Ήταν Αύγουστος τού 1922. Ήμουν μικρό παιδί τότε και μόλις είχα γυρίσει με τούς γονείς μου από την Τριγλιά, που περάσαμε τις θερινές διακοπές μας.
Τακτοποιούσαμε το καινούργιο σπίτι μας στο Καντίκιοϊ της Πόλης, για μόνιμη πια έγκατάσταση, υστέρα από τόσους και τόσους διωγμούς. ’Εγώ προσωπικά, ετοιμαζόμουν να γυρίσω στη Σμύρνη όπως κάθε χρόνο από το 1919 ως το 1922 για να συνεχίζω τις σπουδές μου στην περίφημη Ευαγγελική Σχολή ,κάτω από την άμεση επίβλεψητού Μεγάλου θείου μου Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου. Εκείνες τις μέρες κυκλοφορούσαν δυσάρεστες ειδήσεις, για την κατάσταση τού Ελληνικού στρατού στο Μικρασιατικό Μέτωπο. Μιλούσαν για ύποχωρήσεις, πού μπορούσε να εξελιχτούν σε συμφορά. Αλλά όλοι είχαμε την ελπίδα, πώς κάτι θα γένη να σωθεί, την τελευταία στιγμή, ή κατάσταση.
Ξαφνικά, τα μαντάτα άρχισαν νά γίνονται από μέρα σε μέρα πιο άσχημα.
[metaslider id=104106]
Οι Τούρκοι άρχισαν στην Πόλη νά παίρνουν θάρρος —θάρρος πού δεν είχαν πρώτα νά κάνουν διαδηλώσεις, να ζητωκραυγάζουν τον Κεμάλ —Γιαμασίν Κεμάλ Πασά καινα γίνονται προκλητικοί απέναντι στους. Έλληνες. Οι καρδιές όλων μας, μικρών και μεγάλων, σφίγγονταν από την άγωνία. Οί γονείς μου αποφάσισαν να καθυστερήσουν το ταξίδι μου προς την Σμύρνη, έως ότου ξεκαθαρισθεί ή κατάστασης. Και ξαφνικά ένα πρωί ακούστηκε το τραγικό μαντάτο. Τό μέτωπο έσπασε. Ό Ελληνικός Στρατός υποχωρεί άτακτα. Οι Τούρκοι προελαύνουν και οι άτακτοι τού Κεμάλ καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους, δεν αφήνουν τίποτε όρθιο, λεηλατούν, βιάζουν, σκοτώνουν. Απέραντη αγωνία και απελπισία στις ψυχές ολων μας. Τι θα απογίνουν οι δικοί μας, οι συγγενείς μας οι πατριώτες μας. Ένα μεσημέρι φθάνει στο σπίτι κάτωχρος ό πατέρας και μάς διαβάζει ένα έγγραφο του Προέδρου της Τρίγλιας, Ιατρού κ. Κ. Κόνδυλένιου — πατέρα της γυναίκας μου υπογεγραμμένο από όλα τα μέλη του Κοινοτικού Συμβουλίου, πού ήταν μια απελπισμένη κραυγή, μια έκκληση: Συμπατριώτη και φίλε κ. Φίλιππε Καβουνίδη σώσε μας. Κάνε ότι μπορείς, στείλε όσα καράβια μπορείς, πλήρωσε οτιδήποτε για λογαριασμό μας, να σωθούμε και θα στο χρωστάμε όσο ζούμε… εμείς και τα παιδιά μας…
Αυτά έλεγε το έγγραφο πού το φύλαξα, σαν κειμήλιο, άλλα δεν το βρίσκω τώρα, δυστυχώς, στα αρχεία μου. Ίσως ζουν ακόμη μερικοί άπο κείνους πού το υπέγραψαν
τότε και το θυμούνται. ‘Ο πατέρας, στη συνέχεια, να μπόρεση να βοηθήσει τούς συμπατριώτες μας, στην τραγική αυτή στιγμή, χωρίς να λογαριάσει υποχρεώσεις, έξοδα, θυσίες. Η μητέρα μου έκλαιγε όχι μόνο για την καταστροφή του χωριού και της Ελλάδος, άλλα γιατί στην Τριγλιά ευρίσκοντο σε διακοπές, όλες οι αδελφές της, οι συγγενείς της και στην Σμύρνη κινδύνευε ο αδελφός της, Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος.
Όλοι ήμασταν , άλαλοι και κλαίγαμε. Ο πατέρας συζητούσε με τον εαυτό του φωναχτά, γυρεύοντας λύση στο που και πώς θα βρει και άλλα πλοία να στείλει.
Ξαφνικά ξεπήδησε στη σκέψη του η ιδέα να ναύλωση ένα υπερωκεάνιο, το Κωνσταντινούπολις», πού βρίσκονταν, τις μέρες εκείνες, στην Πόλη. Θα διέθετε για τον σκοπό αυτό, οτι είχε και δεν είχε. Έπρεπε να το στείλει, να μεταφέρει όλους τούς Τριγλιάνούς με όσα περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν να διασώσουν και μαζί μ αυτούς και τους Σιγηνούς, Μουντανιώτες καί Κιώτες. Έφυγε από το σπίτι τρέχοντας. Πήγε στο λιμεναρχείο. Ζήτησε την σχετική άδεια. Τού την έδωσαν.Συμφώνησε με την εταιρία, πού είχε το «Κωνσταντινούπολις», να αναλάβει όλα τα τεράστια έξοδα, για να κίνηση το υπερωκεάνιο και να τούς πλήρωση ένα πολύ υψηλό ναύλο, γιατί είχαν τον δικαιολογημένο φόβο πώς θα συλληφθεί ή βυθιστεί το βαπόρι από τούς Τούρκους.
[metaslider id=104117]
Και ενώ ή συμφωνία είχε προχωρήσει και είχε φθάσει στο τέλος της, πήρε ένα τηλεφώνημα από τον Πατριάρχη ότι τον ζητά επείγοντος Τρέχει στο Πατριαρχείο να μάθη τί τον θέλουν. Ο Πατριάρχης του λέγει, ότι πληροφορήθηκε τις ενέργειες του, για την ναύλωση του «Κωνσταντινούπολις», τον συγχαίρει για τις προσπάθειές του και τις θυσίες του, άλλα του ζητεί να σταλεί το «Κωνσταντινούπολις» στη Σμύρνη, πού κινδύνευε περισσότερο. Ό πατέρας εξήγησε στον Πατριάρχη ότι αυτό δεν ήταν πρακτικά δυνατόν, για τρεις λόγους. Πρώτα γιατί έως ότου ετοιμασθεί το υπερωκεάνιο, φόρτωση την ποσότητα κάρβουνα, πού χρειαζόταν για το ταξίδι στην Σμύρνη και κάνη την διαδρομή προς Σμύρνη, ή Σμύρνη θα είχε πέσει και θα έφθανε εκεί κατόπιν εορτής, χωρίς να μπορεί πια να προσφέρει καμιά βοήθεια. Δεύτερον γιατί ή δαπάνη ήταν πολύ μεγάλη για τούς ώμους του και Τρίτον γιατί, αν προσφερόταν να ξόδεψη οτι είχε και δεν είχε, το έκανε μόνο γιατί ήθελε με κάθε προσωπική του θυσία, να σώσει τούς συγγενείς τούς φίλους και τούς συγχωριανούς του, από τον βέβαιο θάνατο από τούς Τούρκους.
Το Πατριαρχείο επέμενε στο να σταλεί το «Κωνσταντινούπολις» στην Σμύρνη και τελικά ό πατέρας αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την προσπάθειά του, να ναύλωση το υπερωκεάνιο, αφού δεν τον άφηναν να το στείλει εκεί πού ήθελε, δηλαδή στην Τριγλιά.Φυσικά, είχε δίκαιο, ως προς το ταξίδι τού «Κωνσταντινούπολις» στη Σμύρνη, γιατί την άλλη μέρα το πρωί ή Σμύρνη έπεφτε στα χέρια των Τούρκων άτακτων και φυσικά το«Κωνσταντινούπολις» δεν θα είχε προφθάσει, ούτε να φύγει καν για το ταξίδι του προς την Σμύρνη. Ή αποτυχία του, με την ναύλωση του «Κωνσταντινούπολις» τον έφερε σε πλήρη απελπισία.
Γύρισε στο σπίτι συντετριμμένος από την απόγνωση. Και τότε μια άλλη σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Από τα άλλα, ιδιόκτητα πλοία πού είχε, το «Ευστράτιος Καβουνίδης» ταξίδευε, τις μέρες εκείνες, στη Ρουμανία και επομένως δεν πρόφταινε, να το γυρίσει πίσω, για να σταλεί στην Τριγλιά.
Και το «Βηθυνία» ήταν αχρηστεμένο, με το ένα από τα δύο καζάνια του σε επισκευή.
’Αν το ξεκινούσε μόνο με ένα καζάνι. Δεν θα μπορούσε να ταξιδέψει βέβαια με ολη του την ταχύτητα. Ούτε με πλήρη ασφάλεια. Θα μπορούσε όμως να αποτελέσει μια λύση μια λύση ανάγκης .
Και για να αντιμετώπιση τον κίνδυνο τυχαίας ζημιάς του μοναδικού καζανιού πού υπήρχε, τοτε θα έμενε καραβοφάναρο το βαπόρι, στο πέλαγος, σκέφθηκε να στείλει, για ασφάλεια, ένα ρυμουλκό. Θα τον άφηνε όμως το λιμεναρχείο ν’ αναλάβει το τόλμημα;
Υπό κανονικές συνθήκες, ούτε σκέψη καν μπορούσε να γένη, οι αρχές δεν θα επέτρεπαν κάτι τέτοιο.
‘Αλλά με τις συνθήκες πού είχαν δημιουργηθεί με τον κίνδυνο τού Τούρκου επιτετραμμένου , άραγε θα τού έδιναν την άδεια; Ξανάρχισαν τα τρεχάματα και τα παρακάλια. Στο τέλος τού δώσανε την πολυπόθητη άδεια. Γύρισε το βράδυ σπίτι ανακουφισμένος.
Το «Βιθυνία» ετοιμαζόταν πυρετωδώς και το ρυμουλκό είχε βρεθεί να το συνοδέψει…
Το ρυμουλκό πού ή θεία πρόνοια είχε φροντίσει χάρη στη ζημιά του ενός καζανιού να είναι απαραίτητο σαν ασφάλεια και πού θα αποδεικνυόταν σωτήριο για τη διάσωση των Τριαγλιανών. Ή μητέρα παρακαλούσε τον πατέρα, να σκαφθεί, το πώς θα φύγουμε και μείς ένα τσούρμο μικρά παιδιά τότε να σωθούμε, γιατί ό πατέρας είχε ήδη τρεις καταδίκες σε θάνατο από το Τουρκικό κομιτάτο, για τις υπηρεσίες πού προσέφερε στην Ελλάδα.
Και φυσικά τώρα υπήρχε κίνδυνος να τον εκτελέσουν οι εξαγριωμένοι Τούρκοι, από τη μια στιγμή στην άλλη. Εκείνος όμως είχε άλλα στο νου του. Και κάποια στιγμή τον άκούσαμε ήρεμα μα αποφασιστικά, να μάς λέει, πώς πήρε την απόφαση, να πάει ο ίδιος στην Τριγλιά με το «Βιθυνία» την ώρα πού όλοι έφευγαν όπως από εκεί για να μη διακινδύνευση το έργο της σωτηρίας. Κι’ αυτό, γιατί φοβότανε πώς ο πλοίαρχος ή το πλήρωμα μπορούσε να φοβηθούν και να φύγουν, πριν ολοκληρώσουν το σωτήριο έργο τους. Μάταια ή μητέρα έκλαιγε και τον παρακαλούσε ν’ αλλάξει γνώμη είχε μικρά παιδιά, πού κινδύνευαν να μείνουν ορφανά… Εκείνος επέμεινε… Τελικά συμβιβάστηκαν, με το να της υποσχεθώ, πώς δεν θα βγει έξω από το πλοίο, στή στεριά, για κανένα λόγο…
Έτσι έφυγε το Βιθυνία με το ρυμουλκό και τον πατέρα και έφθασε στην Τριγλιά.
Βρήκε μια Τριγλιά έρημη από κάθε πλεούμενο. Και ή τελευταία βάρκα είχε φύγει προς την σωτηρία. Και χιλιάδες Τριαγλιανοί και κάτοικοι των γειτονικών χωριών ι είχαν συγκεντρωθεί στην παραλία και περίμεναν την σωτηρία — το βαπόρι πού θα έστελνε ό Φίλιππος Κάβουνίδης.
Το «Βιθυνία» μεγάλο πλοίο δεν μπορούσε να πλησιάσει στην παραλία. Και ούτε βάρκες ούτε καΐκια υπήρχαν πια, να μεταφέρουν τον κόσμο στο πλοίο.
Ή θεία πρόνοια όμως, ανέφερα προηγουμένως, είχε βάλει το χέρι της. Τα ρυμουλκό, πού συνόδευε το Βιθυνία για λόγους μόνον ασφαλείας, άρχισε να πλησιάζει στη στεριά και να πλευρίζει την προβλήτα πού πριν από λίγα χρόνια είχε κατασκευάσει ο Ελληνικός Στρατός στην Τριγλιά ύστερα από παράκληση τού Δεσπότη της Σμύρνης. Ό κόσμος έριχνε, όπως – όπως, ότι είχε κατορθώσει να πάρει μαζί του, στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, έμπαινε μέσα και αυτό γεμάτο τούς έφερνε στο «Βιθυνία». Εκεί τα πράγματά τους έμπαιναν στα αμπάρια τού πλοίου και ο κόσμος κούρνιαζε στις καμπίνες, στα καταστρώματα και στα υποστρώματα του πλοίου. Χιλιάδες μπήκαν έτσι στο πλοίο σώζοντας τελικά τη ζωή τους και οτι πιο πολύτιμο κατόρθωσαν να πάρουν μαζί τους. Σε κάποια στιγμή ο πατέρας,παραβαίνοντας τις υποσχέσεις πού είχε δώσει στη μητέρα, πήρε μερικούς ναύτες οπλισμένους και βγήκε στη στεριά.Γύρισε τις εκκλησίες της Τρίγλιας, πήρε τις πιω πολύτιμες και θαυματουργές εικόνες την ΠΑΝΤΟΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και την ψηφιδωτή ΑΓΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΉ, πήρε τα δισκοπότηρα, τούς χρυσούς και ασημένιους σταυρούς των εκκλησιών, πήρε τα μουσικά όργανα, πού ο ίδιος είχε χαρίσει στην Τριγλιά, και τα έφερε στο πλοίο. “Αργότερα τα παρέδωσε στην Ελληνική Κυβέρνηση. Επειδή μερικοί Τριγλιανοί δίσταζαν να φύγουν από το χωριό και να αφήσουν τις περιουσίες τους, τρέχοντας προς το άγνωστό, προσπάθησε να τους πείσει πώς ήταν βέβαιο, πώς οι Τούρκοι, πού κατέβαιναν άγριοι, θα τούς περνούσαν από το μαχαίρι. Εκείνοι έμειναν αμετάπειστοι. Για να επιτύχει να σώσει και τούς λίγους αυτούς παρά το πείσμα τους πήρε σαν όμηρους στο πλοίο τις οικογένειες των λίγων Τούρκων πού έμεναν στην Τρίγλια. Όταν πια άδειασε ή παραλία από τον κόσμο, το «Βιθυνία», γεμάτο κόσμο ως τα κατάρτια, εγκατέλειψε την Τριγλιά και ό πατέρας δακρυσμένος που γεννήθηκε και αγάπησε να χάνεται σιγά – σιγά από τα μάτια του…
Σε λίγο οι Τούρκοι έφθασαν στο χωριό, έπιασαν τούς λίγους πού έμειναν εκεί και θέλησαν να τούς σκοτώσουν όλους. Ό φόβος όμως των αντιποίνων στις τουρκικές οικογένειες πού κρατούσε στο «Βιθυνία», σαν όμηρους ο πατέρας, τους κράτησε. Και έτσι σώθηκαν και οι λίγοι πού είχαν απομείνει στο χωριό και κατάφεραν με χίλια βάσανα να σωθούν προς την Πόλη, αργότερα. Το «Βιθυνία» έφθασε στη Ραιδεστό και άρχισε να βγάζει τον κόσμο και τα πράγματα πού είχε σώσει ο καθένας . Σέ λίγο θα ξαναγύριζε στην Πόλη να συνέχιση την επισκευή του, για να πάρει κι αυτό, αργότερα, το δρόμο τού γυρισμού προς την Ελλάδα. Μόνος έβλεπε, για τελευταία φορά το χωριό του. Το χωριό πού Την όμορφη αύτη ανάμνηση, όμορφη γιατί άφορα μια προσπάθεια ενός Ανθρώπου να κάνη κάθε θυσία, να κινδυνεύσει ό ίδιος για να σώσει τούς φίλους του και τούς συμπατριώτες του, σκιάζει μια Αγνωμοσύνη τέλεια Αδικαιολόγητη.
“Όλη ή κινητοποίηση των τόσων δικών μας πλοίων και ή ναύλωση των ξένων, Απαιτούσαν, φυσικά, έξοδα. Τα έξοδα τα πλήρωνε όλα ο πατέρας. Δεν τα λογάριαζε. “Άλλωστε είχε το γράμμα της Δημογεροντίας, πού του έγραφε «κάνε ότι μπορείς να μάς σώσεις.Μη σκαφθείς τι θά ξοδέψης. Θα σου χρωστάμε τη ζωή μας… “Όταν το «Βιθυνία» έφθασε στην Ραιδεστό, ο λογιστής του πλοίου στάθηκε στην έξοδο και σύμφωνα με εντολή τού πλοιάρχου δεχόταν, από όσους έβγαιναν στην στεριά, ότι μπορούσε και ήθελε ο καθένας να συνεισφέρω, για να πληρωθεί μέρος Από τα έξοδα τόσων πλοίων πού εστάλησαν να τούς σώσουν.
Και έδινε ο καθένας ότι ήθελε. Βρέθηκαν όμως άνθρωποι από εκείνους πού σώθηκε ή ζωή τους πού πήγαν στο λιμεναρχείο και κατήγγειλαν ότι στο πλοίο τούς ζητούσαν άκρύβω ναύλο!! Και αξιωματικός του λιμεναρχείου κατέφθασε να ελέγξει τί συμβαίνει.Βρήκε τον λογιστή, άνοιξε την τσάντα, πού έριχνε ο καθένας ότι ήθελε και τη βρήκε να έχει χάρτινες τούρκικες λίρες και μετζίτια. Μετρήθηκαν. Το ποσόν, πού είχε συγκεντρωθεί, δεν μπορούσε να καλύψει ούτε το ναύλο του ρυμουλκού!
Τί ντροπή!!
Σε λίγο με διάφορα πλοία, δικά μας και ξένα, άρχισαν να συρρέουν οι Τριγλιανοί στην Τένεδο και ύστερα στην Ελλάδα. Το «Ελλήσποντος», ρυμουλκώντας Τριγλιανά ψαροκάικα, και γεμάτο πρόσφυγες Τριγλιανούς, έφθασε στην Ραφήνα και αποβίβασε τούς πρώτους καινούργιους κατοίκους της. Σε μια γωνιά πού το κουνούπι και οι ελώδεις πυρετοί θέριζαν τον κόσμο και πού ύστερα από απέραντο μόχθο και προσπάθεια έγινε ή σημερινή όμορφη πολίχνη, το δροσερότερο θέρετρο της ’Αθήνας. Στην κορυφή ενός λοφίσκου, κοντά στη θάλασσα και δίπλα το νεκροταφείο της Νέας Τρίλιας, Ραφήνας, διάλεξε μια θέση για τον αιώνιο ύπνο του ό πατέρας. ’Έβαλε και άνοιξαν τον τάφο του εκεί, ζητώντας από όλους μας να τον εμπιστευτούμε στο χώμα της καινούργιας πατρίδας του, όταν κάποτε κλείσει τα μάτια του. ” Ήθελε να συνέχιση να βρίσκεται ανάμεσα στους συμπατριώτες του πού τόσο αγάπησε, Οι γραμμές μου αυτές, πού έχουν σκοπό να μάθουν οι νεότεροι πώς έτυχε να βρεθούν ξεριζωμένοι στην νέα μας πατρίδα και να ξαναθυμηθούν οι πιο παλιοί τις πικρές ώρες της καταστροφής, ας είναι και ένα ευλαβικό μνημόσυνο στη μνήμη εκείνου πού στάθηκε πάντα πολύ κοντά στο χωριό του, γραμμένο από το χέρι ενός από τους γιούς του, πού έζησε μικρός λες εκείνες τις τραγικές ώρες και πού έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη μνήμη του
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ . ΚΑΒΟΥΝΙΔΗΣ