Στο πλαίσιο του εκθεσιακού θεσμού με τίτλο «Νέα αποκτήματα / Νέες προσεγγίσεις», μία περίοπτη προθήκη στον χώρο υποδοχής του μουσείου καλωσορίζει τους επισκέπτες, συστήνοντάς τους μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες, νέες και παλιές, αρχαιότητές του.

Αντικείμενα που είτε αποκτήθηκαν πρόσφατα και για πρώτη φορά παρουσιάζονται στο επιστημονικό και ευρύ κοινό είτε ανασύρθηκαν από τα ράφια των αποθηκών για να εκτεθούν υπό το πρίσμα μιας νέας προσέγγισης, όπως μετά από μία διαδικασία αποκατάστασης, μία νέα ερμηνεία ή νέα επιστημονικά δεδομένα.

Η συναρπαστική νεότερη βιογραφία ενός τραπεζοφόρου των ρωμαϊκών χρόνων

Ένα τραπεζοφόρο στην πλήρη του μορφή για πρώτη φορά 80 χρόνια μετά!

Πρόκειται για μαρμάρινο στήριγμα τραπεζιού, το οποίο φέρει πλαστική διακόσμηση. Εικονίζεται Ερωτιδέας που παραπέμπει σε απεικονίσεις του Ηρακλή, καθώς στέκεται όρθιος με ελαφρά λυγισμένα τα πόδια και ουρεί, αγκαλιάζοντας με το αριστερό του χέρι ρόπαλο, ένα από τα σύμβολα του ήρωα. Η μορφή πατά σε τετράπλευρη βάση και στηρίζεται με την πλάτη σε κιονίσκο που στην άνω επιφάνεια φέρει τόρμο για την προσαρμογή του οριζόντιου τμήματος του τραπεζιού. Χρονολογείται τον 3ο αιώνα μ.Χ.

Το μαρμάρινο τραπεζοφόρο αποτελείται από δύο τμήματα συγκολημμένα στο ύψος του λαιμού, τα οποία βρέθηκαν χωριστά σε διαφορετικές χρονικές περιόδους στη Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής.

Το σώμα του γλυπτού, όπως προέκυψε μετά από ενδελεχή έρευνα στο Ιστορικό Αρχείο του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκε τον Οκτώβριο του 1932 στη νοτιοανατολική πλευρά του χωριού από τον διευθυντή του Δημοτικού Σχολείου και επιμελητή αρχαιοτήτων Νέας Ποτίδαιας Κωνσταντίνο Μελά και συμπεριελήφθη στη μικρή συλλογή αρχαιοτήτων που φυλασσόταν στο σχολείο. Τη νύχτα όμως της 16ης Μαΐου του 1933 αρχαιοκάπηλοι, εκμεταλλευόμενοι τη θύελλα που επικρατούσε και το γεγονός ότι σύσσωμη η χωροφυλακή Χαλκιδικής ήταν απασχολημένη στην αναζήτηση δραπέτη από τις φυλακές Κασσάνδρας, παραβίασαν ένα παράθυρο του σχολείου και το έκλεψαν. Η τύχη του «ακέφαλου αγάλματος παιδός», όπως αναφέρεται σε έγγραφα της εποχής, αγνοούνταν, ώσπου στις 5 Σεπτεμβρίου του 1933 εντοπίστηκε θαμμένο στην άμμο δίπλα στη θάλασσα, από δύο γυναίκες του χωριού που είχαν βρεθεί εκεί για να πλύνουν ρούχα. Ύποπτοι για την κλοπή θεωρήθηκαν δύο αρχαιοπώλες που κινούνταν στην περιοχή προς αναζήτηση αρχαιοτήτων, αλλά από την πολύωρη ανάκρισή τους δεν προέκυψε κάποια απόδειξη ενοχής. Το 1934 ο αρχαιολόγος Χαράλαμπος Μακαρόνας μετέφερε το γλυπτό, μαζί με τα άλλα αντικείμενα της συλλογής, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, που τότε στεγαζόταν στο Γενί Τζαμί. Εντάχθηκε στη συλλογή του Μουσείου με τον αριθμό ευρετηρίου ΜΘ 1233.

Στις αρχές του 1940 η τότε διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου Νέας Ποτίδαιας Αικατερίνη Γεωργιάδου ενημέρωσε εγγράφως την Εφορεία Αρχαιοτήτων στη Θεσσαλονίκη ότι εργάτες που απασχολούνταν σε έργα οδοποιίας στη νοτιοανατολική έξοδο του χωριού εντόπισαν μαρμάρινη κεφαλή με συμφυή κιονίσκο. Κανένας, όμως, δεν συσχέτισε αυτό το εύρημα με το ακέφαλο τραπεζοφόρο που ήταν ήδη εκτεθειμένο στο Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η κεφαλή εντάχθηκε αργότερα στη συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Πολυγύρου με αριθμό ευρετηρίου ΜΠ 457.

Η διαπίστωση ότι η κεφαλή από τη συλλογή του Μουσείου Πολυγύρου συνανήκει με τον ακέφαλο Ερωτιδέα του τραπεζοφόρου του Μουσείου Θεσσαλονίκης έγινε μόλις το 2022 από τη Δήμητρα Ακτσελή, αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους. Στη συνέχεια, η εν λόγω Εφορεία Αρχαιοτήτων αιτήθηκε τον μακροχρόνιο δανεισμό του τμήματος που ανήκει στη συλλογή του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να συμπεριλάβει το τραπεζοφόρο στην πλήρη του μορφή στο επανεκθετικό του πρόγραμμα. Ως αντιδάνεια η Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής και Αγίου Όρους προσέφερε τέσσερα αγγεία και ένα πήλινο ειδώλιo στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, τα οποία συμπεριέλαβε στη μόνιμη έκθεσή του για την αρχαία Μακεδονία.

Μετά τον Απρίλιο του 2024 το τραπεζοφόρο θα ανήκει στη νέα μόνιμη έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πολυγύρου.

Στοιχεία & εικόνα: Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης