας ανώτατος αξιωματικός του επαρχιακού στρατού και γίνεται αναφορά σε ένα μικροκαλλιεργητή συνορίτη.
1) Η ΟΙΚΟΓΈΝΕΙΑ:
α) Στέφανος Κουβουκλείσιος: Είναι ένα από τα επιφανέστερα πρόσωπα του ενδέκατου αιώνα στο Κάστρο της Ερισσού. Εμφανίζεται σε μία σειρά εγγράφων από το 982 μ.Χ. ως το 1017 μ.Χ. (Iviron 4,9,12,13,16,23 και Lavra 18,22). Είναι γόνος μίας σημαντικής αριστοκρατικής οικογένειας, γιος του Νικηφόρου του Πρωτοπαπά, με μεγάλη ακίνητη περιουσία που περιελάμβανε σπόριμη γη, αμπελώνες, υδρόμυλους και αστικά ακίνητα όπως σπίτια, αυλές, εργαστήρια, εκκλησίες κλπ. Τα καθήκοντα του εκκλησιαστικού αξιώματος του Κουβουκλείσιου, το οποίο φέρει ήδη από το 982, είναι κυρίως τελετουργικά και εθιμοτυπικά, δεν έχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες στη διοίκηση της επισκοπής. Πρόκειται για τον πιο έμπιστο συνεργάτη του Επισκόπου.
β) Μαρία μοναχή : Είναι η μοναδική φορά που αναφέρεται στα έγγραφα. Ως ιδιοκτήτρια της γυναικείας μονής της Θεοτόκου θα πρέπει να ήταν και ηγουμένη της. Κάτι πολύ σύνηθες, την περίοδο αυτήν, μέλη αριστοκρατικών οικογενειών να είναι ιδιοκτήτες και ηγούμενοι μοναστηριών.
γ) Ιωάννης υιός Στέφανου Κουβουκλεισίου: Τρεις ακόμα αναφορές έχουμε για τον Ιωάννη από τα έγγραφα των μονών του Α.Ο. (Iviron 12, 23 και Lavra 18). Συνεχιστής και τελευταίος γνωστός σε εμάς εκπρόσωπος της μεγάλης οικογένειας, με γενάρχη των Νικηφόρο Πρωτοπαπά. Διαθέτει σημαντική ακίνητη περιουσία εξ’ολοκλήρου κληρονομιά από τον πατέρα του.
Εικ.4. Λιτανεία ιερέων.
2) Ο ΤΑΒΟΥΛΑΡΙΟΣ:
α) Θεοδόσιος Δομεστικός: Είναι ο συντάκτης ακόμα ενός δικαιοπρακτικού εγγράφου της Ιερισσού (L24). Το γεγονός ότι δεν υπογράφει με τους συνήθεις όρους, Νομικός ή Ταβουλάριος, μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι δεν ασκούσε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου άλλα περιστασιακά συνέτασσε έγγραφα. Ως τιτλούχος της επισκοπής Ιερισσού ο δομεστικός ασκούσε καθήκοντα διοικητικά, σε μία από τις γραμματείες της και λειτουργικά, προεξάρχων του χορού των ψαλτών.
3) ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ:
α) Νικόλαος Πρωτοπαπάς: Ως μάρτυρας υπογράφει σε ακόμα τρία έγγραφα με τον τίτλο του Πρωτοπαπά (Iviron23 και Lavra18,22), αξίωμα που κατέχει τουλάχιστον από το 1014 μ.Χ. Είναι ο προεστός των ιερέων του καθεδρικού ναού της Θεοτόκου του Κάστρου Ερισσού. Ο ρόλος του πρωτοπρεσβυτέρου στη διοίκηση της Επισκοπής είναι κεντρικός, αξιοποιείται σε διάφορες υπηρεσίες της και αναλαμβάνει σημαντικές αποστολές. Στο επίπεδο της ενορίας έχει τον πρώτο λόγο και την κύρια ευθύνη για διοικητικά-οικονομικά ζητήματα. Λειτουργικά προεξάρχει των ιερέων κατά τις ιεροπραξίες και προηγείται στις λιτανείες (εικ.4).
β) Φώτιος Πρεσβύτερος και Δευτερεύων: Στα ίδια έγγραφα με τον π. Νικόλαο υπογράφει και ο π. Φώτιος (Iviron 23 και Lavra 22). Είναι επόμενο μίας και ο ρόλος του αξιώματος του δευτερεύοντος είναι να αναπληρώνει και να βοηθά τον πρωτοπαπά στην άσκηση των ενοριακών καθηκόντων του. Ο ρόλος του στην επισκοπική διοίκηση είναι περιορισμένος. Λειτουργικά έπεται τού Πρωτοπαπά στις ιεροπραξίες, ενώ σε περίπτωση απουσίας του τον αντικαθιστά ως προεξάρχων.
γ) Λέων Πρεσβύτερος και Ιερομνήμων: Ο σημαντικός θεσμικός ρόλος του Ιερομνήμονος τον καθιστά έναν από τους πλέον αξιόπιστους μάρτυρες, για τη σύνταξη τέτοιου περιεχομένου, εγγράφων. Στο χαρτοφυλάκιο της Ιερισσού εμφανίζεται σε τρία έγγραφα (Iviron 16 και Lavra 22,24). Τα καθήκοντα του αξιώματος του Ιερομνήμονος ήταν να τηρεί τους κώδικες της επισκοπής Ιερισσού (καταγραφές ιεροπραξιών βαφτίσεις, γάμοι, κηδείες κ.λ.π.), να συγκεντρώνει και να φυλάσσει τις ομολογίες πίστεως αυτών που επιθυμούν να γίνουν ιερείς, ενίοτε εκτελούσε χρέη Αρχαιοφύλακος και συμμετείχε ως μέλος στο επισκοπικό δικαστήριο. Λειτουργικά είχε κεντρικό ρόλο στις χειροτονίες κληρικών και στις καθιερώσεις ναών. Αν η επισκοπή ήταν σε χηρεία μπορούσε να αναλάβει τον εγκαινιασμό ναών και την χειροθεσία αναγνωστών.
δ) Στέφανος του Καλέκα Πρεσβύτερος & Νικηφόρος Πρεσβύτερος: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα αν οι εν λόγω κληρικοί εμφανίζονται και σε άλλα έγγραφα, μιας και τόσο τα ονόματά τους όσο και η ιδιότητά τους είναι συνήθη στην Ιερισσό του ενδέκατου αιώνα. Φαίνεται πάντως πως και οι δύο αυτοί πρεσβύτεροι ανήκουν στο δυναμικό του επισκοπικού ναού της Θεοτόκου του κάστρου.
ε) Βασίλειος Αποδρουγγάριος ο Ελλαδικός: Είναι ο πλέον αξιόπιστος μάρτυρας, με τις περισσότερες αναφορές στα έγγραφα της Ιερισσού (Iviron4,12,13,15,16,23 και Lavra18,22). Η συχνή αξιοποίηση του ως μάρτυρα και το αξίωμα που φέρει μας κάνει να υποθέσουμε ότι ήταν μία από τις πιο σεβαστές προσωπικότητες του Κάστρου. Ανήκε στην ανώτερη κοινωνικά τάξη (ως Δρουγγάριος ήταν ανώτατος αξιωματικός του βυζαντινού στρατού), αν και δεν φαίνεται να κατέχει σημαντική έγγειο περιουσία. Δε θα επεκταθώ εδώ στην ανάλυση του ονόματος Ελλαδικός και του τίτλου Αποδρουγάριος που φέρει, μιας και αυτό θα είναι το περιεχόμενο ενός μελλοντικού άρθρου.
4) ΑΛΛΑ ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΟΝΟΜΑΤΑ:
α) Σακούλης: Η οικογένεια Σακούλη μνημονεύεται στα έγγραφα συνολικά τρεις φορές (Iviron 4 και Lavra 22,24). Η πρώτη αναφορά είναι ήδη το 982 μ.Χ. Ως μέλη της πολυπληθούς μεσαίας τάξης των ελεύθερων αγροτών διέθεταν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των “Οικητόρων του Κάστρου”. Κατείχαν μεσαία έγγεια περιουσία και επιστρατεύονταν περιστασιακά για να καλύψουν τις ανάγκες του Θεματικού (επαρχιακός) στρατού και της άμυνας της πόλης σε περίπτωση πολιορκίας.
TA AKINΗTA: Τα ακίνητα που αναφέρονται είναι δύο κατηγοριών: αφενός καλλιεργήσιμες εκτάσεις χωράφια-αμπελώνας και αφετέρου αστικά ακίνητα μονή-αυλή. Ο συνδυασμός των δύο και η ποσότητά τους καθιστούν το σύνολο της περιουσίας που παραχωρείται ως αρκετά πάνω από τον μέσο όρο των κατοίκων της υπαίθρου της μέσης Βυζαντινής περιόδου.
α) ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ: Η μονή της Θεοτόκου είναι η μοναδική γυναικεία μονή που αναφέρεται στα έγγραφα της Ιερισσού. Δυστυχώς, ο συντάκτης δεν διευκρινίζει την ακριβή θέση της και την συγχέει με την αναφερόμενη αυλή. Μας αφήνει λοιπόν να υποθέσουμε ότι ενδεχομένως η γυναικεία μονή της Θεοτόκου να διέθετε στο συγκρότημα της μία αυλή, με τα χαρακτηριστικά του αστικού ακινήτου της μέσης βυζαντινής περιόδου και να γειτνίαζε με έναν αμπελώνα. Έτσι μπορούμε να την τοποθετήσουμε στα όρια του αστικού ιστού του κάστρου Ιερισσού.
β) ΑΥΛΗ: Στο έγγραφο αναφέρεται η ύπαρξη αυλής, δεν διευκρινίζεται αν πρόκειται για τον προαύλιο χώρο της μονής ή για κάποιο άλλο ακίνητο πλησίον της. Πάντως με τον όρο αυλή στα έγγραφα του ενδέκατου αιώνα εννοείται το αστικό ακίνητο “Αυλή” ( είναι περίκλειστα αρχιτεκτονήματα με εσωτερικό αίθριο και τουλάχιστον μία κύρια είσοδο, γύρω από το αίθριο αναπτύσσονται καταστήματα και εργαστήρια, ενώ στον όροφο οικίες). Οι “Αυλές” αποτέλεσαν το επίκεντρο της εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας στις επαρχιακές κάστρο-πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
γ) ΑΜΠΕΛΩΝΑ: Η αμπελουργία ήταν η κύρια και πιο προσοδοφόρα καλλιέργεια της βυζαντινής Ιερισσού, που γνώρισε τεράστια ανάπτυξη κατά τον ενδέκατο αιώνα.
δ) ΧΩΡΑΦΙΑ ΣΠΟΡΙΜΑ: Η συνολική έκταση των καλλιεργήσιμων κτημάτων είναι πενήντα τέσσερα (54) μόδια. Το μόδιο είναι μονάδα μέτρησης βάρους στο Βυζάντιο, κυρίως των δημητριακών, χρησιμοποιείται όμως και για την μέτρηση του εμβαδού καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Ένα μόδιο γης θεωρούνταν η έκταση που μπορούσε να καλλιεργηθεί με ένα μόδιο σιταριού και κυμαίνονταν από 900 ως 1100 τετραγωνικά. Σπόριμα χωράφια χαρακτηρίζονται εκείνα που ήταν κατάλληλα για την καλλιέργεια δημητριακών και σαφώς διαχωρίζονται από τους αμπελώνες και τα λιβάδια. Παρά τις σαφείς και αναλυτικές περιγραφές των κτημάτων που μας δίνει το έγγραφο, δεν θα τολμήσω την τοποθέτηση τους στον χάρτη.
Η ΟΙΚΟΣΚΕΥΗ: Κρεβατοστρωσίν (κλινοσκεπάσματα), επεύχιν (τάπητες), μαλοτάρην (μάλλινο επικάλυμμα κλίνης), αναπλιά (υφαντά στρωσίδια κλίνης), απαπλομάν (πάπλωμα), προσκαιφαλάδιν (μαξιλάρι), σείτλαν κυπρηνος (μεγάλη χύτρα), κουκούμιν (μεταλλικό δοχείο), χερνηδοξηστον (σκεύος για το πλύσιμο των χεριών), σίτλιν (κάδος), καρδάρην χαλκόν (χάλκινο σκεύος), σταυρήν κροίων (λίθινο υδροφόρο αγγείο), βαγενήν (βαρέλι), ζευγάριν (ζεύγος βοδιών για άρωση).
Τα είδη οικιακής χρήσης αρχικώς φαίνονται συνηθισμένα, αν όμως δούμε λίγο πιο προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι για τα δεδομένα του ενδέκατου αιώνα είναι μάλλον είδη πολυτελείας. Τα μεταλλικά σκεύη ήταν σπάνια και ακριβά, τα υφαντά διαχωρίζονταν σε ποιότητες που μετέβαλαν καθοριστικά την αξία τους, το επεύκιν ήταν μεταξωτός τάπητας, το σταφριν κτυόν ήταν λίθινο διαφανές σκεύος πολύ ακριβό. Αυτά είναι προϊόντα υψηλού κόστους που μόνο μέλη των ανώτερων κοινωνικών ομάδων μπορούσαν να έχουν πρόσβαση. Τα βαγένια για την παραγωγή του κρασιού ήταν απολύτως αναγκαία σε μία περιοχή που ανθεί η αμπελοκαλλιέργεια, ενώ το ζευγάρι των βοδιών κατατάσσει τον ιδιοκτήτη του στην ανώτερη φορολογική κλίμακα των ελεύθερων αγροτών, αυτήν των ζευγαράτων.
Εικ.5. Οικοσκευή του ενδεκάτου αι.
Από το ως άνω έγγραφο διαπιστώνουμε ότι η Ιερισσός του ενδέκατου αιώνα διέθετε ένα ανεπτυγμένο αστικό πολιτισμό, βασισμένο πάνω στις πολιτειακές και πνευματικές δομές της Ρωμαίικης Αυτοκρατορίας. Βλέπουμε την ανώτερη κοινωνικά τάξη να διαθέτει πολύ μεγάλες οικονομικές δυνατότητες. Σε μία περίοδο που η προίκα των κοριτσιών περιορίζονταν (όταν υπήρχε αυτή η δυνατότητα) σε μία υποτυπώδη οικοσκευή και ένα χωράφι περιορισμένων καλλιεργητικών δυνατοτήτων, ο Κουβουκλήσιος Στέφανος δωρίζει στη θυγατέρα του σπόριμη γη ίση με τον συνολικό κλήρο μίας αγροτικής οικογένειας, και μάλιστα της ανώτερης φορολογικής κλίμακας του ζευγαράτου, έναν αμπελώνα, την πλέον προσοδοφόρα καλλιέργεια της περιόδου, και ένα αστικό κτιριακό συγκρότημα, που ως ένας εμπορικός και βιοτεχνικός χώρος οι οικονομικές του δυνατότητες είναι πολύ μεγάλες. Η οικοσκευή που αναφέρεται περιλαμβάνει δυσεύρετα και ιδιαιτέρως ακριβά αντικείμενα, απόδειξη του εκλεπτυσμένου τρόπου ζωής στην Ιερισσό της περιόδου αυτής γεγονός που επιβεβαιώνουν και τα ανασκαφικά δεδομένα.
Οι άνθρωποι αυτοί με τον ανεπτυγμένο πολιτισμό και τις υψηλές πνευματικές αξίες, άφησαν μία μοναδική παρακαταθήκη που μπόλιασε των παραδοσιακό μας πολιτισμό, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε η κ. Αθηνά Κατσανεβάκη στο άρθρο της “Η μουσική παράδοσή της Ιερισσού”. Ελπίζω με την αδόκιμη αυτή προσπάθεια μου να έκανα ένα μικρό βήμα προς την καλύτερη και σε βάθος γνώση της λησμονημένης αυτής ιστορικής περιόδου του τόπου μας
εικ.6. Το κείμενο του Lavra 22.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
1.Αγ. Λαϊου-Θωμαδάκη “Η αγροτική κοινωνία στην ύστερη βυζαντινή εποχή” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής τραπέζης, Αθήνα 2001.
2. Αγ. Λαϊου-Θωμαδάκη “Οικονομική ιστορία του Βυζαντίου τόμος β΄” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010.
3. Α. Κατσανεβάκη “Η μουσική παράδοση της Ιερισσού” Κύτταρο Ιερισσού 17, Ιερισσός 2018.
4. Α. Τσανανά, Π. Ευγενικός “Στα ίχνη της βυζαντινής Ιερισσού” ΑΕΜΘ 26, Θεσ/νίκη 2013.
5. Α. Τσανανά “Ιερισσός ψηφίδες από το βυζαντινό παρελθόν της” Κύτταρο Ιερισσού 17, Ιερισσός 2018.
6. Δ. Παπαχρύσανθου “Αθωνικός μοναχισμός αρχές και οργάνωση” Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1992.
7. Ελ. Χατζηαντωνίου “Παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομική διοίκηση του θέματος Βολερού, Στρυμόνος και Θεσσαλονίκης (11ος αι.) Βυζαντιακά τόμος 30ος, Θεσ/νίκη 2012.
8.Ελ. Χατζηαντωνίου “Η μητρόπολη Θεσ/νίκης από τα μέσα του 8ου αι. έως το 1430” Βυζαντινά κείμενα και μελέτες 42, Θεσ/νίκη 2007.
9. Ι. Παπάγγελος “Άμπελος και οίνος στην μεσαιωνική Χαλκιδική” Τριήμερο συνέδριο Ιστορία του ελληνικού κρασιού, Πολιτιστικό τεχνολογικό ίδρυμα ΑΤΒΑ 1990.
10. Φ. Κουκουλές “Βυζαντινός βίος και πολιτισμός” τομ. Β΄, εκδ. Παταζήση.
10.Χ. Καραστέργιος “Ο πρωτοαθωνικός μοναστηριακός μοναχισμός στην Ιερισσό 9ος-10ος αιώνας ” Κύτταρο Ιερισσού 13, Ιερισσός 2016.
11. A. Harver “Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο 900-1200”Μορ. Ίδρυμα της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997.
12. D. Papachryssanthou “Actes de Lavra V” Archives de l’ Athos,