Τροπολογία που λύνει τον «γόρδιο» δεσμό των δημιουργών και των δικαιούχων πνευματικής ιδιοκτησίας και της ιδιωτικής αναπαραγωγής του έργου τους, κατέθεσε σήμερα η υπουργός Πολιτισμού, Λυδία Κονιόρδου, λέγοντας ότι η Ελλάδα «είναι από τις χώρες εκείνες που καταβάλλουν τα λιγότερα για την ιδιωτική αναπαραγωγή στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης», αναφερόμενη «σε απόλυτα νούμερα, εισπράξεις, και όχι κατ’ ανάγκη σε νομοθετικές προβλέψεις».
Η τροποποίηση αφορά τη διάταξη του άρθρου 54 παρ. 2Α ν. 4481/2017, η οποία τροποποιούσε το άρθρο 18 ν. 2121/1993, γεγονός για το οποίο η κ. Κονιόρδου σημείωσε: «Δεν μας δόθηκε η ευκαιρία να διενεργήσουμε πλήρη δημόσια διαβούλευση για το θέμα αυτό, όπως θα θέλαμε κατά την εκπόνηση του ν. 4481/2017, κι αυτό διότι ο συγκεκριμένος νόμος είχε πάρα πολλά φλέγοντα ζητήματα, τα οποία έπρεπε να αντιμετωπιστούν».
«Διαπιστώσαμε στην πράξη» συνέχισε η υπουργός «ότι η διάταξη αυτή δεν ήταν δίκαιη και ισορροπημένη και δεν λάμβανε υπόψη της αιτήματα και των δύο πλευρών. Από τη μια των δημιουργών και δικαιούχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων και από την άλλη των εταιρειών εισαγωγής και κατασκευής μηχανημάτων και αποθηκευτικών μέσων πρόσφορων για ιδιωτική αντιγραφή. Για τον λόγο αυτό επικεντρωθήκαμε στο ζήτημα αυτό εκ των υστέρων. Ένα ζήτημα που είναι δύσκολο και επίκαιρο όχι μόνον για την Ελλάδα αλλά και για ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αποτελεί θα λέγαμε έναν γόρδιο δεσμό».
Για τη νομοθεσία σε σχέση με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές είπε ότι «ισχύει ό,τι προβλέφθηκε και τον Ιούλιο του 2017». Σε σχέση με εισπράξεις των οργανισμών από την ιδιωτική αναπαραγωγή αναφέρθηκε ενδεικτικά σε κάποια νούμερα. «Σε χώρες πληθυσμιακά παρόμοιες με την Ελλάδα, όπως η Αυστρία η συνολική εύλογη αμοιβή που καταβλήθηκε το 2015 στους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης ανήλθε περίπου σε 10 εκατ. ευρώ, στο Βέλγιο σε 25 εκατ. ευρώ και στην Πορτογαλία σε 3,5 εκατ. ευρώ, ενώ στην Ελλάδα για το ίδιο έτος, τα ποσά εύλογης αμοιβής που καταβλήθηκαν εκ μέρους των υπόχρεων, για όλα τα τεχνικά μέσα, συσκευές και υλικούς φορείς και αποθηκευτικά μέσα, ήταν συνολικά 1.593.407,92 ευρώ».