«Η Ελλάδα δεν έχει απορρίψει πρόταση του CERN για τη δημιουργία Κέντρου Πρωτονικής Θεραπείας για καρκινοπαθείς στην Ελλάδα, ούτε υπάρχει κάποια σχετική μελέτη από ΑΕΙ ή ερευνητικά κέντρα της χώρας μας για τη δημιουργία μιας τέτοιας εγκατάστασης στη χώρα μας».
Αυτό αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), που κάνει λόγο για «δημοσιεύματα τα οποία δυστυχώς ξεκίνησαν από κακώς πληροφορημένους επιστήμονες, οι οποίοι με ανυπόστατους ισχυρισμούς ομιλούν για απόρριψη εκ μέρους της Πολιτείας» και για «επώνυμους επιστήμονες που ομιλούν δημοσίως από ό,τι φαίνεται αποκλειστικά για προσωπικές τους στρατηγικές».
Σε δηλώσεις του στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ, ο καθηγητής Σωματιδιακής Φυσικής του ΕΜΠ, και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του CERN, Ευάγγελος Γαζής, αναφερόμενος στην καινοτόμο Μονάδας Ακτινοβολίας Καρκινικών Όγκων, έκανε λόγο για μια επένδυση συνολικού ύψους 100 εκατομμυρίων ευρώ, με επιστημονικά, τεχνολογικά και θεραπευτικά οφέλη που η κυβέρνηση ανεξήγητα απορρίπτει.
«Είναι μια εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη για τη χώρα μας η ανεξήγητη πολιτική απόφαση η της ΓΓ. Έρευνας και Τεχνολογίας και του προϊσταμένου της αναπληρωτή υπουργού Έρευνας και Καινοτομίας, Κώστα Φωτάκη να μη διεκδικήσει εξοπλισμό που προσπαθούσαμε εδώ και πολλά χρόνια να τον αποκτήσουμε», δήλωσε ο καθηγητής.
Πρόκειται, σύμφωνα με τον ο κ. Γαζή, για εξοπλισμό που αφορά τη θεραπεία του καρκίνου, όχι με ακτινοβολία, αλλά με σωματίδια, που είναι μια μοναδική πρωτοποριακή μεθοδολογία που εφαρμόζεται στα πολύ ανεπτυγμένα κράτη και στην Ευρώπη. «Αυτή η μεθοδολογία και θεραπεία είναι απολύτως καταξιωμένη, πάνω από 25.000 ασθενείς σε όλο τον κόσμο έχουν θεραπευθεί» υπογράμμισε ο καθηγητής.
Η απάντηση της ΓΓΕΤ
Σε ανακοίνωσή της, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, η ΓΓΕΤ διευκρινίζει ότι η συζήτηση αφορά στη δημιουργία ενός επιταχυντή και υποδομών για τη χρήση δέσμης πρωτονίων και άλλων θετικώς φορτισμένων σωματιδίων στα Δυτικά Βαλκάνια, με σκοπό τη θεραπεία καρκινικών όγκων και με βάση τεχνογνωσία του CERN στους επιταχυντές.
Η πρωτοβουλία, που ξεκίνησε πέρυσι από την κυβέρνηση του Μαυροβουνίου, περιλαμβάνει την ίδρυση Διεθνούς Ινστιτούτου Νοτιοανατολικής Ευρώπης για Βιώσιμες Τεχνολογίες («South East European International Institute for Sustainable Technologies»-SEEIIST) με αυτό το αντικείμενο. Στην πρωτοβουλία του Μαυροβουνίου συμμετέχουν Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Σερβία και Σλοβενία.
Όπως επισημαίνει η ΓΓΕΤ, «τη στιγμή αυτή, υπάρχει ως δεδομένο μόνο δήλωση προθέσεων εκ μέρους των ανωτέρω χωρών, ενώ δεν υπάρχουν ακόμη συγκεκριμένα στοιχεία για την προτεινόμενη νομική μορφή, την έδρα, τη χρηματοδότηση ή τη διαδικασία σύστασης του εν λόγω ινστιτούτου. Επίσης, δεν υπάρχουν ούτε οι αναγκαίες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, με δεδομένο το υψηλό κόστος μιας τέτοιας εγκατάστασης και της μετέπειτα λειτουργίας. Η συνολική επένδυση εκτιμάται στα 140-170 εκατ. ευρώ».
Η ΓΓΕΤ υπογραμμίζει ότι το εγχείρημα ευρίσκεται ακόμα σε προπαρασκευαστικό στάδιο, κατά το οποίο γίνονται ενέργειες κυρίως εκ μέρους του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, καθώς και συναντήσεις εμπειρογνωμόνων, στις οποίες μετέχει και το CERN. Επίσης, γίνονται ενέργειες για την εξεύρεση πόρων από την ΕΕ, ενδεχομένως μέσω ερευνητικών κονδυλίων από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία που είναι διαθέσιμα για τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει καμία διασφάλιση των απαιτούμενων πόρων.
Το υπουργείο Παιδείας και η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) παρακολουθούν το εγχείρημα από την αρχή, στο πλαίσιο της καλής γειτονίας και της ενίσχυσης της περιφερειακής συνεργασίας σε θέματα έρευνας και τεχνολογίας, σε συνεργασία με τους εθνικούς εκπροσώπους στο CERN, την ερευνητική κοινότητα και το υπουργείο Εξωτερικών, συμμετέχοντας σε όλες τις περιφερειακές συναντήσεις.
Η ΓΓΕΤ τονίζει ότι, όσον αφορά την ακτινοθεραπεία πρωτονίων «είναι μια υψηλού κόστους μέθοδος ακτινοβόλησης καρκινικών όγκων με πρωτόνια, που εφαρμόζεται στην αντιμετώπιση συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Η αποτελεσματικότητα της μεθόδου σε άλλους τύπους καρκίνου ευρίσκεται υπό συζήτηση».
Ανασταλτικό παράγοντα στην ευρεία χρήση της εν λόγω θεραπείας αποτελούν οι υψηλές τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις σε υποδομές και εγκαταστάσεις, τόσο κατά τη κατασκευή τους, όσο και κατά τη λειτουργία, καθώς τα λειτουργικά έξοδα υπολογίζονται σε περίπου ένα εκατ. ευρώ ετησίως. Για τους λόγους αυτούς, κατά τη ΓΓΕΤ, υπάρχει διεθνώς έντονη κινητικότητα στην επιστημονική και επιχειρηματική κοινότητα για την αντικατάσταση της θεραπείας αυτής με άλλες μεθόδους.
Για «ανώριμο εγχείρημα» μιλά ο Φωτάκης
Η ανάπτυξη ενός κέντρου πρωτονικής θεραπείας στην Ελλάδα είναι «ένα εγχείρημα ανώριμο στην παρούσα φάση», αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Έρευνας και Καινοτομίας Κώστας Φωτάκης σε απάντησή του στα δημοσιεύματα για το «Όχι στο CERN», τα οποία εμφανίζουν τον Τομέα Έρευνας και Καινοτομίας του υπουργείου Παιδείας και τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) να ολιγωρούν ή να αδιαφορούν για την ανάπτυξη σχετικής δραστηριότητας στη χώρα.
Όπως αναφέρει ο υπουργός, «το κόστος μιας τέτοιας επένδυσης είναι υψηλό, σε συνδυασμό με το πειραματικό ακόμη στάδιο της αποτελεσματικότητας και της περιορισμένης ευρύτητας εφαρμογών της συγκεκριμένης μεθόδου», ειδικά «αν ληφθεί υπόψη ότι στις συνήθεις και κατά πολύ οικονομικότερες ακτινοθεραπείες έχουν ήδη σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στον περιορισμό των παρενεργειών».
Ο κ. Φωτάκης επισημαίνει ότι η Ελλάδα από την αρχή της συζήτησης για την ενδεχόμενη εγκατάσταση στο Μαυροβούνιο της υποδομής με τεχνογνωσία του CERN, παρακολουθεί στενά το εγχείρημα και συμμετέχει σε όλες τις συναντήσεις στο πλαίσιο καλής γειτονίας και περιφερειακού συντονισμού. Τονίζει ακόμη ότι το απαιτούμενο κόστος εγκατάστασης επιχειρείται να προέλθει από ειδικούς πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απευθύνονται στις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί.
Ο υπουργός επισημαίνει ότι η έρευνα και η εφαρμογή νέων τεχνολογιών στην Υγεία αποτελεί τομέα υψηλής προτεραιότητας για το υπουργείο, που έμπρακτα προωθεί την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών, όπως η εμβληματική Δράση για τη δημιουργία Εθνικού Δικτύου Ιατρικής Ακριβείας με έμφαση στην Ογκολογία. Τέλος, αναφέρει ότι «τέτοιου είδους πιέσεις για τη διαμόρφωση επιστημονικών επιλογών, μέσω της δημιουργίας θορύβου στον Τύπο, είναι όχι μόνο αντιδεοντολογικές και αντιεπιστημονικές, αλλά συχνά υποκρύπτουν τακτικισμούς εξυπηρέτησης προσωπικών φιλοδοξιών που υποκινούνται από ιδιοτελή κίνητρα».