Μιλτιάδης  Δ. Πολυβίου
Δρ. Αρχιτέκτων
[email protected]

 

Στις 8 Ιουλίου η Υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη εγκαινίασε στη Χαλκιδική έκθεση με θέμα τη συμμετοχή των Χαλκιδικιωτών στην επανάσταση του 1821. Η έκθεση στεγάζεται στο κτιριακό συγκρότημα Ιουστινιανός, δηλαδή στο συγκρότημα των τριών κτιρίων που σώζονται από το παλαιό μετόχι της αγιορείτικης Μονής του Αγίου Παντελεήμονος, το οποίο βρίσκεται στα Νέα Φλογητά. Πριν από χρόνια το συγκρότημα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού, τα κτίρια αναστηλώθηκαν και συντηρήθηκαν, και τώρα στεγάζουν σε ένα μέρος των διαθέσιμων χώρων τους εργαστήρια συντήρησης κειμηλίων και εικόνων, καθώς και μια μικρή έκθεση αρχαιολογικών ευρημάτων. Για την ολοκληρωμένη χρήση του συνόλου συντάσσεται, με ευθύνη της αρμόδιας Εφορείας Αρχαιοτήτων, η σχετική μελέτη, στόχος της οποίας είναι φυσικά η οργάνωση της χρήσης του συγκροτήματος κατά τρόπο που να αναδεικνύει και να προβάλλει ολοκληρωμένα την ιστορική ταυτότητα του τόπου. Για το θέμα αυτό είναι όμως ανάγκη να ξεκαθαριστούν κάποια πράγματα.

Η Χαλκιδική έχει ιστορία χιλιάδων χρόνων, γεμάτη από γεγονότα και συμβάντα που άφησαν, λιγότερο ή περισσότερο έντονα, το αποτύπωμά τους στη διαμόρφωση της ταυτότητάς της. Αναμφισβήτητα το πιο καθοριστικό από αυτά, που σφράγισε ανεξίτηλα και από κάθε άποψη τη φυσιογνωμία της, υπήρξε η εγκατάσταση σ’ αυτήν μεγάλου αριθμού προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Αυτό το αποτύπωμα είναι ιδιαίτερα έντονο στην περιοχή ακριβώς που βρίσκεται το Κέντρο Ιουστινιανός. Είναι εν προκειμένω χαρακτηριστικό ότι το εν λόγω συγκρότημα ανήκει στον Δήμο Νέας Προποντίδας, που έχει έδρα τα Νέα Μουδανιά και ο οποίος περιλαμβάνει οικισμούς όπως η Νέα Ηράκλεια, η Νέα Καλλικράτεια, η Νέα Γωνιά, τα Νέα Σύλλατα, η Νέα Τένεδος, η Νέα Τρίγλια, τα Νέα Πλάγια, τα Νέα Φλογητά. Θα έλεγε κανείς ότι και μόνον αυτά τα ονόματα δείχνουν, με τον πιο πλήρη και σαφή τρόπο, ποιο είναι το καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας του συγκεκριμένου τόπου. Βεβαίως η συντήρηση και η έκθεση ανασκαφικών ευρημάτων και κειμηλίων που γίνονται σε χώρους του εν λόγω συγκροτήματος επιτελούν έναν από τους βασικούς στόχους της λειτουργίας του, καθώς συμβάλλουν στην ανάδειξη του απώτερου ιστορικού παρελθόντος του τόπου, σίγουρα όμως δεν καλύπτουν ολοκληρωμένα την αποστολή που πρέπει να έχει ένα ίδρυμα αυτού του χαρακτήρα στη συγκεκριμένη περιοχή. Θα ήταν σαν να επικεντρωνόμαστε ως άτομα αποκλειστικά στην αναζήτηση των ψηγμάτων που κληροδότησε στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας ο προπάππος μας και να αδιαφορούμε ολότελα για το πώς αυτή σφραγίστηκε καθοριστικά από τους γονείς μας. Φαίνεται λοιπόν πως μάλλον δεν έχουμε εκτιμήσει πραγματικά το μέγεθος της τομής που συνιστά για την ιστορία της Χαλκιδικής η εγκατάσταση των προσφύγων σ’ αυτήν, ότι δηλαδή, με άλλα λόγια, δεν συνειδητοποιήσαμε ακόμη πως μετά την τομή αυτή η Χαλκιδική άλλαξε τελείως από κάθε άποψη, πληθυσμιακή, χωροταξική, δημογραφική και πολιτισμική και ότι εν τέλει δεν πρόκειται πια για την ίδια Χαλκιδική. Το να μην έχουμε επιχειρήσει να καταγράψουμε και να μελετήσουμε, έστω και στοιχειωδώς, εδώ και εκατό χρόνια, τις επιπτώσεις αυτού του τόσο καθοριστικού γεγονότος αποτελεί βαρύτατο και δυστυχώς ανεπανόρθωτο σφάλμα, αφού οι άνθρωποι που έφεραν εδώ τον μακραίωνο πολιτισμό τους έχουν «φύγει» εδώ και πολλά χρόνια, παίρνοντας μαζί τους και τον πολύτιμο θησαυρό της μαρτυρίας τους για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Κάτι από αυτόν τον θησαυρό διασώζουν όσα από τα  παιδιά τους ζουν ακόμη, όμως τα χρονικά περιθώρια για την καταγραφή της δικής τους κατάθεσης είναι πια ασφυκτικά, αφού με την επικείμενη αποχώρηση και αυτής της γενιάς χάνονται  πλέον και οι όποιες έμμεσες σχετικές μαρτυρίες. Όσον αφορά τα κειμήλια και τα άλλα υλικά τεκμήρια που έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες από τις αλησμόνητες πατρίδες, όσα εν τέλει τυχαίνει να διασώζονται μετά από τόσα χρόνια, ύστερα από λίγο καιρό ή θα χαθούν και αυτά ή, ακόμη και αν κάποια διασωθούν, η επόμενη πλέον γενιά δεν θα είναι σε θέση να καταθέσει κάτι ουσιαστικό για την ταυτότητά τους και την προέλευσή τους.

Ως εκ τούτου, είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι θα πρέπει, χωρίς καμιά καθυστέρηση, να υπάρξει από αύριο ένα Κέντρο για την έναρξη ενός προγράμματος με στόχο την καταγραφή και τη διάσωση των εν λόγω τεκμηρίων. Αυτή η πιεστική ανάγκη μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνον με την διάθεση κάποιων σχετικών χώρων στο Κέντρο Ιουστινιανός, δεδομένου ότι δεν υπάρχει στην περιοχή κάτι αντίστοιχο που να είναι σε θέση να λειτουργήσει αμέσως, όπως επιβάλλουν οι περιστάσεις. Την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός τέτοιου κέντρου, με έδρα μάλιστα τα Νέα Μουδανιά, διατύπωσε πρόσφατα, με την βαθιά αίσθηση της Ιστορίας που την διακρίνει, η κορυφαία ιστορικός Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στο τελευταίο βιβλίο της με τον τίτλο Μικρασία, καρδιά του Ελληνισμού, με αφορμή την επίσημη ανακήρυξη από το κράτος του 2022 ως Έτος Μνήμης για την εκατονταετία της Μικρασιατικής Καταστροφής. Εν προκειμένω θα αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο ειρωνεία να αδιαφορεί το ίδιο αυτό κράτος για την προτεινόμενη εύκολη και ανέξοδη κάλυψη του συγκεκριμένου αιτήματος την επέτειο ακριβώς του γεγονότος που διαμόρφωσε την ταυτότητα του τόπου στον οποίο βρίσκεται το Ίδρυμα για την ανάδειξή της.

Είναι προφανές ότι τα δεδομένα της ταυτότητας του συγκροτήματος το καθιστούν απόλυτα κατάλληλο για να καλύψει τη σχετική ανάγκη, παράλληλα με την ήδη  υπάρχουσα εκεί λειτουργία, ενώ, αντίθετα, δεν υπάρχει κανένας ουσιαστικός λόγος για το αντίθετο. Εν προκειμένω υπενθυμίζουμε ότι το εν λόγω συγκρότημα:

– Βρίσκεται στον νομό Χαλκιδικής, εντός των ορίων του οποίου υπάρχουν 31 εξ ολοκλήρου προσφυγικοί οικισμοί δημιουργημένοι από πληθυσμούς που καλύπτουν το σύνολο των περιοχών εκπατρισμού (Βιθυνία, Ιωνία, Ανατολική Θράκη, Καππαδοκία, Πόντος).

– Το κτιριακό συγκρότημα περιβάλλεται από ακραιφνώς προσφυγογενείς οικισμούς (Νέα Φλογητά, Νέα Τρίγλεια, Ζωγράφου, Νέα Πλάγια, Διονυσίου, Νέα Μουδανιά).

– Το συγκρότημα δεν βρίσκεται μέσα στον πολεοδομικό ιστό κάποιου από τους εν λόγω οικισμούς (από τους οποίους περίπου ισαπέχει) και ως εκ τούτου αποκλείει την περίπτωση τυχόν δημιουργίας αντιθέσεων τοπικιστικού χαρακτήρα του τύπου π.χ. γιατί στα Νέα Μουδανιά και όχι στην Νέα Τρίγλεια, κλπ.

– Η στέγαση του υπό ίδρυση Κέντρου δεν απαιτεί νέα κονδύλια αφού οι χώροι  που θα διατεθούν γι’ αυτό βρίσκονται σε πλήρως ολοκληρωμένα και συντηρημένα κτίρια.

– Η στέγασή του εκεί δεν δημιουργεί προβλήματα αλλαγής φορέα κυριότητας ή αλλαγής χρήσεων, δεδομένου ότι ανήκει στο καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού και θα συνεχίσει να έχει την ίδια περίπου χρήση.

– Το προτεινόμενο εκεί Κέντρο μπορεί να λειτουργήσει, παράλληλα με τις ήδη υφιστάμενες εκεί δραστηριότητες, αμέσως και χωρίς ουσιαστικές προσθήκες ή αλλαγές στο απασχολούμενο προσωπικό, δεδομένου ότι αυτό αποτελείται από στελέχη με αντικείμενο την έρευνα του παραδοσιακού μας πολιτισμού, ενώ αντίθετα ένα νέο κέντρο θα έχει να αντιμετωπίσει σοβαρά και χρονοβόρα προβλήματα για να στελεχωθεί κατάλληλα και να αρχίσει να λειτουργεί.

– Η δημιουργία του Κέντρου σε συγκρότημα αγιορειτικού μετοχίου (το οποίο μάλιστα στέγασε για αρκετά χρόνια νοσοκομείο που δημιουργήθηκε για τους πρόσφυγες) θα σηματοδοτεί εις το διηνεκές, εμμέσως αλλά σαφώς, την καθοριστική οφειλή των νέων οικισμών στα μοναστηριακά κτήματα, αλλά και την προσπάθεια της πολιτείας να αντιμετωπίσει άμεσα τα προβλήματα από την εγκατάσταση εκεί των προσφύγων.

διαβάστε επίσης: 

Πρόταση για μια έδρα Μικρασιατικών Σπουδών στα Ν. Μουδανιά

Τα ελάχιστα χρονικά περιθώρια που υπάρχουν για να διασωθούν τα εναπομείναντα τεκμήρια και οι τελευταίες έμμεσες μαρτυρίες για τον πολιτισμό που μπόλιασε τον τόπο  μας καθιστούν, όπως προαναφέρθηκε, απαραίτητη την προϋπόθεση το προτεινόμενο Κέντρο να είναι σε θέση να λειτουργήσει αμέσως και χωρίς καμιά καθυστέρηση. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε ενδεχόμενη υπόσχεση για τη δημιουργία στο μέλλον ενός αυτοτελούς και πληρέστερου σχετικού ιδρύματος δεν αίρει καθόλου την ανάγκη για άμεση εφαρμογή της προτεινόμενης λύσης. Άλλωστε η ίδρυση ενός νέου Κέντρου είναι αυτονόητο ότι, εκτός βεβαίως του ότι θα απαιτήσει πολύ χρόνο και πολύ χρήμα, θα αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευνοϊκή συγκυρία του Έτους μνήμης και της πρότασης που γίνεται από μία κορυφαία επιστημονική προσωπικότητα όπως η Αρβελέρ, ενώ, επί πλέον, θα εμπλέξει τη δημιουργία του σε τοπικιστικές διαμάχες, παραγοντισμούς και πολιτικάντικες ιδιοτέλειες, που βέβαια θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην εκπλήρωση του επιδιωκόμενου στόχου.

Συμπερασματικά είναι επιβεβλημένο να αποδοθούν αμέσως στη λειτουργία του προτεινόμενου προς ίδρυση Κέντρου κάποιοι χώροι από τα τρία κτίρια (το ένα μάλιστα διώροφο) που αποτελούν το εν λόγω συγκρότημα και να μην παραπεμφθεί το όλο θέμα στις ελληνικές καλένδες. Αν αφήσουμε να περάσει η μοναδική αυτή ευκαιρία οι επίσημες διακηρύξεις για το Έτος Μνήμης θα περιοριστούν στην περιοχή μας σε μνημόσυνα, καταθέσεις στεφάνων, και αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον, που απλώς θα μας δίνουν την ψευδαίσθηση ότι βγάλαμε την υποχρέωσή μας προς την καθοριστικότερη τομή στην ιστορία του τόπου. Ας ελπίσουμε ότι οι τοπικοί βουλευτές, οι δήμαρχοι, οι προϊστάμενοι των αρμόδιων υπηρεσιών, τα πολιτιστικά σωματεία της περιοχής, και όλοι γενικά οι παράγοντες που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με το όλο θέμα, θα συνειδητοποιήσουν τη σημασία του και θα αντιληφθούν το βάρος της ευθύνης που έχουν.