Πρώτα απ’ όλα σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι σύγχρονοι διατροφολόγοι σχετικά με τα οφέλη ενός πλουσιοπάροχου πρωινού, οι αρχαίοι Έλληνες, ξεκινούσαν τη μέρα τους με ένα πολύ λιτό γεύμα, το οποίο περιελάμβανε λίγο κριθαρένιο ψωμί, βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί, μαζί με ελιές και σύκα. Ένα επίσης σύνηθες πρωινό ήταν ο «κυκεώνας», ένα ρόφημα από βρασμένο κριθάρι, αρωματισμένο με μέντα ή θυμάρι, που πίστευαν ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες.
Το μεσημέρι συνήθιζαν να τρώνε ψάρια, όπως τσιπούρες, μπαρμπούνια, σαρδέλες και χέλια, όσπρια και κυρίως φακές, φασόλια, ρεβίθια, μπιζέλια και κουκιά, ψωμί, τυρί, ελιές, αυγά, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Μια ακόμα αντίθεση με τη σημερινή εποχή παρατηρείται και σε ό,τι αφορά το δείπνο, καθώς αν και σήμερα οι γιατροί συμβουλεύουν να είναι ιδιαίτερα ελαφρύ, οι πρόγονοί μας το θεωρούσαν το πιο σημαντικό και μεγάλο γεύμα της ημέρας. Συνοδευόταν και από επιδόρπια, τα λεγόμενα “τραγήματα”, που μπορεί να ήταν φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, καρύδια και σταφύλια ή γλυκά με μέλι.
Οι αρχαίοι έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στο χοιρινό και το μοσχάρι, ενώ σπανιότερα έτρωγαν κατσίκι και αρνί. Επίσης αγαπούσαν πολύ και το κυνήγι, κυρίως τις τσίχλες, τα ορτύκια και τα ελάφια. Αγαπούσαν όμως και τα σαλιγκάρια, τα οποία οι Κρητικοί έτρωγαν από την εποχή του Μίνωα. Μπορεί τα φρούτα και τα λαχανικά να είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στο καθημερινό τους τραπέζι, ωστόσο δεν υπήρχε τόσο μεγάλη ποικιλία όση σήμερα. Μπορεί να μην υπήρχαν φρούτα όπως τα πορτοκάλια, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα και οι μπανάνες, αλλά μεγάλη ζήτηση είχαν τα αχλάδια, τα ρόδια, τα μήλα, τα σύκα, μούρα, τα κεράσια και τα δαμάσκηνα. Όσον αφορά τα λαχανικά, οι Αθηναίοι τα καλλιεργούσαν στους κήπους τους και είχαν ιδιαίτερη αγάπη στους βολβούς, τα μαρούλια, τα αγγούρια, τον αρακά, τις αγκινάρες, τα βλίτα, το σέλινο, τον άνηθο και το δυόσμο. Άλλα πάλι, όπως τα μανιτάρια, το μάραθο, τα σπαράγγια, ακόμα και τις τρυφερές τσουκνίδες, τα αναζητούσαν στις ακροποταμιές και τα χωράφια. Μεγάλη αγάπη είχαν και στο ψωμί, αφού συνήθιζαν μάλιστα να φτιάχνουν αρκετά είδη, από λαγάνες, σιμιγδαλένιους άρτους και ψωμί από χοντράλευρο, μέχρι ψωμί από κεχρί.
Τα ράφια της κουζίνας ενός αρχαίου ελληνικού σπιτιού έπρεπε να είναι πάντα εφοδιασμένα με διάφορα μπαχαρικά και καρυκεύματα, όπως ρίγανη, βασιλικό, δυόσμο, θυμάρι, κάρδαμο, κόλιανδρο, κάππαρη και σουσάμι, τα οποία συνήθιζαν να προσθέτουν για να κάνουν πιο γευστικά τα πιάτα τους. Τα περισσότερα φαγητά ήταν ιδιαίτερα ελαφριά, καθώς γίνονταν ψητά στο φούρνο και στη σούβλα, ενώ το ίδιο ίσχυε και για τα γλυκά, καθώς, αφού δεν υπήρχε η ζάχαρη και το κακάο, παρασκευάζονταν από αλεύρι , φρούτα ξερά ή φρέσκα και μέλι. Κάθε γεύμα φυσικά το συνόδευαν με κρασί, ενώ από το τραπέζι δεν έλειπε ποτέ το ελαιόλαδο, το οποίο θεωρούσαν δώρο της θεάς Αθηνάς στην πόλη τους.
Σε κάθε περίπτωση οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι. Γι’ αυτό άλλωστε και είχαν αυτοχριστεί ‘μικροτράπεζοι’ και ‘φυλλοτρώγες’. Κατανάλωναν μεγάλη ποικιλία τροφών, αλλά σε πολύ μικρές ποσότητες, καθώς θεωρούσαν ότι στόχος του φαγητού ήταν να τέρψει τον ουρανίσκο και όχι να χορτάσει το στομάχι. Οι πιο σκληροπυρηνικοί των Ελλήνων ήταν οι Σπαρτιάτες που ακόμη και στη διατροφή τους ακολουθούσαν τη λακωνική λιτότητα με το καθημερινό τους διαιτολόγιο να περιλαμβάνει μια κούπα από «μέλανα ζωμό» και ένα κομμάτι ψωμί, ενώ σε ιδιαίτερες περιστάσεις και γιορτές βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και πίτα.