Του Αλέκου Κοκκαλά
Χριστούγεννα 1921. Τελευταία φορά που μοσχοβόλησε ο αέρας της Μικρασιατικής Γης από τις παραδοσιακές μυρωδιές των χριστουγεννιάτικων γλυκισμάτων και φαγητών μας. Τελευταία φορά που ακούστηκαν τα Κάλαντα στην ευλογημένη πανάρχαιοι γη μας.
Οι Έλληνες της Ανατολής σέβονταν τα πατροπαράδοτα έθιμα και τα μετέφεραν, το 1922, στην Μητέρα Ελλάδα. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν τα άφησαν να αναμιχθούν με αυτά άλλων λαών, κι έτσι έφτασαν ανέπαφα, όπως πέρασαν από την Αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από κει στη νεότερη εποχή. Οι γιορτάδες διαρκούσαν όλο το Δωδεκαήμερο και οι νοικοκυρές από νωρίς ξεκινούσαν τις προετοιμασίες. Να καθαρίσουν το σπίτι, να προμηθευτούν την απαραίτητη ξυλεία για το τζάκι και τη μαγειρική. Το πολύ κρύο της εποχής βοηθούσε να γίνονται βεγγέρες στα σπίτια, να μαζεύεται όλη η οικογένεια στο σπίτι. Η κατάλληλη εποχή για τις διηγήσεις με τους καλικαντζάρους και άλλες χριστουγεννιάτικες ιστορίες πραγματικές ή φανταστικές.
Παραμονές άρχιζαν να φτιάχνουν τα παραδοσιακά γλυκά. Φοινίκια , κουραμπιέδες, πίτες, δίπλες, ήταν η χαρά των ημερών.
Τα ρομβοειδή αετουδάκια, όπου πατούσαν σφραγίδα σε σχήμα δικέφαλου αετού , είναι ο συμβολισμός του Βυζαντίου που πέρασε μέσα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στη Μικρασία.
Στα ζεστά σπιτικά τη χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα τόνιζαν μεγάλα κλαδιά οπωροφόρων δένδρων όπου κρεμούσαν καρπούς, πορτοκάλια. Γνωστά ήταν και τα στολισμένα έλατα ή μεγάλα κλαδιά πεύκου. Το βράδυ της Παραμονής έβγαιναν στους δρόμους να ψάλουν τα κάλαντα ομάδες παιδιών και μεγάλων. Κρατούσαν φαναράκια για να φέγγουν το δρόμο, ένα καράβι φτιαγμένο από τους ίδιους, εικόνισμα της Βρεφοκρατούσας Παναγιάς.
Συνηθιζόταν τα κάλαντα να συνοδεύονται και από παραδοσιακά όργανα. έλεγαν τα κάλαντα το πρωί της Παραμονής, επειδή το κρύο ήταν έντονο την νύχτα στα ορεινά, αλλά και για άλλους λόγους. Τα σπίτια άνοιγαν πρόθυμα στους καλαντιστές που καλοτύχιζαν και εύχονταν στους νοικοκυραίους. Ανταμοιβή τους ήταν καρποί, φρούτα, γλυκίσματα.
Η νηστεία του Σαρανταημέρου έφθανε στο τέλος της. Οι οικογένειες προετοιμάζονταν για να μεταλάβουν στη μεγάλη Χριστουγεννιάτικη Λειτουργία. Την παραμονή έπρεπε να λούσουν τα μαλλιά τους, να πάρουν το μπάνιο τους μικροί και μεγάλοι, να ζητήσουν συγγνώμη μεταξύ τους και τα παιδιά να ζητήσουν την ευχή των παππούδων, των γιαγιάδων και των νονών τους κάνοντας μετάνοια και φιλώντας τους το χέρι, επειδή όφειλαν να δεχθούν τη Θεία Κοινωνία καθαροί στο σώμα και στην ψυχή. Αξημέρωτα ετοιμάζονταν για την εκκλησιά.
Σε πολλές περιοχές περνούσε ο άνθρωπος που άναβε τα φανάρια του δρόμου και με τη μαγκούρα του κτυπούσε τις εξώθυρες καλώντας τους χριστιανούς να ξυπνήσουν γιατί πλησίαζε η ώρα της Λειτουργίας. Και τότε άνοιγαν οι πόρτες και οι χριστιανοί με φαναράκια στο χέρι πήγαιναν στην εκκλησιά. Επέστρεφαν στο σπίτι πριν φέξει, όπου όλη την νύχτα έκαιγε το τζάκι με κούτσουρα, που τα ονόμαζαν του Χριστού και έκαιγαν τρεις ημέρες.
Το μεσημέρι στρωνόταν το γιορταστικό τραπέζι της οικογένειας, όπου δέσποζε το χριστόψωμο με το καρύδι, το χοιρινό, η κότα ή ο πετεινός, η ζεστή σούπα και τα τοπικά εδέσματα κάθε περιοχής. Ποτέ δεν ξεχνούσαν τις φτωχές οικογένειες, τις οποίες ενίσχυαν όσο μπορούσαν για να έχουν τα απαραίτητα τις χρονιάρες μέρες.
Πολλά από όλα αυτά τα μετέφεραν οι παππούδες μας στην Νέα Τρίγλια και τα ζήσαμε και μείς με τους γονείς μας. Τα δώρα στο χωριό δεν τα στέλναμε τις γιορτές δεν τα έφερνε ο Άγιος Βασίλης ο άη Νικόλας ο θαλασσινός τά έφερνε στη γιορτή του. Και τα Φώτα οι νουνές στέλνανε στα αδεξίμια λαμπάδες περασμένες στο πορτοκάλι στολισμένες με καραμέλες βραχιόλια ζαχαρένια. Τελείωσε λοιπόν η λειτουργία στην Παντοβασίλισσα έχει χαράξει και όλοι τρέχουν βιαστικοί να φάνε βραστό κοτόπουλο και το κεφάλι του κόκορα στον Κύρη.
Καλές Γιορτές Ευτυχισμένο το 2020