Όπως αποκαλύπτεται από μια πιο προσεκτική ανάγνωση των διατάξεων του νομοσχεδίου οι οποίες αφορούν τις αλλαγές στην κλίμακα φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, από το 2020 τα καθαρά κέρδη που θα αποκτούν οι νέοι εμποροβιοτέχνες και ελεύθεροι επαγγελματίες κατά τα τρία πρώτα χρόνια άσκησης των δραστηριοτήτων τους θα φορολογούνται πλέον με έναν εξαιρετικά χαμηλό συντελεστή φόρου, της τάξεως του 4,5%, εφόσον τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ. Επιπλέον, η μείωση του ελάχιστου συντελεστή φόρου από το 22% στο 9% θα ισχύει και για τις αγροτικές επιδοτήσεις και ενισχύσεις εάν τα ποσά τους μαζί με τυχόν εισοδήματα από πωλήσεις γεωργικών προϊόντων δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 29 του ισχύοντος Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, για τα φυσικά πρόσωπα με πρώτη δήλωση έναρξης επιτηδεύματος από 1ης Ιανουαρίου 2013 και μετά και για τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους, ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας μειώνεται κατά 50% εφόσον το ετήσιο ακαθάριστο εισόδημά τους από επιχειρηματική δραστηριότητα δεν υπερβαίνει τα 10.000 ευρώ. Από 1ης-1-2020, λοιπόν, που ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου της φορολογικής κλίμακας των αυτοαπασχολουμένων θα μειωθεί από το 22% στο 9%, όσα φυσικά πρόσωπα προβούν σε δήλωση έναρξης επαγγέλματος ιδρύοντας νέες ατομικές επιχειρήσεις θα έχουν το προνόμιο της φορολόγησης των καθαρών κερδών τους με έναν πολύ χαμηλό συντελεστή φόρου, της τάξεως του 4,5%, κατά τα τρία πρώτα χρόνια λειτουργίας των επιχειρήσεών τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους δεν θα υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ. Η εφαρμογή του πολύ χαμηλού συντελεστή 4,5% θα ισχύσει μόνο για τα χρόνια εκείνα της πρώτης τριετίας λειτουργίας, για τα οποία ο ετήσιος τζίρος δεν θα είναι μεγαλύτερος των 10.000 ευρώ.
Σύμφωνα, εξάλλου, με τις ήδη ισχύουσες διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, κατά τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος (καθαρού κέρδους) από την ατομική άσκηση αγροτικής δραστηριότητας λαμβάνονται υπόψη, εκτός από τα έσοδα των πωλήσεων των αγροτικών προϊόντων, και τα ποσά ορισμένων ενισχύσεων και επιδοτήσεων.
Συγκεκριμένα, εκ των άμεσων ενισχύσεων του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, όπως αυτές ορίζονται, λαμβάνονται υπόψη η βασική ενίσχυση καθώς και οι «πράσινες» και συνδεδεμένες ενισχύσεις, κατά το ποσό που υπερβαίνουν τα 12.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, σε πολλές περιπτώσεις αγροτών η βασική ενίσχυση και τα άνω των 12.000 ευρώ ποσά των «πράσινων» και συνδεδεμένων ενισχύσεων, αφαιρουμένων τυχόν εκπιπτόμενων δαπανών για την εξυπηρέτηση της αγροτικής δραστηριότητας, φορολογούνται με την κλίμακα φορολογίας των εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή επιβαρύνονται από το πρώτο ευρώ με φόρο 22%.
Από τη στιγμή κατά την οποία ο συντελεστής φόρου 22% θα μειωθεί στο 9%, δηλαδή από 1ης-1-2020 σύμφωνα με το νομοσχέδιο, χιλιάδες αγρότες που αποκτούν πολύ χαμηλά καθαρά εισοδήματα, κάτω των 10.000 ευρώ, από την άσκηση των δραστηριοτήτων τους και το μεγαλύτερο μέρος των ακαθάριστων εσόδων τους ή το σύνολο των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από άμεσες ενισχύσεις του Πυλώνα I της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής, θα δουν τη φορολογία επί των ενισχύσεων αυτών να μειώνεται κατά πολύ, από το 22% στο 9%. Το ίδιο θα συμβεί και με τα άνω των 12.000 ευρώ ποσά των «πράσινων» και συνδεδεμένων ενισχύσεων, στις περιπτώσεις που και τα ποσά αυτά θα λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος και εφόσον το συνολικό καθαρό εισόδημα είναι χαμηλότερο των 10.000 ευρώ.
Τροποποιήσεις
H διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης επί των διατάξεων του φορολογικού νομοσχεδίου ολοκληρώθηκε χθες, και από σήμερα μέχρι το τέλος του τρέχοντος μηνός το υπουργείο Οικονομικών θα προχωρήσει στη διαμόρφωση της τελικής μορφής του κειμένου του νομοσχεδίου, όπως αυτό θα κατατεθεί για ψήφιση στη Βουλή. Οπως έχει αποκαλύψει ο «Ε.Τ.», το κείμενο του νομοσχεδίου που θα κατατεθεί στη Βουλή θα περιλαμβάνει τροποποιήσεις τόσο στις διατάξεις για την έκπτωση του 40% των δαπανών ανακαίνισης κτιρίων από τον φόρο εισοδήματος των ιδιοκτητών, όσο και στη ρύθμιση που καθιερώνει την υποχρέωση κάθε φορολογούμενου να πραγματοποιεί κάθε χρόνο, μέσω πιστωτικών ή χρεωστικών καρτών ή άλλων μεθόδων ηλεκτρονικής πληρωμής, δαπάνες για αγορές αγαθών και παροχή υπηρεσιών συνολικού ύψους μέχρι 30% του ετήσιου εισοδήματος από μισθούς, συντάξεις, επιχειρηματικές δραστηριότητες, αγροτικές εκμεταλλεύσεις και ενοίκια. Συγκεκριμένα, αναμένεται να επανεξεταστούν και να τροποποιηθούν τα ακόλουθα σημεία του νομοσχεδίου:
α) Η παράγραφος 3 του άρθρου 16, σύμφωνα με την οποία για όσο χρονικό διάστημα ισχύει το δικαίωμα έκπτωσης από τον φόρο εισοδήματος του 40% της δαπάνης για ανακαίνιση κτισμάτων δεν θα ισχύει ταυτόχρονα και η μείωση κατά 5% του φορολογητέου εισοδήματος από ακίνητα λόγω αυτόματης -άνευ δικαιολογητικών- έκπτωσης δαπάνης για επισκευή και συντήρηση κτισμάτων, την οποία προβλέπει ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (περίπτωση α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 39). Η παράγραφος αυτή εξετάζεται να τροποποιηθεί προκειμένου να μην εκληφθεί ως αντικίνητρο για την υπαγωγή στην κυρίως ρύθμιση της έκπτωσης του 40% της δαπάνης ανακαίνισης. Ηδη για την ύπαρξη της συγκεκριμένης παραγράφου έχει διαμαρτυρηθεί έντονα με επιστολή της στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και στον υπουργό Οικονομικών Χρήστο Σταϊκούρα η Πανελλήνια Ομοσπονδία Ιδιοκτητών Ακινήτων (ΠΟΜΙΔΑ).
β) Η παράγραφος 1 του άρθρου 7, στο σημείο που καθορίζει ποιο ακριβώς ποσό εισοδήματος θα λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό του ποσοστού 30% μέχρι το οποίο θα μπορεί να φθάνει το ποσό των δαπανών που πρέπει να εξοφλούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής. Ουσιαστικά, επανεξετάζεται η βάση υπολογισμού του ποσοστού κι όχι το ίδιο το ποσοστό του 30%, το οποίο, σύμφωνα με πηγές του υπουργείου Οικονομικών, θεωρείται πλέον «κλειδωμένο» για «δημοσιονομικούς λόγους». Στο πλαίσιο αυτό μελετάται το ενδεχόμενο να μη συνυπολογίζονται στο εισόδημα οι δαπάνες για την καταβολή διατροφής από διαζευγμένους φορολογούμενους, ή οι δαπάνες για διατροφή να περιλαμβάνονται μαζί με τα έξοδα για δάνεια, φόρους και ενοίκια στο άθροισμα δαπανών, το οποίο, αν υπερβαίνει το 60% του εισοδήματος, θα «ρίχνει» το ποσοστό των ηλεκτρονικών πληρωμών από το 30% στο 20% του εισοδήματος.
Πηγή: eleftherostypos.gr