Παρά τις άμεσες διαβεβαιώσεις από τις ελληνικές αρχές, ότι δεν υπάρχει περίπτωση επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού στο δημόσιο, η δικαστική προσφυγή της ΑΔΕΔΥ για ανάκτηση των δώρων που κόπηκαν κατά τη διάρκεια των μνημονίων, κινητοποίησε άμεσα το ΔΝΤ.
Στα πρώτα συμπεράσματα της τακτικής αξιολόγησης της οικονομίας, με βάση το άρθρου IV του καταστατικού του, το Ταμείο χτύπησε και το καμπανάκι για τις αυξήσεις μισθών στο δημόσιο. Τόνισε σε μια από τις παρατηρήσεις του ότι οι υπερβολικές αυξήσεις στο δημόσιο και τις συντάξεις, θα πρέπει να αποφευχθούν. Η στενή εμπλοκή του ΔΝΤ με τα δημοσιονομικά της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια των μνημονίων, έχει εμπεδώσει την πεποίθηση ότι την εισοδηματική πολιτική του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα, δεν την καθορίζει μόνο το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με βάση τα οικονομικά δεδομένα, αλλά και τα δικαστήρια. Η εισοδηματική πολιτική μέσω δικαστηρίων, ήταν πιο συνετή κατά τη διάρκεια της κρίσης. Δεν ξέρει όμως κανείς, τι θα γίνει τώρα που η Ελλάδα αφήνει σταδιακά πίσω τις συνέπειες της κρίσης και μάλιστα, έχει μια οικονομία που έχει τα τελευταία χρόνια, υπεραπόδοση στα φορολογικά έσοδα.
Η καλή πορεία της οικονομίας, φαίνεται ότι επαναφέρει “κεκτημένα” συμφέροντα για το δημόσιο τομέα, τα οποία όμως το 2010, αποτελούσαν μέρος του προβλήματος που έφερε στην Ελλάδα στον εφιάλτη των μνημονίων. Η ικανοποίηση του αιτήματος για επαναφορά των δώρων στο δημόσιο, θα έχει ένα καθαρό μισθολογικό κόστος στο δημόσιο ύψους 2,5 δις ευρώ, το οποίο μαζί με τις εισφορές θα αυξηθεί στα 3 δις ευρώ. Μάλιστα, επειδή η επαναφορά θα είναι μόνιμο μέτρο, τα χρήματα αυτά θα πρέπει να είναι εξασφαλισμένα , όχι μόνο για φέτος ή και το επόμενο χρόνο, αλλά στο διηνεκές.
Από την άλλη, το ΔΝΤ είναι ο μόνος μη ιδιωτικός οργανισμός, ο οποίος αναγνωρίζεται και από τους οίκους αξιολόγησης που βαθμολογούν το αξιόχρεο της Ελλάδας, ως τον διεθνή οργανισμό, ο οποίος μπορεί να πιστοποιήσει τη βιωσιμότητα του χρέους ενός μέλους του. Αν στην τελική έκθεση που θα βγει σε κάποιους μήνες για την αξιολόγηση της Ελλάδας, υπάρχει σαφής αιχμή για δικαστικές διεκδικήσεις δικαιωμάτων τα οποία καταργήθηκαν κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων διάσωσης, είναι πολύ πιθανό να έχει συνέπειες και για τις αξιολογήσεις της οικονομίας, από την Moody’s, την S&P, την DBRS, την SCOPE και τους υπόλοιπους οίκους, οι οποίοι αξιολογούν όχι μόνο τους άμεσους, αλλά και τους μελλοντικούς κινδύνους για το χρέος.
Μακροπρόθεσμα βιώσιμο το χρέους
Τούτο δε, ειδικά τώρα, όταν το ΔΝΤ έχει άρει και τις τελευταίες επιφυλάξεις του, για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Ως γνωστό, μετά τη συμφωνία του 2018 για τη βιωσιμότητα του χρέους, το Ταμείο είχε δεχθεί την μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, αλλά επέμενε ότι μακροπρόθεσμα η Ελλάδα, θα χρειάζονταν περισσότερα μέτρα ελάφρυνσης. Στις τελευταίες εκθέσεις του, το ΔΝΤ έχει παραδεχθεί πλέον τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.
Μάλιστα, κατά τη χθεσινή συνέντευξη για την παρουσίαση των συμπερασμάτων της αξιολόγησης οι άνθρωποι του Ταμείου ξεκαθάρισαν, ότι το ΔΝΤ έχει συνυπολογίσει στις εκτιμήσεις του και την πορεία εξυπηρέτησης του χρέους μετά το 2032, όταν η Ελλάδα θα αρχίσει να αποπληρώνει το κεφάλαιο και τους τόκους ύψους 20 δις ευρώ από το δάνεια των 90 δισ. ευρώ από το EFSF, το οποίο πήρε το 2012, μπαίνοντας στο δεύτερο μνημόνιο. Συγκεκριμένα, διαβεβαίωναν ότι οι πληρωμές και μετά από το χρονικό ορόσημο του 2032, θα είναι ομαλές και το χρέος – αν δεν αλλάξει η πολιτική – θα παραμείνει βιώσιμο, στο διηνεκές. Ωστόσο θέματα με μεγάλο δημοσιονομικό κόστος όπως το αίτημα της ΑΔΕΔΥ για επαναφορά των δώρων μπορεί να αλλάξει της αξιολογήσεις του Ταμείου.