Οι ανασκαφικές έρευνες των τελευταίων 30 ετών στην περιοχή της Ιερισσού με ζητούμενο την βυζαντινή πόλη υπήρξαν λιγοστές, με αποσπασματικά ευρήματα. Αντίθετα, οι πληροφορίες για τη μεσαιωνική Ιερισσό αφθονούν στα έγγραφα του Αγίου Όρους.
Λίγο πριν το 883 ιδρύθηκε στην περιοχή η μεγάλη και βασιλική μονή του Ιωάννη Προδρόμου από τον Ιωάννη Κολοβό, συνασκητή του Αγίου Ευθυμίου του Νέου. Η μονή κυριάρχησε στην περιοχή ως η σημαντικότερη μέχρι την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας το 963. Στα τέλη του 10ου αι. παρήκμασε και έγινε μετόχι της Μονής Ιβήρων το έτος 979/980. Η θέση της δεν έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα.
Το 883 αναφέρεται για πρώτη φορά η «ενορία του Ερισσού», στο σιγίλλιο του Βασιλείου Α΄ το οποίο εκδόθηκε για την αναγνώριση της Αθωνικής κοινότητας και τη διασφάλισή της από τους έξω παράγοντες (λαϊκούς βοσκούς ή γεωργούς και κρατικούς υπαλλήλους, π.χ. φοροεισπράκτορες).
Τα πρώτα χρόνια του 10ου αι. οι γαίες της περιοχής Ιερισσού αναφέρονται ως «κλασματικές», εγκαταλειμμένες δηλαδή για διάστημα μεγαλύτερο των 30 χρόνων από τους ιδιοκτήτες τους, ανήκουσες άρα στο δημόσιο προς διάθεσή τους, γεγονός που δείχνει τη δημογραφική κάμψη της περιοχής το β΄ μισό του 9ου και τις αρχές του 10ου αι. Το πρώτο τέταρτο του 10ου αι. η μονή του Κολοβού πέτυχε να της παραχωρηθούν μεγάλες δημόσιες εκτάσεις στην περιοχή.
Από το β΄ τέταρτο του 10ου αιώνα όμως και μετά η Ιερισσός εμφανίζεται ως μια συγκροτημένη και διεκδικούσα τα δίκαιά της κοινότητα έναντι των Αθωνιτών. Με μια σειρά πράξεων και υπομνημάτων του 10ου αι. διευθετήθηκαν θέματα καθορισμού και εκμετάλλευσης των ιδιοκτησιών της κοινότητας στην περιοχή. Προς τα τέλη του αιώνα ιδρύθηκε η επισκοπή Ιερισσού. Η επίσημη ένταξή της στους επισκοπικούς καταλόγους έγινε μόλις τον 11ο αι..
Το «θεόσωστο κάστρο της Ιερισσού» ευημερούσε σύμφωνα με τις πηγές ως τις αρχές του 12ου αι.
Στο χώρο της αρχαίας Ακάνθου, όπου τοποθετείται και το μεσαιωνικό κάστρο της Ιερισσού, διενεργήθηκε συστηματική ανασκαφική έρευνα τα έτη 1993 έως 1995 στα ερείπια του ναού της Παναγίας, ο οποίος καταστράφηκε στο σεισμό του 1932 μαζί με τον οικισμό της Ιερισσού. Λείψανα οχύρωσης σώζονται στην περιοχή γύρω από το ναό, καθώς και στο επίπεδο θεμελίωσής του στη νότια και δυτική πλευρά. Η έρευνα έδειξε ότι ο ναός θεμελιώθηκε πιθανόν στα τέλη του 14ου αι., καταστράφηκε από φωτιά στα τέλη του 15ου και στη συνέχεια ανοικοδομήθηκε και λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα ως το 1932. Άλλη ανασκαφή στην περιοχή του βυζαντινού κάστρου δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα.
Η αρχαιολογική έρευνα στο σημερινό οικισμό της Ιερισσού έδωσε μέχρι στιγμής τα εξής στοιχεία:
Το έτος 2000 εντοπίστηκε κόγχη βασιλικής, η οποία ανασκάφηκε τα έτη 2006 και 2007 από τον Ι.Α.Παπάγγελο. Πρόκειται για τρίκλιτη βασιλική με αίθριο και προσκτίσματα, ιδιαίτερα λιθολογημένη κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, οπότε στα ερείπια της ιδρύθηκε το νεκροταφείο του οικισμού. Σύμφωνα με νομισματικές μαρτυρίες η βασιλική ήταν σε λειτουργία τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ. και καταστράφηκε στα χρόνια του Ιουστινιανού.
Κατά την έρευνα της βασιλικής και γύρω από αυτήν αποκαλύφθηκε μεγάλο τμήμα του μεσοβυζαντινού νεκροταφείου της Ιερισσού, οι κάτοικοι της οποίας φαίνεται πως αξιοποίησαν τον ιερό ερειπωμένο χώρο και το οικοδομικό του υλικό για να κατασκευάσουν τους τάφους τους. Συνολικά μέχρι στιγμής έχουν αποκαλυφθεί στο χώρο της βασιλικής και σε τέσσερα γειτονικά οικόπεδα 282 τάφοι, ενώ άλλοι 53 εντοπίστηκαν και αναμένουν την έρευνα. Η διάρκεια χρήσης του νεκροταφείου προσδιορίζεται μεταξύ του 10ου και του 12ου αι.
Σε ανασκαφές πέντε μόνο οικοπέδων στην ανατολική επέκταση της Ιερισσού, από το έτος 2009 έως 2013 διαπιστώθηκε ότι από τα μέσα του 10ου αι. ως τον ύστερο 11ο κατασκευάστηκαν κατοικίες, αποθηκευτικοί χώροι και εργαστήρια εκτός του κάστρου, κοντά στο λιμάνι της πόλης. Οι κάτοικοί τους ασχολούνταν με βιοτεχνικές και εμπορικές δραστηριότητες και είχαν συγκεντρωμένο πλούτο. Από τις πηγές γνωρίζουμε ότι αυτή την εποχή υπήρχαν στο κάστρο της Ιερισσού μικροί και μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, σπιτιών και εργαστηρίων, οι οποίοι σε αρκετές πράξεις υπογράφουν ως «οικήτορες» ή «οικοδεσπότες». Ανάμεσα στα άφθονα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, που συλλέχθηκαν στις έρευνες, υπάρχουν μεγάλες ποσότητες εφυαλωμένης κεραμικής, κυρίως από λευκό πηλό. Σε εποχές που η εφυαλωμένη κεραμική δεν αποτελεί αντικείμενο μαζικής παραγωγής και μόνο σπάνια και σε μικρές ποσότητες εντοπίζεται σε ανασκαφές αστικών σπιτιών, η παρουσία της σε οικήματα κοινότητας απομονωμένης από τα μεγάλα κέντρα της εποχής είναι ενδεικτική ευημερίας και πλούτου.
Σε μία τέτοια οικία, στα στρώματα του β΄ μισού του 10ου αι. εντοπίστηκαν εξαρτήματα ζυγών, λεπτά εργαλεία, σταθμία, κοσμήματα και συγκεντρώσεις χάλκινων και μολύβδινων αντικειμένων διαφορετικών εποχών προς ανακύκλωση σε παρακείμενη μικρή εγκατάσταση επεξεργασίας μετάλλων. Προφανώς οι χρήστες του χώρου ασχολούνταν με την χρυσοχοΐα. Στο ίδιο οίκημα βρέθηκε και μολυβδόβουλλο του Σαμωνά, βασιλικού πρωτοσπαθαρίου και κριτή Θεσσαλονίκης, το οποίο προέρχεται από κοινό βουλωτήριο με μολυβδόβουλο που σφραγίζει έγγραφο του 927, του αρχείου της Μονής Ιβήρων. Με το έγγραφο αυτό διευθετείται οικονομική διαφορά της Μονής Κολοβού και της κοινότητας Ιερισσού για έκταση 2000 μοδίων στην περιοχή. Πιθανολογούμε λοιπόν ότι το δεύτερο μολυβδόβουλλο σφράγιζε το δεύτερο αντίγραφο του εγγράφου, που φυλούσε η κοινότητα της Ιερισσού για την υπόθεσή της. Η ύπαρξη του στην οικία αυτή είναι μια ένδειξη ότι ο κάτοικός της ήταν διοικητικός παράγων της Ιερισσού.
Σε όλα τα ανασκαμμένα οικιστικά συγκροτήματα, από τα στρώματα του τέλους του 11ου αι., συγκεντρώθηκαν πάνω από χίλια θραύσματα γυάλινων βραχιολιών, χωρίς αντίστοιχες ενδείξεις επεξεργασίας γυαλιού. Υποθέτουμε ότι πρόκειται για εμπορική δραστηριότητα, που σχετίζεται με εισαγωγές προϊόντων από το λιμάνι της Ιερισσού και περαιτέρω διακίνησής τους. Στα ίδια στρώματα εντοπίστηκαν και ράβδοι κεραμικών κλιβάνων με ίχνη εφυάλωσης και ένα μόνο υπόλειμμα τέτοιου κλιβάνου. Από τις αρχές του 12ου αι. τα συγκροτήματα αυτά εγκαταλείπονται σταδιακά και οι κάτοικοι επιστρέφουν στην ασφάλεια του κάστρου, ενώ φαίνεται να εξακολουθεί στην περιοχή η παραγωγή κεραμικών ως τις αρχές του 13ου αι. Προϊόντα αυτής της περιόδου-μεγάλες κούπες με γραπτή εγχάρακτη διακόσμηση- εντοπίστηκαν στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, αλλά και στη Θεσσαλονίκη.
Σε οικόπεδο στις υπώρειες του κάστρου εντοπίστηκε δεύτερη παλαιοχριστιανική βασιλική, η οποία λειτούργησε παράλληλα με την πρώτη. Στα ερείπια της εντοπίστηκε επίσης οργανωμένο μεσοβυζαντινό νεκροταφείο, με πυκνή διάταξη κιβωτιόσχημων ακτέριστων ταφών με πολλαπλές ανακομιδές. Αυτό φαίνεται να υπήρξε και το αρχικό νεκροταφείο της Ιερισσού. Στα μέσα του 10ου αι. το νεκροταφείο αυτό έπαψε να λειτουργεί και καλύφθηκε κάτω από αύλειο χώρο συγκροτήματος που οικοδομήθηκε δυτικά του. Προφανώς την ίδια εποχή άρχισε η λειτουργία του νεκροταφείου στην άλλη βασιλική, 350μ. περίπου δυτικότερα. Το συγκρότημα, με πλήθος επεμβάσεων διατηρήθηκε ως τις αρχές του 12ου αι. οπότε και εγκαταλείφθηκε και ο χώρος χρησιμοποιήθηκε εκ νέου ως νεκροταφείο. Φαίνεται ότι με την σταδιακή εγκατάλειψη της εκτός του κάστρου περιοχής τον 12ο αι. οι κάτοικοι ξαναχρησιμοποίησαν το παλιό και πιο κοντινό στον οικισμό νεκροταφείο, μάλλον παράλληλα και με την χρήση του νεότερου.
Όσον αφορά το συγκρότημα που λειτούργησε στον καθαγιασμένο χώρο μεταξύ του 10ου και 12ου αι., έχουμε ενδείξεις ότι δεν επρόκειτο για απλή κατοικία. Μεταξύ των άφθονων πολυτελών αντικειμένων οικιακής χρήσης εντοπίστηκαν οστέινες και χάλκινες γραφίδες, κλειδαριά κιβωτιδίου, κλείστρα χειρογράφων και τρία μολυβδόβουλλα. Προφανώς υπήρξε ενδιαίτημα αξιωματούχων του κράτους ή της εκκλησίας.
Συνοψίζοντας τα μέχρι στιγμής στοιχεία για τη βυζαντινή Ιερισσό καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
Η εικόνα της ακμάζουσας κοινότητας της Ιερισσού το β΄ μισό του 10ου αι. και εξής ως και τα τέλη του 11ου, όπως προκύπτει από τις πηγές, φαίνεται να επιβεβαιώνεται και από τα ανασκαφικά ευρήματα. Την περίοδο αυτή κατοικίες οικοδομούνται και εκτός του κάστρου προς τη θάλασσα, οι ιδιοκτήτες των οποίων εξασκούν άλλες δραστηριότητες από αυτήν της αποκλειστικής γεωργικής απασχόλησης. Ο πλούτος και η άνθηση που γνώρισε τότε η Ιερισσός οφείλεται και στην στρατηγική θέση του λιμανιού της, μεταξύ Κωνσταντινούπολης, Αγίου Όρους και Θεσσαλονίκης. Τα νεκροταφεία της ίδιας εποχής καταδεικνύουν δημογραφική αύξηση και ευημερία. Είναι η εποχή που ιδρύεται η επισκοπή Ιερισσού, γεγονός που υποδεικνύει την κοινότητα ως την πιο σημαντική, καλά προστατευόμενη και πολυάνθρωπη της περιοχής.
Η μικρή παρουσία ευρημάτων από την εποχή των Κομνηνών στην εκτός του κάστρου περιοχή συμφωνεί επίσης με τη σταδιακή παρακμή της Ιερισσού τον 12ο αι. και την μετάπτωσή της από «κάστρο, ενορία, πόλη και πολίχνη» σε «χωρίο» από τον 13ο αι. κ.ε. Σταδιακά από τα τέλη του 12ου αι. η κοινότητα εξαρτάται από τον ισχυρό μεγαλογαιοκτήμονα γείτονά της, την Αθωνική πολιτεία, μέχρι την πλήρη εξάρτησή της, που έχει ολοκληρωθεί ως τον 14ο αιώνα.
Δημοσιεύθηκε στο 17ο τεύχος του πολιτισμικού περιοδικού Κύτταρο Ιερισσού.
Κείμενο: Αικατερίνη Τσανανά
Η Αικατερίνη Τσανανά είναι αρχαιολόγος, υπεύθυνη του τμήματος Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων και Μουσείων στην Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους.