Στο πλαίσιο και των ευρωπαϊκών πολιτικών για την απανθρακοποίηση της ενιαίας αγοράς, η κυβέρνηση θέτει σε δημόσια διαβούλευση τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, ο οποίος περιλαμβάνει επενδύσεις άνω των 32 δισ. ευρώ μέχρι το 2030, με χρηματοδότηση τόσο από ιδιωτικούς όσο και από δημόσιους πόρους. Εμβληματικές είναι οι δρομολογημένες αλλά και προγραμματισμένες επενδύσεις στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, στον μετασχηματισμό του δικτύου και στην εισαγωγή των έξυπνων μετρητών στη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, στα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (νησιωτική χώρα και διεθνείς διασυνδέσεις), στα δίκτυα και στις υποδομές φυσικού αερίου, στην έρευνα υδρογονανθράκων, στην ενεργειακή αναβάθμιση του κτιριακού αποθέματος, στις υποδομές του τομέα μεταφορών, καθώς και στην τεχνολογική έρευνα.
Είναι ενδεικτικό, σύμφωνα με το πολυσέλιδο κείμενο που θα τεθεί σε εφαρμογή το 2019 και προσδιορίζει με σαφήνεια τους στόχους για τη μείωση των ρύπων θερμοκηπίου και της τελικής κατανάλωσης ενέργειας μέσα από δράσεις ενεργειακής απόδοσης και την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ, πως μόνο οι συνολικές νέες επενδύσεις στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές για την επόμενη δεκαετία εκτιμάται ότι θα επιφέρουν όφελος σε επίπεδο εγχώριας προστιθέμενης αξίας πάνω από 12 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια της λειτουργίας τους. Αντίστοιχα, πολλαπλά είναι και τα οφέλη στη δημιουργία άμεσων και έμμεσων θέσεων εργασίας από την ανάπτυξη και λειτουργία αυτών των έργων, καθώς εκτιμώνται ότι θα δημιουργηθούν και θα διατηρούνται πάνω από 15.000 νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης , για τα επόμενα 25 έτη.
Η διείσδυση των ΑΠΕ
Με τον εθνικό ενεργειακό σχεδιασμό, το μερίδιο ΑΠΕ στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας για το 2030 προκύπτει ότι θα ανέρχεται σε 32%, σε σχέση με τον ελάχιστο στόχο που έχει τεθεί για 30%. Το μερίδιο των ΑΠΕ στην ηλεκτροπαραγωγή θα ανέλθει στο 55% και ο λιγνίτης θα πέσει στο 17%. Βασικό καύσιμο στη μεταβατική περίοδο θα είναι το φυσικό αέριο.
Η τελική κατανάλωση ενέργειας το έτος 2030 εκτιμάται να είναι σημαντικά χαμηλότερη σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις που είχαν εκπονηθεί το 2007 και επιτυγχάνονται ποσοστά μείωσης κατά 32% σε σχέση με τον ελάχιστο εθνικό στόχο που έχει τεθεί για 30% αντίστοιχα. Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εκτός ΣΕΔΕ (Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών) εκτιμάται στο επίπεδο του 31% το έτος 2030 σε σχέση με το έτος 2005, με τον θεσπισμένο στόχο να βρίσκεται στο 16%.
Ηλεκτροκίνηση
Ιδιαίτερη αναφορά στο εθνικό σχέδιο γίνεται για την ηλεκτροκίνηση στις οδικές αναφορές. Ο στόχος που τίθεται είναι το 10% του στόλου των επιβατικών οχημάτων το 2030 να κινούνται με ηλεκτρικό ρεύμα.
Αυτό προβλέπεται να γίνει με την ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου οικονομικής υποστήριξης της χρήσης ηλεκτροκίνητων οχημάτων, όπως μέσω της θέσπισης αποδοτικών φοροκινήτρων ή και φοροαπαλλαγών. «Στο πλαίσιο αυτό προγραμματίζονται ολοκληρωμένες παρεμβάσεις κατά το επόμενο διάστημα σε κανονιστικό επίπεδο ώστε να δρομολογηθούν όλες αυτές οι προϋποθέσεις για την υγιή και βιώσιμη ανάπτυξη της ηλεκτροκίνησης στη χώρα μας», αναφέρεται στο κείμενο. Έμφαση θα δοθεί σε κατηγορίες οχημάτων με υψηλό μεταφορικό έργο (π.χ. ταξί, λεωφορεία, εταιρίες ταχυμεταφορών-ενοικιάσεων κ.λπ.) και άρα εν δυνάμει μεγάλου ενεργειακού και περιβαλλοντικού οφέλους.
Ενεργειακή αναβάθμιση ακινήτων
Μεγάλες παρεμβάσεις δρομολογούνται και στην ενεργειακή απόδοση των ιδιωτικών και δημόσιων κτιρίων. Προβλέπεται να αναβαθμιστεί ενεργειακά και να ανακαινιστεί το 3% του συνολικού εμβαδού των κτιρίων που χρησιμοποιούνται από την κεντρική δημόσια διοίκηση σε ετήσια βάση έως το έτος 2030.
Η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος της χώρας αποτελεί βασική προτεραιότητα του Εθνικού Ενεργειακού Σχεδιασμού. Έτσι θα συνεχιστούν τα επιτυχημένα χρηματοδοτικά προγράμματα και η προσαρμογή τους, με σκοπό τη βελτίωση της οικονομικής τους αποδοτικότητας και την αποτελεσματικότερη συμβολή στην προστασία των ευάλωτων κοινωνικά ομάδων του πληθυσμού. Ο στόχος που τίθεται είναι η ενεργειακή αναβάθμιση του 10% των ελληνικών κατοικιών, εντός της δεκαετίας 2021- 2030, ήτοι 40.000 κατοικίες κάθε χρόνο.
Συνολικά η βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του κτιριακού αποθέματος αναμένεται να οδηγήσει σε 12 δισ. ευρώ αύξηση της εγχώριας προστιθέμενης αξίας και στο να δημιουργηθούν και να διατηρηθούν πάνω από 20.000 νέες θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.
Μέτρα προβλέπονται και για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ένδειας
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, θα εξεταστεί και η δυνατότητα εισαγωγής της «ενεργειακής κάρτας» ως μέτρου ενίσχυσης των ευάλωτων καταναλωτών ηλεκτρικής ενέργειας, που θα αντικαταστήσει τα υπόλοιπα μέτρα ενίσχυσης για κατανάλωση ενεργειακών αγαθών και θα δώσει στους καταναλωτές να επιλέξουν αυτοί τον τρόπο που θα καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Στοχευμένα χρηματοδοτικά προγράμματα θα σχεδιαστούν με σκοπό τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης κτιρίων κατοικίας ενεργειακά ευάλωτων νοικοκυριών.
Επιπρόσθετα, θα διερευνηθεί η παροχή κινήτρων τόσο στους παρόχους ενέργειας στο πλαίσιο του Καθεστώτος Επιβολής Υποχρέωσης Ενεργειακής Απόδοσης, όσο και στις Ενεργειακές Κοινότητες, ώστε να συμβάλουν ενεργότερα στην ενεργειακή αναβάθμιση των συγκεκριμένων κτιρίων.