Όταν πριν από μερικά χρόνια, στα πλαίσια της ολοκλήρωσης του προγράμματος σπουδών του Α.Τ.Ε.Ι. Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής στην Άρτα, κλήθηκα να εκπονήσω την πτυχιακή μου εργασία, ήδη η μουσική παράδοση τόσο της Ιερισσού, όσο και ολόκληρης της Χαλκιδικής, ήταν ένα θέμα που λόγω καταγωγής, με απασχολούσε έντονα. Ως εκ τούτου, το εξέλαβα ως μια πολύ καλή ευκαιρία να μελετήσω σε μεγαλύτερο βάθος τον τοπικό μουσικό πλούτο και τους πρωταγωνιστές του.
Εφαρμόζοντας θεωρίες και μεθόδους που ξεπερνούν την κλασική λαογραφική έρευνα, όπως αυτή των πολιτισμικών-μουσικών δικτύων και έχοντας ως στόχο την επαναδιαπραγμάτευση της τοπικής μουσικής παράδοσης και την απόδοση της με μια σύγχρονη ματιά, “γεννήθηκε” η έρευνα με τίτλο: «Η μουσική της Ιερισσού Χαλκιδικής. Οι οργανοπαίκτες, το ρεπερτόριο, τα μουσικά δίκτυα», της οποίας η παρουσίαση ακολουθεί.
Παρ’ όλο που το σημείο εστίασής μας είναι η Ιερισσός, η “βουτιά” στον “ωκεανό” πληροφοριών που αφορούν, τόσο τη Χαλκιδική όσο και την Κεντρική Μακεδονία μα και το Βόρειο Αιγαίο, ήταν αναπόφευκτη, μιας και αυτή, όπως αποδεικνύεται, αποτελεί ιστορικά αναπόσπαστο κομμάτι και κόμβο, όλων των προαναφερθέντων γεωγραφικών πλαισίων, όπου το κάθε ένα από τα τελευταία οριοθετεί και ένα εμπορικό και πολιτισμικό δίκτυο.
Ως τοποθεσία η Ιερισσός είναι χτισμένη στη “ρίζα” της χερσονήσου του Αγίου Όρους, αποτελώντας για αιώνες τον τελευταίο σταθμό πριν από την είσοδο στην Αθωνική Πολιτεία, καθιστώντας την έτσι διαχρονικά σημαντική για τον ορθόδοξο πληθυσμό. Παράλληλα, λόγω της θέσης της εντός του ομωνύμου Κόλπου της Ιερισσού, αποτέλεσε μέρος του ευρύτερου αιγαιακού εμπορικού δικτύου και επαναστατικό ορμητήριο κατά την ύστερη οθωμανική περίοδο.
Ο πληθυσμός της ήταν ως επί το πλείστον ρωμαίικος, ενώ στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν εγκατεστημένες σε μικρότερο βαθμό και άλλες εθνοτικές ομάδες.
Δεκαετία του ’60. Από αριστερά: Δημήτριος Κεφαλάς λαούτο, Θεοδόσης Τριανταφύλλου βιολί, Καραμήτσος (Μήτρος) Γεώργιος λαούτο- τραγούδι [φωτογραφία του Γιώργου Πασχαλίδη]
Όσον αφορά τα επαγγέλματα που ακολουθούσαν ήταν η γεωργία, η κτηνοτροφία, η αλιεία, η υλοτομία, η ναυπηγική, το εμπόριο όλων των παραπάνω, καθώς και η εξόρυξη στα κοντινά μεταλλεία ως μέρος της ομοσπονδίας κοινοτήτων των Μαντεμοχωρίων. Τέλος πολλοί Ιερισσιώτες, είτε εργάζονταν ως τεχνίτες στις μονές του Αγίου Όρους, είτε στέλνονταν στις ίδιες από τις οικογένειες τους σε μικρή ηλικία να καλογερέψουν λόγω της ανέχειας.
Έχοντας υπ’ όψιν όλα τα παραπάνω, διακρίνουμε πως στο σύνολο τους αποτέλεσαν κομμάτια μιας διαρκώς αναδιαμορφούμενης Ιερισσιώτικης ταυτότητας, η οποία σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται μέσα στα ποιητικά κείμενα των τοπικών τραγουδιών.
Τα τελευταία χρόνια βέβαια, η ταυτότητα που υπερτερεί έναντι των άλλων, όπως συμβαίνει φυσικά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο μέσω του κράτους και της παιδείας, είναι η εθνική. Το τελευταίο αντικατοπτρίζεται και στον μουσικοχορευτικό πολιτισμό της Ιερισσού, ο οποίος πλέον πέρα από τοπικός έχει επιφορτιστεί την ευθύνη να παρουσιάζεται και να διδάσκεται ως μέρος του συνόλου του εθνικού ρεπερτορίου.
Περνώντας στην καθαυτή έρευνα, σε πρώτο επίπεδο επιχειρήθηκε η μελέτη των βιογραφιών των τοπικών οργανοπαικτών, με σκοπό τόσο την ανάδειξη των μεταξύ τους σχέσεων, όσο και την σύνδεση συγκεκριμένων μουσικών φαινομένων της τοπικής μουσικής παράδοσης με κάποιους οργανοπαίκτες. Επίσης, μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας, οριοθετήθηκε κατά κάποιον τρόπο και η ακτίνα δράσης των Ιερισσιωτών οργανοπαικτών.
Χρονολογικά, η έρευνα επικεντρώθηκε κυρίως στα τελευταία εκατό χρόνια, μιας και η συλλογή πληροφοριών πριν από το 1900 στάθηκε αδύνατη, ενώ ως αποτέλεσμα της, είχε την ανάδειξη τριών υποπεριόδων, βάσει αισθητικών, μουσικολογικών και ιστορικών παρατηρήσεων.
Η πρώτη περίοδος που προέκυψε, είναι περίπου από το 1925 έως το 1960, όπου ακόμα παρατηρούμε να επικρατεί έντονα το φαινόμενο των οικογενειακών και συντεχνιακών ορχηστρών, ενώ όσον αφορά το ρεπερτόριο που επικρατούσε σε γάμους και γλέντια ήταν αποκλειστικά ορχηστρικό. Παράλληλα, παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της μετάβασης από τα παλαιότερα ποιμενικά όργανα όπως τον τοπικό τύπο φλογέρας, το τσουφλιάρι, στο πολύ πιο δεξιοτεχνικό κλαρίνο.
1957-1958. Διακρίνεται δεξιά ο νεόδμητος Ιερός Καθεδρικός Ναός της Ιερισσού «Γενεσίου Θεοτόκου» και αριστερά ο πρόχειρος μεταβατικός ναός. Παίζουν: Νικόλαος Στρούνης κλαρίνο, Δημήτριος Ρωμιός βιολί και Νικόλαος Ζουμπάς λαούτο [φωτογραφία της Ελένης Στρούνη]
Η δεύτερη περίοδος είναι περίπου από το 1960 έως το 1990, όπου διακρίνουμε την μετατροπή του μεγαλύτερου μέρους του τοπικού αμιγώς φωνητικού ρεπερτορίου σε φωνητικό οργανικό, καθώς μέσω της τεχνολογίας και των μικροφωνικών, πλέον οι κομπανίες ήταν σε θέση στα γλέντια να διαθέτουν και τραγουδιστή.
Παράλληλα την ίδια περίοδο παρατηρούμε την ανάδειξη μιας τοπικής μεσοαστικής τάξης με έντονο ενδιαφέρον ως προς την διάσωση και τον εξωραϊσμό της τοπικής παράδοσης, η οποία σε βάθος χρόνου θα διεκδικήσει και θα πιστωθεί τον ρόλο του ειδήμονα έναντι των οργανοπαικτών, με την εν λόγω μετάβαση να οδηγεί στην τρίτη περίοδο που είναι περίπου από το 1990 έως και τις μέρες μας. Κύριο χαρακτηριστικό της τελευταίας αποτελεί η πλήρης φολκλοροποίηση της τοπικής μουσικής παράδοσης και ο σχεδόν απόλυτος έλεγχος της εκ μέρους των τοπικών πολιτιστικών συλλόγων.
Σχετικά με τον τύπο ορχήστρας που επικρατεί και στις τρεις περιόδους, μπορούμε να συμπεράνουμε πως μια τυπική Ιερισσιώτικη κομπανία αποτελείται από ένα βιολί, ένα κλαρίνο και ένα λαούτο, ενώ στο σύνολο της η παράδοσή τους μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιολοκεντρική.
Ωστόσο για πολλά χρόνια πριν την έλευση των συγκεκριμένων οργάνων, στην περιοχή της Χαλκιδικής, όπως και σε ολόκληρη την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, τα όργανα που υπερτερούσαν έναντι άλλων, ήταν η γκάιντα και οι διάφοροι τύποι φλογέρας, όπως το τοπικό τσουφλιάρι.
Τέλος, από την δεύτερη περίοδο και έπειτα, παρατηρείται έντονη παρουσία εισαγομένων ως προς την τοπική μουσική παράδοση οργάνων, όπως το μαντολίνο, η κιθάρα, το μπουζούκι κ.ά.
Συνεχίζοντας, θεωρώ σημαντικό να σταθούμε στην οικογένεια που διαχρονικά αριθμεί τους περισσότερους οργανοπαίκτες όσον αφορά την Ιερισσό, τους Χαλκιάδες, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν στην περιοχή στους τομείς της μουσικής και της σιδηρουργίας, οργανωμένοι με το συνηθισμένο για την εποχή σύστημα της οικογενειακής συντεχνίας.
Στιγμές χαλάρωσης της κομπανίας [φωτογραφία της Μαρίας Κεφαλά]
Οι Χαλκιάδες είχαν σταθερή και έντονη παρουσία σε γλέντια και πανηγύρια καθ’ όλη την πρώτη περίοδο, με πρωτοστάτες τον Γεώργιο Χαλκιά στο κλαρίνο και τον αδερφό του Αθανάσιο στο βιολί, ενώ και ο γιος του Γεωργίου Χαλκιά, Στέλιος, υπήρξε διαχρονικά σταθερή μονάδα στο σύνολο των Ιερισσιωτών μουσικών. Παράλληλα, στα μισά της δεκαετίας του ’50 ήταν οι πρώτοι που εισήγαγαν, όσον αφορά τις Ιερισσιώτικες κομπανίες, το σχήμα με τραγουδιστή, μεταβάλλοντας έτσι τα τοπικά γλέντια και πανηγύρια ανεπιστρεπτί.
Παρατηρούμε λοιπόν, πως ήδη από την δεκαετία του ’50 η Ιερισσιώτικη μουσική πιάτσα έχει εισέλθει σε μια φάση εκσυχρονισμού, ακολουθώντας την αντίστοιχη γενική τάση που επικρατούσε πανελληνίως, ενώ έπειτα και από την εγκατάσταση στο χωριό του βιολιτζή Θεοδόση Τριανταφύλλου το 1960, εντοπίζονται σημαντικές ανακατατάξεις στις μεταξύ τους συνεργασίες και η αυγή της προαναφερθείσας δεύτερης περιόδου.
Ο Τριανταφύλλου, κατά κοινή παραδοχή φαίνεται πως υπήρξε ένα μεγάλο κεφάλαιο της τοπικής μουσικής κοινότητας, μιας και αφενός διέθετε το απαιτούμενο ταλέντο, αφετέρου ευτύχισε να βρεθεί στην Ιερισσό σε μια περίοδο έλλειψης βιολιτζήδων. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν πως για τα επόμενα χρόνια ο Θεοδόσης θα μονοπωλήσει την Ιερισσιώτικη πιάτσα και θα συνεργαστεί σχεδόν με το σύνολο της, αποτελώντας την πρώτη επιλογή των ντόπιων στα κάθε λογής γλέντια και πανηγύρια, επιβεβαίωση δε για το πόσο σημαντική φυσιογνωμία αποτέλεσε, μας δίνουν τα λόγια του Στέλιου Χαλκιά, που αναφέρει, «εμείς είχαμε εδώ αυτόν τον Θεοδόση. Αυτός ήταν! Τον είχαμε αρχηγό, αυτός τα έφτιαχνε όλα, καλός, δυνατός, καλή τέχνη…».
Περνώντας στην παρουσίαση του τοπικού ρεπερτορίου, το οποίο μελετήθηκε κυρίως μέσω της δισκογραφίας, πρέπει να αναφέρω πως κύριο μέλημα αποτέλεσε η αποσαφήνιση των μουσικολογικών χαρακτηριστικών των κομματιών και η σκιαγράφηση της αισθητικής τους, ώστε μέσω αυτών να διαφανούν τυχόν μουσικά δάνεια έτερης παράδοσης. Παράλληλα, θεώρησα χρήσιμη τη διαίρεση του συνόλου του τοπικού ρεπερτορίου σε επιμέρους κατηγορίες και την ξεχωριστή μελέτη έκαστης. Οι κατηγορίες που προέκυψαν είναι τρεις: αυτή του αμιγώς φωνητικού ρεπερτορίου, αυτή του φωνητικού με συνοδεία οργάνων και τέλος αυτή του αμιγώς οργανικού ρεπερτορίου.
Όσον αφορά το αμιγώς φωνητικό ρεπερτόριο, στατιστικά αποτελεί τον μεγαλύτερο όγκο επί του συνόλου της τοπικής μουσικής παράδοσης, καθώς σε αυτήν την κατηγορία κατατάσσονται, τόσο τα αργά καθιστικά τραγούδια, όσο και κάποιοι κύκλοι χορευτικών τραγουδιών που ήταν συνδεδεμένοι με συγκεκριμένες περιόδους του έτους και χορεύονταν σχεδόν από το σύνολο της κοινότητας στα χοροστάσια. Η ίδια κατηγορία εμπεριέχει και τα κάλαντα του Δωδεκαημέρου, καθώς και κάποια τραγούδια εθίμων.
Γλέντι στον γάμο του Αντρέα Ιωάννου. Παίζουν: Νικόλαος Στρούνης κλαρίνο, Βασίλειος Κουτσούπης λαούτο- τραγούδι, Αστέριος Χαλκιάς βιολί [φωτογραφία της Ελένης Στρούνη]
Σχετικά με το «φωνητικό-οργανικό» ρεπερτόριο, εμφανίζονται πολλά τραγούδια με παγχαλκιδικιώτικο ή υπερτοπικό χαρακτήρα, τα οποία στην τοπική εκδοχή ενίοτε παρουσιάζουν διαφοροποιήσεις. Επίσης, συναντάμε και πολλά τραγούδια από το ρεπερτόριο των χοροστασίων, τα οποία σε βάθος χρόνου ανεξαρτητοποιήθηκαν από το λειτουργικό τους χαρακτήρα και επενδύθηκαν με την συνοδεία οργάνων.
Συνεχίζοντας με το αμιγώς οργανικό ρεπερτόριο, αυτό αποτελείται εξ ολοκλήρου από υπερτοπικές μελωδίες, οι οποίες είναι κοινές όχι μόνο στη Χαλκιδική, μα σε πολλές περιπτώσεις καλύπτουν γεωγραφικά περιοχές όπως η Κεντρική Μακεδονία ή το Βορειοανατολικό Αιγαίο, αναδεικνύοντας τον ρόλο της Ιερισσού ως δέκτη, εντός των σχετικών μουσικών δικτύων.
Ο κύριος όγκος του τοπικού οργανικού ρεπερτορίου, αποτελείται από τετράσημα συρτά που οι ντόπιοι ονομάζουν «ταμπαχανιώτικα» και τα οποία εκτελούνταν ως επί το πλείστον στα γλέντια αποκλειστικά ως παραγγελιές. Ωστόσο, πέρα των συρτών στην περιοχή παιζόντουσαν και άλλοι οργανικοί σκοποί όπως, καρσιλαμάδες, τσιφτετέλια, χασάπικα, κ.ά.
Οι Ιερισσιώτικες παραδοσιακές κομπανίες κάλυπταν και τις ανάγκες γειτονικών οικισμών. Ιερισσιώτικη κομπανία στα Νέα Ρόδα [αρχείο του Π.Σ. Νέων Ρόδων “Προσφυγική Αναγέννηση]
Συνοψίζοντας το σύνολο του Ιερισσιώτικου ρεπερτορίου, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως αυτό εντάσσεται ως μέρος ενός ευρύτερου γεωγραφικού πλαισίου, το οποίο παρουσιάζει κοινά χαρακτηριστικά τόσο στους ρυθμούς, όσο και στην τροπικότητα, και το οποίο εκτείνεται στον μεγαλύτερο όγκο της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, αποτελώντας ωστόσο μέρος ενός ακόμα μεγαλύτερου μουσικού δικτύου, το οποίο με επίκεντρο το Αιγαίο, απλώνεται σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Σε ένα πρώτο επίπεδο δικτύωσης, παρατηρούμε πως υπάρχει σχεδόν απόλυτη οργανολογική και ρεπερτοριακή ταύτιση σε σχέση με τα υπόλοιπα προ-προσφυγικά χωριά της Χαλκιδικής, και κυρίως του Βορείου τμήματος της τελευταίας, ενώ παράλληλα, τα προαναφερόμενα γεωγραφικά πλαίσια, ορίζουν και τα όρια εντός των οποίων, οι Ιερισσιώτες επαγγελματίες μουσικοί διαχρονικά παρουσίαζαν μεγάλη δραστηριότητα. Επιπροσθέτως, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως η εν λόγω δραστηριότητα, δεν αποτελούσε προνόμιο μόνο για τους Ιερισσιώτες, αντιθέτως ήταν αμφίδρομη, μιας και το εν λόγω δίκτυο αποτέλεσε την κύρια πηγή περιστασιακής άντλησης οργανοπαικτών από άλλα χωριά όποτε η κάλυψη των αναγκών δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτοδύναμη.
Ωστόσο, το παγχαλκιδικιώτικο μουσικό δίκτυο, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως, αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου δικτύου το οποίο καλύπτει γεωγραφικά το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Μακεδονίας. Το ιδιαίτερα ανεπτυγμένο εμπόριο εντός των συγκεκριμένων ορίων, σε συνδυασμό με την σχετικά μεγάλη εθνοτική ομοιογένεια και την διαχρονικά σταθερή διοικητική ηγεμονία της Θεσσαλονίκης, εντός της οποίας ερχόντουσαν καθημερινά σε επαφή κάτοικοι από όλες τις γύρω περιοχές, αποτέλεσαν τα συστατικά, βάσει των οποίων διαμορφώθηκε μια κοινή πολιτισμική και κατ’ επέκταση μουσική κουλτούρα, φορείς της οποίας υπήρξαν και οι Ιερισσιώτες. Το συγκεκριμένο δίκτυο, αν και προϋπήρχε, είναι σαφές πως άκμασε περίπου στα μισά του 20ού αιώνα, λόγω της αναβάθμισης των οδικών δικτύων της περιοχής που επέτρεψε στους οργανοπαίκτες να κινηθούν ευκολότερα σε πιο μακρινές αποστάσεις, καθώς και λόγω της ραδιοφωνίας μέσω της οποίας, αφενός υπήρξε μεγάλη αύξηση του ακροατηρίου του εκάστοτε τοπικού ρεπερτορίου, αφετέρου επιτεύχθηκε μια ομογενοποίηση των τελευταίων με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός γενικού μακεδονικού ρεπερτορίου, μέρος του οποίου σε αρκετές περιπτώσεις υιοθετήθηκε σε τοπικό επίπεδο.
Επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο τη ζώνη έρευνάς μας, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως το δίκτυο που έχει επηρεάσει σε μεγαλύτερο βαθμό από όλα τα άλλα τη μουσική της Ιερισσού είναι αυτό του Αιγαίου Πελάγους, στο οποίο η Ιερισσός ήταν ανέκαθεν στραμμένη. Μέσω των θαλάσσιων οδών ευνοούνταν τόσο η μεταφορά υλικών αγαθών, όσο και πολιτισμικών στοιχείων που σε βάθος χρόνων ενσωματώθηκαν πλήρως στην τοπική κουλτούρα. Μουσικά η εν λόγω σχέση γίνεται αντιληπτή από τις ομοιότητες που παρατηρούμε σε διάφορα επίπεδα, όπως τις ρυθμολογικές, τις υφολογικές και σε αρκετές περιπτώσεις τις τροπικές, ενώ παράλληλα υπάρχει πληθώρα μελωδικών και ποιητικών δανείων που, είτε χρησιμοποιήθηκαν αυτούσια, είτε ελαφρώς παραλλαγμένα και προσαρμοσμένα στις τοπικές αισθητικές συνήθειες. Στο εν λόγω δίκτυο εντάσσονται και οι ομοιότητες που παρατηρούνται μεταξύ της μουσικής της Ιερισσού, και αυτής των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Ιερισσιώτικη κομπανία στον Πολύγυρο [φωτογραφία Γιώργου Θεοχάρη]
Ολοκληρώνοντας, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, στα ονόματα των οργανοπαικτών που δραστηριοποιήθηκαν στην Ιερισσό κατά τον τελευταίο αιώνα.
Καμπούρης Νικόλαος – γκάιντα, τσουφλιάρι.
Κανάκης Δημήτριος – κλαρίνο.
Ραμπότας Χρήστος – κλαρίνο, τσουφλιάρι.
Δάνης Νικόλαος – λαούτο, κλαρίνο.
Χαλκιάς Νικόλαος – κλαρίνο.
Χαλκιάς Θεόδωρος – λαούτο.
Χαλκιάς Ν. Γεώργιος – κλαρίνο.
Χαλκιάς Ν. Αθανάσιος – βιολί.
Χαλκιάς Θ. Γεώργιος – λαούτο.
Χαλκιάς Γ. Θεόδωρος – λαούτο.
Χαλκιάς Α. Νικόλαος – κλαρίνο.
Χαλκιάς Γ. Αστέριος – λαούτο, βιολί.
Ρωμνιός Δημήτριος – βιολί.
Ζούμπας Νικόλαος – λαούτο.
Κουτσούπης Βασίλειος – λαούτο, τραγούδι.
Καραμήτσος Γεώργιος – λαούτο, τραγούδι.
Δημητρακούδας Κων/νος – λαούτο, τραγούδι.
Αργαλειός Ιωάννης – λαούτο.
Κεφαλάς Δημήτριος – λαούτο.
Στρούνης Νικόλαος – κλαρίνο.
Παντελής Δημήτριος – κιθάρα, μπουζούκι.
Τριανταφύλλου Θεοδόσης – βιολί.
Σουλτάνης Αστέριος – βιολί.
Μαρίνος Ιωάννης – μαντολίνο, ντραμς.
Παντελής Ιωάννης – βιολί, μαντολίνο, κιθάρα.
Παρθενιώτης Νικόλαος – μαντολίνο, κιθάρα.
Γιαννάκης Αθανάσιος – ακορντεόν.
Μπαρμπάργιος Χρήστος – μπουζούκι.
Αντωνίου Γεώργιος – μπουζούκι.
Αντωνίου Δημήτριος – αρμόνιο,
Πάππας Γεώργιος – κιθάρα, μπουζούκι.
Πλιούκας Παναγιώτης – ούτι
Κείμενο: Δημήτριος Πάππας, απόφοιτος Τμήματος Λαϊκής Παραδοσιακής Μουσικής ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ, ερευνητής λαϊκών μουσικών παραδόσεων.