Μια σχέση που πνίγει τις ιδέες και την ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών
Επιχειρώντας κανείς μία ιστορική αναδρομή στο ρόλο των κομμάτων στην τοπική αυτοδιοίκηση θα οδηγηθεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα της στενής σχέσης και της αλληλεξάρτησης μεταξύ τους. Κατά τον 19ο αιώνα η εμπλοκή αυτή είχε τη βάση της στους τοπικούς κομματάρχες που επεδίωκαν να ελέγχουν τα τεκταινόμενα προς όφελός τους, μέσω του πλέγματος των τοπικών πελατειακών σχέσεων. Κατά τον 20ο αιώνα, όταν και αποκρυσταλλώνονται τα πρώτα εθνικά κόμματα, είναι πρόδηλη η τάση της κεντρικής εξουσίας να ελέγχει την τοπική αυτοδιοίκηση. Η κορύφωση αυτής της εμπλοκής έρχεται κατά τη Μεταπολίτευση, όταν και τα κόμματα ιδρύουν τοπικές οργανώσεις, νεολαίες και αποκτούν ένα ισχυρότερο και μεγαλύτερο δίκτυο ελέγχου. [1]
Βέβαια, όλα αυτά τα χρόνια ακούγονται φωνές που επισημαίνουν ότι η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να είναι ακηδεμόνευτη, χωρίς τις κομματικές επιρροές που την χειραγωγούν και στην ουσία την οδηγούν σε ολισθηρά μονοπάτια οπισθοδρόμησης.
Στην πράξη όμως ακόμα και τώρα, κομματικοί υποψήφιοι και πελατειακές σχέσεις πολεμούν την πρόοδο και θέτουν στο προσκήνιο τις κομματικές επιταγές σε βάρος πάντα των τοπικών κοινωνιών. Το πρόταγμα είναι μονίμως η υλοποίηση των κομματικών επιδιώξεων και όχι όσα έχει ανάγκη η τοπική κοινωνία για να ανθίσει. Ημέτεροι και παρατρεχάμενοι σε ένα αέναο κυνήγι ευκαιριών, όχι για το κοινό καλό, αλλά για το προσωπικό και το κομματικό συμφέρον.
Συμβαίνει δε το ακόμα πιο επικίνδυνο: «τα μυστικά χρίσματα» και οι κατ΄ επίφαση ανεξάρτητοι υποψήφιοι, στελέχη κομμάτων, που χρησιμοποιούν την τοπική αυτοδιοίκηση ως μέσο ανέλιξης και επιδίωξης μιας πολιτικής καριέρας στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Φτάνουμε, συνεπώς, στο σημείο ο πλησιέστερος θεσμός προς τον πολίτη, η αυτοδιοίκηση, αυτός που οφείλει να τον προστατεύει χωρίς κομματικές δεσμεύσεις, να γίνεται πεδίο κομματικών σχεδιασμών και φερέφωνο κομματικών επιταγών. Η τοπική κοινωνία όμως δεν μπορεί να γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης σκοπιμοτήτων των πολιτικών κομμάτων, διότι τότε χάνεται το πραγματικό νόημα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αφού δεν είναι πια αυτοδιοίκηση, αλλά άγεται και φέρεται από τη δίνη των πολιτικών διενέξεων.
Ο τρόπος επιλογής των υποψηφίων για τις δημοτικές εκλογές δείχνει ότι τα κόμματα ελάχιστα έχουν διδαχθεί από την κρίση. Εξακολουθούν, δυστυχώς, να βλέπουν την τοπική αυτοδιοίκηση ως προέκταση του μηχανισμού εξουσίας τους, αντί να δώσουν χώρο στην κοινωνία των πολιτών. Συνεχίζεται έτσι η παθογένεια που εγκαινιάστηκε εδώ και δεκαετίες.
Αυτό που απαιτείται είναι μία υπέρβαση από τους ίδιους τους πολίτες, γιατί η απόφαση παραμένει πάντα στο δικό τους χέρι και είναι σίγουρα η ώρα να αναλογισθούν αν μέσω της ψήφου τους θα δώσουν δύναμη σε έναν συνδυασμό που στηρίζεται σε όραμα, ιδέες, προτάσεις για τη βελτίωση της καθημερινότητάς τους ή σε όσους μηρυκάζουν κομματικές γραμμές και γίνονται παρακολούθημα της κεντρικής εξουσίας.
Είναι καιρός να αποφασίσουμε όλοι μας αν θέλουμε για τον τόπο μας το μέλλον που επιδιώκει κάθε κομματικός σχηματισμός ή εμείς οι ίδιοι. Γιατί η επιλογή ενός ανεξάρτητου υποψήφιου, που αφουγκράζεται τις ανάγκες της τοπικής είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος να υλοποιηθούν αλλαγές «από τα κάτω προς τα πάνω». Είναι ο μόνος τρόπος να δώσουμε στην κοινωνία όσα αξίζει και ένα μέλλον στέρεο, δομημένο πάνω σε πολιτικές που αφετηρία έχουν την επιθυμία για προσφορά και βελτίωση της ζωής μας.
Είναι η ώρα να μιλήσουμε με ειλικρίνεια. Η διαδρομή όλων είναι γνωστή και αυτό δεν μπορεί να καλυφθεί από θεωρητικά και λεκτικά σχήματα που στοχεύουν στην ωραιοποίηση της αλήθειας. Δεν υπάρχει ad hoc ανεξάρτητος υποψήφιος. Δεν είναι κανείς ανεξάρτητος για δύο μήνες μέχρι τις εκλογές. Ανεξάρτητος και αδέσμευτος είναι κανείς από όλη του τη διαδρομή.
Και αυτό οι πολίτες είναι πολύ έμπειροι για να το κατανοήσουν και να πράξουν προς το συμφέρον του τόπου τους, αλλά και της ίδιας της έννοιας της «αυτο-διοίκησης».
Αργύριος Σωτ. Τσακνής
Οικονομολόγος, ΑΜΙΑ, ΒΑ, MSc
Υποψήφιος Δήμαρχος Δήμου Αριστοτέλη
[1] Λυριτζής Χ., Κόμματα και Δημοτικές Εκλογές. Η ανασυγκρότηση μιας Μακρόβιας Σχέσης, σ. 9-10, 2017