Η Αθηναϊκή Ριβιέρα, που απέχει μόλις 20 λεπτά από την Ακρόπολη και το πολυσύχναστο κέντρο της πρωτεύουσας, θα έπρεπε να είναι ένας χώρος αναψυχής για τους πλούσιους του κόσμου. Ωστόσο, δεν είναι.
Η ακτογραμμή των 70 χιλιομέτρων, με τα γαλάζια νερά, τα ρομαντικά ηλιοβασιλέματα και τις εκπληκτικές εικόνες του Σαρωνικού κόλπου, έχουν μόνο ένα μικρό αριθμό πολυτελών ξενοδοχείων, ενώ ακόμη και εκείνα δυσκολεύονται να βρουν το εκπαιδευμένο προσωπικό που χρειάζονται για να καλύψουν τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των επισκεπτών υψηλού επιπέδου. Εύλογα, οι τουρίστες με «βαθιές τσέπες» γεμίζουν την περιοχή, αναδεικνύοντας έτσι τη χαμένη ευκαιρία περαιτέρω ανάπτυξης, σε μια χώρα, που αντλεί το 20% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της από τον κλάδο του τουρισμού.
«Υπάρχει έλλειψη στην Ελλάδα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, προκειμένου να καταρτίσουμε τους ανθρώπους να δουλεύουν ως οικονόμοι σε πολυτελείς βίλες, να παρέχουν υπηρεσίες θαλασσοθεραπείας ή να εργάζονται σε γιοτ, όλα όσα βρίσκονται σε ζήτηση από πλούσιους τουρίστες», δήλωσε η Χαρά Κοβούση, διευθύντρια της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Ανάβυσσου, στη νότια πλευρά της Αθήνας.
Οι Έλληνες δεν δίνουν προσοχή σε παρόμοιες θέσεις εργασίας, παρόλο που τα ταξίδια και ο τουρισμός παρέχουν άμεσα και έμμεσα έσοδα σε περίπου 3,8 εκατομμύρια ανθρώπους ή περισσότερο από το ένα τρίτο του πληθυσμού της Μεσογείου. Ακόμα και με ποσοστό ανεργίας 18% – το υψηλότερο στην ευρωζώνη – η εξεύρεση εξειδικευμένων υπαλλήλων στον κλάδο της φιλοξενίας παραμένει πρόκληση.
“Η ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να θεωρεί το τουριστικό επάγγελμα, δεύτερης κατηγορίας για την απασχόληση”, δήλωσε η Χ. Κοβούση, προσθέτοντας ότι υπάρχουν μόνο περί τους 450 μαθητές στη σχολή που διευθύνει. Το Ινστιτούτο, γνωστό με τα ελληνικά αρχικά του ως Stean και διαμορφωμένο σαν κρουαζιερόπλοιο που μπορεί να μετατραπεί σε ξενοδοχείο για εκπαίδευση, προετοιμάζει τους μαθητές για κάθε είδους δουλειά, όπως σεφ, οικονόμοι σε τουριστικές μονάδες, εργαζόμενοι σε μπαρ, ρεσεψιονίστ και σερβιτόροι.
Οι παραπάνω περιορισμοί στην εξεύρεση κατάλληλου προσωπικού και η έλλειψη επαρκών επενδύσεων εμποδίζουν τον τουριστικό τομέα να εκμεταλλευτεί πλήρως τα φυσικά πλεονεκτήματα του ήλιου και της άμμου σε μια χώρα με περίπου 6.000 νησιά διασκορπισμένα σε όλες τις θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων θα είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς η Ελλάδα προσπαθεί να ξεφύγει από μια μακροχρόνια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία έχει συρρικνώσει την οικονομία της κατά περίπου το ένα τέταρτο, και που στο χαμηλότερο σημείο είδε το 27% του εργατικού δυναμικού της να είναι στην ανεργία. Με την καλοκαιρινή τουριστική περίοδο επί θύραις, η χώρα εμφανίζεται ανέτοιμη.
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 18η θέση μεταξύ των χωρών με τα μεγαλύτερα κέρδη των διεθνών επισκεπτών τα τελευταία επτά χρόνια, ενώ η Ισπανία βρίσκεται στην πέμπτη θέση, η Τουρκία στην ένατη, η Πορτογαλία στην 11η και η Ιταλία στη 12η, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού. Η Ελλάδα δέχθηκε πέρυσι 30 εκατομμύρια επισκέπτες, 11% περισσότερους από το προηγούμενο έτος, ενώ τα έσοδα από τον τουρισμό αυξήθηκαν κατά 12% κι έφτασαν στα 16 δις ευρώ (18,1 δισεκατομμύρια δολάρια), σύμφωνα με την Ελληνική Συνομοσπονδία Τουρισμού. Η επένδυση της Ελλάδας στον κλάδο αυτό, έχει αυξηθεί βραδύτερα από τους ανά τον κόσμο ανταγωνιστές της, σημειώνοντας αύξηση κατά 3,6% το 2018, γεγονός που την κατέταξε στην 120η θέση ανάμεσα σε 185 χώρες, σύμφωνα με τα στοιχεία του WTTC.
Η τουριστική βιομηχανία της Ελλάδας θα χρειαστεί περίπου 5 έως 6 δισεκατομμύρια ευρώ για επενδύσεις τα επόμενα τέσσερα έως πέντε χρόνια, σύμφωνα με τον Στέλιο Κουτσιβίτη, διευθύνοντα σύμβουλο της Astir Palace Vouliagmeni SA, η οποία εκμεταλλεύεται το ξενοδοχείο Four Seasons Astir Palace στην Αθήνα. Τα μεγάλα έργα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικές εισροές ξένων επενδύσεων, ανέφερε, προσθέτοντας ότι μια πιθανή αύξηση του αριθμού των τουριστών υψηλών προδιαγραφών -που ανέρχονται σήμερα στο 2% του συνόλου των επισκεπτών- στο 5% θα μπορούσε να διπλασιάσει τα έσοδα της χώρας από τον κλάδο.