Τα Χριστούγεννα έρχονται σε όλον τον κόσμο και κάθε χώρα τα γιορτάζει με το δικό της ξεχωριστό τρόπο. Τα Χριστούγεννα είναι μια παγκόσμια γιορτή και γιορτάζεται διαφορετικά από χώρα σε χώρα, ανάλογα με το κλίμα, την ιστορία ή τη νοοτροπία του κάθε λαού.
Όταν ο Δεκέμβρης φανεί, μια γλυκιά Χριστουγεννιάτικη ανυπομονησία γεννιέται και εξαπλώνεται γρήγορα στη καθημερινότητά μας. Λίγο οι φανταχτερά στολισμένες βιτρίνες των καταστημάτων, λίγο οι στολισμένοι δρόμοι, λίγο οι χριστουγεννιάτικες εκδηλώσεις που ξεκινούν από νωρίς κάθε χρόνο μαζί με τις χριστουγεννιάτικες μελωδίες στο ραδιόφωνο…δεν θέλει και πολύ !! Ένα πλήθος από ήθη και έθιμα πλησιάζει ενώ οι μέρες μετρούνται αντίστροφα μέχρι τα Χριστούγεννα, ένα πλήθος που μας γεμίζει αναμνήσεις κοντινές και μακρινές.
Το «καλές γιορτές» και το «χρόνια πολλά» αντηχούν σε κάθε σημείο συνάντησης, ενώ οι ήχοι από τα τρίγωνα και τα κάλαντα των παιδιών δονούν με χαρούμενες νότες την ατμόσφαιρα.
Με δεκάδες έθιμα, που παντρεύουν τις χριστιανικές παραδόσεις με τα αρχαιοελληνικά ήθη, οι κάτοικοι της Χαλκιδικής τιμούν μια από τις σημαντικότερες θρησκευτικές γιορτές, λίγες ημέρες πριν από την έλευση της νέας χρονιάς.
Τα ήθη και τα έθιμα μας, είναι το μόνο που θα μένει πάντοτε αναλλοίωτο στη μνήμη μας. Από τον παππού στον εγγονό, μερικά από αυτά συνεχίζονται μέχρι και σήμερα. Αυτά που χάθηκαν στο χρόνο, θα μένουν πάντοτε στην σκέψη μας, σαν μια γλυκιά ανάμνηση από τα παλιά.
Το “xalkidiki politiki” σάς βάζει στο κλίμα των ημερών, παρουσιάζοντάς σας έθιμα και παραδόσεις κάποιων χωριών της Χαλκιδικής:
Στον Πολύγυρο
Το «Σήκωμα του Υψώματος»
Στον Πολύγυρο τα Χριστούγεννα «σήκωναν Ύψωμα» στα σπίτια που γιόρταζαν. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας πήγαινε ο παπάς στο σπίτι της οικογένειας, η οποία συγκεντρωνόταν στο «καλό» δωμάτιο, το γιορτινό. Επάνω στο τραπέζι η νοικοκυρά είχε φροντίσει να υπάρχουν κεριά, θυμιατό, σταφίδες, ένα ποτήρι κρασί και το πρόσφορο. Αφού ο ιερέας έλεγε το τροπάριο της γιορτής, ο νοικοκύρης σήκωνε ψηλά το πρόσφορο, επαναλαμβάνοντας 3 φορές τη φράση: «μέγα το όνομα της αγίας Τριάδος…». Ο ιερέας στη συνέχεια έκοβε το πρόσφορο και το μοίραζε στους παρευρισκόμενους, οι οποίοι το έτρωγαν, αφού το βουτούσαν στο ποτήρι με το κρασί. Κατόπιν όλοι παρακάθονταν σε κοινό τραπέζι για το γεύμα. Στα σπίτια των κτηνοτρόφων, όταν σήκωναν Ύψωμα την ημέρα των Χριστουγέννων, άνοιγαν και τα «δερμάτια» με το «κατίκι» το οποίο ήταν νοστιμότατο παρασκεύασμα. Μέρος από αυτό αποτελούσε και την αμοιβή του ιερέα που ευλογούσε το Ύψωμα.
Στην Αρναία
Η κοπή Χριστόψωμου και το Μέλωμα του Χριστού
Το Χριστόψωμο( ή Χροστόψωμα ή Χριστόπ’τα ή κ’στοπ’τα ή κλικ ή κ’λούρα η μπουγάτσια) το έφτιαχναν σε πολλές περιοχές της Χαλκιδικής την παραμονή των Χριστουγέννων. Μόλις έβγαινε από το φούρνο οι νοικοκυρές το άλειφαν με λιωμένο μέλι η ζαχαρόνερο για να γλυκάνει τον Χριστό!
Στην Αρναία, λοιπόν κάθε χρόνο αναβιώνουν το Χριστουγεννιάτικο έθιμο της Παρασκευής ενός τεράστιου Χριστόψωμου για το «μέλωμα» του Χριστού.
Το βράδυ της Παραμονής των Χριστουγέννων είθισται όλες οι οικογένειες της Αρναίας να συγκεντρώνονται γύρω από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, πιστοί στα ήθη και στα έθιμα για την κοπή του Χριστόψωμου.
Το πολύ παλιό αυτό έθιμο η πολιτιστική και επιμορφωτική εταιρία Αρναίας, το μετέφερε στη κεντρική πλατεία του χωριού για να διευρύνει την οικογένεια.
Πάντως πρόκειται για ένα έθιμο το οποίο τηρείται πίστα και έχει κάνει «διάσημη» την Αρναία. Είναι το μεγαλύτερο Χριστόψωμο, βάρους 400 κιλών όπου οι επαγγελματίες στην Αρναία κάθε χρόνο το προετοιμάζουν πυρετωδώς για να τοποθετηθεί στις 24 Δεκεμβρίου, Παραμονή των Χριστουγέννων σε λαμαρίνα ειδικής κατασκευής με διαστάσεις 2χ2 μέτρα. Αφού ψηστεί σε ειδικό φούρνο θα μοιραστεί στους κατοίκους και στους επισκέπτες στην κεντρική πλατεία του χωριού με γιορτή συνοδεία της Φιλαρμονικής.
Στην Ιερισσό
Το Χριστόψωμο
Από τις πιο χαρακτηριστικές προετοιμασίες της παραμονής των Χριστουγέννων το ζύμωμα του χριστόψωμου στη Ιερισσό. Τα χριστόψωμα, αποτελούν το βασικό ψωμί των Χριστουγέννων και το ευλογημένο, αφού αυτό θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειάς του. Το ζύμωμα είναι μια ιεροτελεστία. Χρησιμοποιούν ακριβά υλικά, ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι, ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα, λέγοντας: “Μελώνουμε τον Χριστό.”
Το Χριστόψωμο στην Ιερισσό τα σπίτια το έχουν για το βραδινό δείπνο τους μιας και η εκκλησία δεν επιτρέπει το λάδι και είναι περιόδο νηστείας.
Ο νοικοκύρης παίρνει και σταυρώνει το ψωμί με το μέλι, το κόβει κομμάτια και η οικογένεια τρώει σαν γεύμα ψωμί με μέλι και καρύδια!
Τα κάλαντα αλλιώς
Με ένα δικό τους τοπικό ρυθμό ψέλνουν τα κάλαντα στην Ιερισσό Παραμονή των Χριστουγέννων λέγοντας «Καλήν Εσπέραν Άρχοντες», αλλά σε μία διαφορετική εκδοχή που ταιριάζει με τον τόπο και την κουλτούρα τους.
Το «σφάξιμο» του πετινού
Από το βράδυ της παραμονής οι κάτοικοι της Ιερισσού έσφαζαν έναν πετινό και τον προετοίμαζαν για την επόμενη μέρα των Χριστουγέννων όπου και μαγείρευαν κόκορα σούπα για το Χριστουγεννιάτικο τους τραπέζι.
Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στο χωριό της Ιερισσού γίνεται ευθύς αμέσως μετά το σχόλασμα της Εκκλησίας. Η οικογένεια μαζεύεται στο αρχοντικό της και ετοιμάζει το τραπέζι. Το τραπέζι των Χριστουγέννων είναι λιτό με την σούπα από πετινό να κυριαρχεί και κάποιες πίτες με τυριά να το συνοδεύουν!
Η Γουρουνχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Ιερισσού ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού.
Την δεύτερη μέρα όλα τα σπίτια έσφαζαν το γουρούνι. Η σπατάλη ήταν γνωστή μόνο σαν λέξη, εκείνη την εποχή, όχι σαν νοοτροπία. Τίποτα από το σφάγιο δεν πετιόταν. Όλα, μα όλα τα μέρη του ζώου τα αξιοποιούσαν οι ντόπιες καλονοικοκυρές.
Συγκεκριμένα έπαιρναν το δέρμα του, το οποίο το αλατίζανε και το κρατούσανε για να φτιάξουνε τα γουρουνοτσάρουχα( γνωστά τσαρούχια που φορούσανε στο παρελθόν). Κρατούσανε το λίπος του γουρουνιού που το αλατίζανε οι νοικοκυρές ώστε να έχει η οικογένεια για όλη τη χρονιά να τρώει παστό. Το υπόλοιπο λίπος που έμενε το βράζανε και κρατούσανε την γλίνα για να φτιάξουνε τις γνωστές σε πολλούς παραδοσιακές τσιγαρίδες, το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων! Με το δέρμα του, που το ξύριζαν και το στέγνωναν, νοστίμιζαν τα όσπρια και άλλα φαγητά και με τα έντερα του, έφτιαχναν νοστιμότατα λουκάνικα. Τα συκώτια, τις καρδιές και τα υπόλοιπα την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές τα μαγειρεύανε και τα μοιράζανε σε γειτονιές για το καλό της χρονιάς που θα έρθει. Ακόμη και σήμερα σε πολλά σπίτια της Ιερισσού τηρείται το έθιμο του γουρουνιού, με τα συκώτια του να μαγειρεύονται κοκκινιστά και να μοιράζονται από εδώ και από εκεί ως μέρα χαράς και γιορτής.
Η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν με εξαιρετική φροντίδα και η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι και τη χαρά, γι’ αυτό και η ημέρα αυτή καθιερώθηκε ως «γουρουνοχαρά».
Οι Κούνιες
Την Δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων από τους νέους γίνονταν οι «Κούνιες». Ένα ακόμη ξεχωριστό έθιμο της Ιερισσού που έχει να κάνει με το «κούνημα» των κοριτσιών από τα νεαρά αγόρια. Όπου είχε δέντρα τα κορίτσια έκαναν εκείνη την εποχή κούνια και τα αγόρια τις κουνούσαν τραγουδώντας όλοι μαζί διάφορα Ιερισσιώτικα τραγούδια!
Στη Μεγάλη Παναγία
Στις 23 ή 24 οι νοικοκυρές ζυμώνουν το ψωμί το οποίο το έβαζαν σε κυκλικό ταψί, για να γίνει στρογγυλό και το έψηναν στο φούρνο της γειτονιάς που ήταν αναμμένος. Αυτό το έκοβαν και το έτρωγαν το μεσημέρι μετά την εκκλησία στο μεσημεριανό τραπέζι. Το ψωμί αυτό ήταν συνήθως λίγο γλυκό και πάνω έβαζαν και λίγα καρύδια ή αμύγδαλα.
Επίσης την Παραμονή στη Μεγάλη Παναγία φτιάχνεται η σουσαμόπιτα, μια παραδοσιακή πίτα που δεν λείπει από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι!
Την παραμονή επίσης στις 24 Δεκεμβρίου τα παιδιά σηκώνονται τις πρώτες πρωινές ώρες με παρέες και γυρνούν στα σπίτια της γειτονιάς και των συγγενών , για να πούνε τα κάλαντα. Παλαιότερα βέβαια τα παιδιά σηκώνονταν από το ξημέρωμα γιατί έπρεπε να πάνε πρώτοι στα σπίτια να πούνε τα κάλαντα , γιατί αν είχαν πάει άλλοι τους έλεγαν ότι « τους τα είπαν άλλοι » και δεν τους άνοιγαν.
Στα σπίτια που πήγαιναν και τους άνοιγαν οι νοικοκυρές τους έδιναν γλυκά και χρήματα αν είχαν.
Τα κάλαντα που ψέλνουν είναι :
« Καλήν ημέρα άρχοντες…………………..».
και μερικά άλλα τραγούδια σχετικά με τα Χριστούγεννα.
Ένα άλλα έθιμο ήταν , στις 24 Δεκεμβρίου : Το σφάξιμο του γουρουνιού, το οποίο σε κάποια σπίτια ακόμη με κάπως διαφορετικό τρόπο βέβαια τηρείται ακόμη.
Παλιότερα στο κάθε σπίτι υπήρχε και
ένα « κουμάσι » , που εκτρέφανε το γουρούνι τους. Αυτό γινόταν γιατί δεν υπήρχε το κρέας , και ήταν πολύ δυσεύρετο και ακριβό μιας και δεν είχαν και τα χρήματα για να το αγοράσουν.
Μαζεύονταν παρέες από φίλους και γείτονες , και έφερναν το γουρούνι στην αυλή του σπιτιού και το έσφαζαν.
Μετά το κρεμούσαν και άρχιζε η διαδικασία του γδαρσίματος.
Το πρώτο που έκαναν μετά ήταν να βγάλουν την συκωταριά και την έδιναν στη νοικοκυρά που την τηγάνιζε και έκανε μεζέδες για το κρασί που έπιναν οι άντρες έξω. Έπειτα έβγαζαν το λίπος « παστό » το κόβανε σε χοντρές φέτες , και έπαιρναν μερικές φέτες ( κομμάτια ) και τα «πάστωναν» σε χοντρό αλάτι , για να έχουν να τρώνε το χειμώνα και την άνοιξη.
Τα υπόλοιπα κομμάτια και τα μικρότερα τα «λαγαρίζανε» , δηλαδή τα βάζανε σε ένα μεγάλο καζάνι και τα βράζανε μέχρι να βγει όλο σχεδόν το λίπος τους , η «λίγδα».
Αυτή την μάζευαν σε τενεκέδες και τη χρησιμοποιούσαν στις πίτες και στα φαγητά αντί για λάδι.
Ό,τι έμενε στο καζάνι , δηλαδή το ξεροψημένο λίπος οι « τσιγαρίδες » , τις τρώγανε ή τις κρατούσαν και τις βάζανε μέσα σε πίτες για βούτυρο με σκοπό να δώσουν στην πίτα μεγαλύτερη νοστιμιά.
Μετά το λίπος έκοβαν τα πλευρά του γουρουνιού και πάλι μερικά τα βάζανε στο χοντρό αλάτι , και έτσι το κρέας μπορούσε να διατηρηθεί για όσο καιρό ήθελαν , αυτές ήταν οι « πλευρεμιές ».
Μ ’ αυτόν τον τρόπο είχαν να φάνε κρέας μέχρι το Πάσχα.
Το κρέας το έκαναν κιμά , αλλά όχι με μηχανή που φυσικά δεν υπήρχε , αλλά με το τσεκούρι το έκοβαν δε μικρά κομματάκια.
Μετά έπαιρναν τα έντερα και εφόσον η νοικοκυρά τα έπλενε πολύ καλά , τα γέμιζαν με το κιμά που είχαν κόψει και έκαναν τα λουκάνικα.
Και κρατούσαν φυσικά όσο κρέας χρειαζόταν.
Τις επόμενες ημέρες έπαιρναν ένα τενεκέ μικρό και ρίχνανε μέσα « λίγδα » ζεστή , γιατί όταν κρυώσει γίνετε σαν κρέμα , και τοποθετούσαν εκεί μέσα κομμάτια από πλευρά και λουκάνικα και το σφράγιζαν καλά.
Το τενεκεδάκι αυτό το άνοιγαν μόνο το Πάσχα και έτρωγαν λουκάνικο και κρέας , για να μην βρίσκουν μπροστά τους φίδια όλο το καλοκαίρι.
Σήμερα λίγοι είναι αυτοί που έχουν και εκτρέφουν γουρούνι , και λίγα γίνονται από αυτά που γινόταν τότε.
Και τα λουκάνικα που ίσως γίνονται περισσότερο δεν έχουν τη μορφή που είχαν τότε μιας και σήμερα υπάρχουν μηχανές για κιμά , και είναι πιο πλούσια σε μπαχαρικά και καρυκεύματα.
Το Κατσαμάκι
Στην πλατεία του χωριού την Παραμονή των Χριστουγέννων παρουσία κόσμου φτιάχνεται το «Κατσαμάκι» της Μεγάλης Παναγίας. Είναι ένα γλυκό που μοιάζει με τον χαλβά και παρασκευάζεται από καλαμποκάλευρο και νερό το όποιο μετά αλείφεται από έξω με μέλι…
Στο Παλαιοχώρι
Η Τσιγαριδογιορτή
Η Τσιγαριδογιορτή είναι το παραδοσιακό γλέντι στην πλατεία του χωριού.
Συνήθως σερβιρίζονται η ομώνυμη τοπική νοστιμιά (τσιγαρίδια) , ψητές «μήρες»(χοιρινά παϊδακία και μπριζόλες στην ντοπιολαλιά) και χωριάτικα λουκάνικα συνοδευόμενα από τοπικό άφθονο κόκκινο κρασί, ρετσίνα και τσίπουρο.
Πιθανότατα το έθιμο της σφαγής του οικόσιτου χοίρου ανάγεται στους ρωμαϊκούς χρόνους, τότε που οι γεωργοί θυσίαζαν, κατά τα Σατουρνάλια (17-25 Δεκεμβρίου), προς τιμή του Κρόνου και της Δήμητρας, χοίρο για την ευφορία της γης.
Οι Παλαιοχωρινοί Χαλκιδικιώτες πάντως, έσφαζαν το γουρούνι μετά την νηστεία των Χριστουγέννων (την ημέρα του Αγίου Στεφάνου, 27/12 ), διότι και το κρύο επέτρεπε τη διατήρηση του χοιρινού κρέατος για πολύ καιρό και οι «αλείξουρις» (λόγω και τις νηστείας) αυτές ημέρες χρειάζονταν πολύ και καλό φαγητό «φαγούσ’μου ήταν κι δ’λειές δεν είχαν».
Η σφαγή του γουρουνιού, από παρέα φίλων και γειτόνων, ήταν όντως τελετουργική: λίγο πριν τη σφαγή, το έβγαζαν από το «κουμάσι» για να περπατήσει, «να σκνίσ’» ελεύθερα και να «χαρεί», προτού θανατωθεί.
Ευθύς μετά το σφάξιμο, η νοικοκυρά το θύμιαζε μ’ ένα κεραμίδι «για να φύγουν τα μαϊκά» τα κάρβουνα από το αυτοσχέδιο θυμιατό τα έριχνε μετά στο λαιμό του χοίρου «για την ψυχή του ζώου αλλού, «έβαζαν στο στόμα του γουρουνιού κώνο («κουκ’νάρα») καλαμποκιού, για να μένει ανοιχτό (ίσως για να βγει πιο εύκολα η ψυχή του!)” και άλλοι πάλι τα κάρβουνα με το θυμίαμα τα έριχναν στα αυτιά του γουρουνιού, για να φύγουν οι Καλικάντζαροι άλλοι, τέλος, θυμίαμα και κρεμμύδι έβαζαν στο στόμα του, για να έχει γλυκό και νόστιμο κρέας.
Η θυσία του ζώου γίνεται, σίγουρα, με προφύλαξη, αγνείες, καθαρμούς και εξιλαστικές πράξεις, που συναντούμε σε πανάρχαιες τοτεμικές τελετουργίες, όπως λ.χ. στα Βουφόνια των αρχαίων, έτσι ώστε οι θύτες να γλιτώνουν από το κρίμα. Ακολουθούσε το θυσιαστικό συμπόσιο: τη μέρα αυτή έτρωγαν το μαύρο συκώτι, μαγειρεμένο με κρεμμύδια και κόκκινο πιπέρι και ετοίμαζα τα ‘Τσιγαρίδια’.
Τα μικρά αρσενικά παιδιά έπαιζαν ‘μπάλα’ (ποδόσφαιρο) με την ‘φούσκα’ (ουροδόχο κύστη ) του ζώου . Το άσπρο γεμιστό στα έντερα με ρύζι ‘ μπουμπάρ ι’ το έτρωγαν την Πρωτοχρονιά. Τις επόμενες μέρες οι νοικοκυρές συνέχιζαν την επεξεργασία του πολύτιμου γι αυτές κρέατος του γουρουνιού και τίποτα δεν πήγαινε χαμένο .
Έβγαζαν τη λίγδα (λίπος), έφτιαχναν τις «τσιγαρίδες» ή «πιτσουρούδις» (τσιγαρισμένα κομμάτια κρέατος και λίπους μαζί), γέμιζαν τα λουκάνικα, καθάριζαν τις «ουματιές» ή «ματιές», αλάτιζαν τον παστό και έφτιαχναν από τηγανισμένα κομμάτια κρέατος, λίπους και λουκάνικων τον «πασπαλά» (καβουρμά), που τον φύλασσαν σε πήλινα δοχεία, τις «βουτνάρες», για το θέρο. Από το δέρμα έφτιαχνα τα ‘τσαρβούλια’ (παπούτσια).
Στο Νεοχώρι
Τα κάλαντα Παραμονή των Χριστουγέννων
Παλαιότερα ως «ανταμοιβή» για το κέρασμα έδιναν αποξηραμένα φρούτα όπως σταφίδες, σύκα κ.α. ενώ το πορτοκαλί ήταν ένα «σπέσιαλ» δώρο για τα παιδιά τότε. Αν ήταν τυχερά βέβαια έπαιρναν και από τους παππούδες μισή δραχμούλα! Σε αντίθεση με το παρόν που η «ανταμοιβή» τους είναι τα χρήματα.
Το σφάξιμο του χοίρου
Το σφάξιμο του γουρουνιού στο Νεοχώρι έχει και εδώ την τιμητική του όπως και σε πολλά αλλά μέρη. Την Παραμονή των Χριστουγέννων οι «μερακλήδες» άνδρες της οικογένειας έσφαζαν τα γουρούνια τους και αυτή η ημέρα αποτελούσε γιορτή, καθώς πάντα έκλεινε με φαγοπότι και ευχές.
Οι γυναίκες έφτιαχναν από το γουρούνι λουκάνικα, τσιγαρίδια, παστούς, αλλά και «λουβίδια» με το κρέας του γουρουνιού.
Τα «λουβίδια» είναι φασολάκια της περιοχής, τα οποία οι ντόπιοι τα ξεραίνουν στον ήλιο, τα χωρίζουν σε αρμαθιές και τα διατηρούν όλο τον χρόνο. Το Νεοχώρι φημίζεται για τα φασόλια του και μάλιστα έχουν γίνει και πολλές εκδηλώσεις για αυτά!
Η διαφοροποίηση ονομαστικών εορτών στο Νεοχώρι
Οι περισσότεροι άνδρες του Νεοχωρίου παλιότερα έλειπαν τις πιο πολλές ημέρες του χρόνου από το χωριό επειδή δούλευαν στο Άγιο Όρος κουβαλώντας ξύλα. Επέστρεφαν στο μέρος τους μόνο για τις γιορτές, ώστε να τις περάσουν οικογενειακά. Έτσι λοιπόν επειδή η οικογένεια ήταν μαζεμένη κυρίως τις γιορτές υπάρχει μια διαφοροποίηση σχετικά με τις ονομαστικές εορτές συγκεκριμένων ονομάτων. Τα ονόματα Μαρία, Μάριος, Παναγιώτης, Παναγιώτα, Δέσποινα κ.τ.λ. στο Νεοχώρι δεν γιορτάζουν τον Δεκαπενταύγουστο όπως σε όλη την Ελλάδα, αλλά την δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων στις 26 Δεκεμβρίου που είναι η σύναξη της Θεοτόκου. Επίσης όσοι φέρουν το όνομα Αστέριος γιορτάζουν στις 27 Δεκεμβρίου που είναι η ημέρα του Αγίου Στέφανου.
Σήμερα βέβαια οι νεότερες γενιές δεν τηρούν αυτή την παράδοση παρά μόνο οι ηλικίες των 45 και άνω.
Το Άναμμα του Χριστουγεννιάτικου δέντρου
Τα τελευταία χρόνια στο Νεοχώρι στην πλατεία του χωριού φωταγωγείται το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Είναι μία εκδήλωση η οποία ξεκίνησε από κάποιες γυναίκες του γυναικείου συλλόγου και έχει καθιερωθεί. Υπάρχουν διαφορα εδέσματα, άφθονο κρασί και γλέντι μέχρι το τέλος της βραδιάς που όλη η κοινωνία ανάβει φαναράκια και τα πετά ψηλά στον ουρανό!
Το Χριστόψωμο
Τις παραμονές των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές φτιάχνουν το παραδοσιακό χριστόψωμο.
Η διαφορά του με το κανονικό ψωμί είναι το σχήμα αλλά και τα σχέδια που έχει πάνω.
Εκτός από τον σταυρό από ζυμάρι που κοσμεί το ψωμί στην μέση, οι νοικοκυρές το διακοσμούσαν με διάφορα σχέδια και το αφιέρωναν στη γέννηση του Χριστού.
Στον Στανό
Άναμμα πυρκαγιών
Στο Στάνο αναβιώνει ακόμη το έθιμο της «Κόλιντα Μπάμπω». Τα παιδιά της περιοχής στις 23 Δεκεμβρίου τη νύχτα ανάβουν φωτιές σε διάφορους λόφους φωνάζοντας «κόλντα σούρδα τς γάτας τα μασούρια».
Αυτό το έθιμο έχει να κάνει με τον μικρό Ιησού όπου οι φωτιές φροντίζουν να ζεστάνουν την ατμόσφαιρα περιμένοντας την Γέννησή του!
Τα Κόλιντα
Παλαιότερα τα παιδάκια βγαίναν για τα Κόλιντα (κάλαντα) από το ξημέρωμα έχοντας μαζί τους ένα ξύλο από κράνα. Με αυτό γυρνούσανε στο χωριό και χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών λέγοντας «άνοιξε θειά την πόρτα και δώσι μι καρύδια για να μη σε σπάσω τα κεραμμύδια».
Το Χριστόψωμο και η φασολάδα
Την Παραμονή των Χριστουγέννων είναι παράδοση στο Στανό να κόβουν οικογενειακά το Χριστόψωμο και να το θυμιάζουν. Έπειτα το τρώνε μαζί με τη φασολάδα περιμένοντας με ανυπομονησία την επόμενη μετά για να σφάξουνε το γουρούνι.
Η Γουρουνοχαρά
Την πρώτη αλλά και τη δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων κάθε σπιτι στο Στανό έσφαζε και από ένα γουρούνι. Τα παιδάκια εκείνης της εποχής, καθώς δεν είχαν μπάλες να παίξουν παίρνανε την φούσκα από το γουρούνι και την κάνανε μπάλα, βάζοντας τη στην στάχτη από το τζάκι για να κρατάει περισσότερο στον χρόνο.
Επίσης μόλις οι άνδρες της οικογένειας σφάζανε το γουρούνι οι νοικοκυρές το θυμιάζανε και βάζανε στο στόμα του γουρουνιού ένα κρεμμύδι. Πρόκειται για ένα έθιμο που αναβιώνει από πολλούς ακόμη και σήμερα.
Μάλιστα στο Στανό αποτελεί θεσμό η γιορτή της Γουρουνοχαράς, γνωστή σε πολλούς καθώς υπάρχει μεγάλη επισκεψιμότητα εκείνη την ημέρα στο χωριό.
Πλήθος κατοίκων και επισκεπτών συγκεντρώνονται στην κεντρική πλατεία του Στανού, όπου έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν δωρεάν κρασί, μεζέδες από χοιρινό κρέας και λουκάνικα.
Η “Γουρουνοχαρά” είναι βασισμένη στο πολύ παλιό έθιμο των κατοίκων να σφάζουν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων τα οικόσιτα γουρούνια τους και να στήνουν οικογενειακά γλέντια. Ταυτόχρονα παρασκεύαζαν μια σειρά από προϊόντα όπως τσιγαρίδες, πλευραμιές, λουκάνικα, παστό τα οποία και αποθήκευαν για να περάσουν το χειμώνα!
Στην Άθυτο
Η Σφαγή του χοίρου
Η πραγματική γιορτή άρχιζε με την σφαγή του χοίρου, που ήταν σπουδαία για κάθε οικογένεια, αφού απο την ποσότητα και την ποιότητα του κρέατος εξαρτάτο η διατροφή τους για τον υπόλοιπο χειμώνα.
Η σφαγή γινόταν την τρίτη ημέρα των Χριστουγέννων, του Αγίου Στεφάνου, προϋπέθετε παρέα 5-6 ατόμων, όπου αρχηγός ήταν ο “σφάχτης”. Πρώτη τους κίνηση ήταν να οδηγήσουν το ζώο στο χώρο της σφαγής. Έκει, αφού το γύριζαν ανάποδα, ένας ή δυο ανέβαιναν καβάλα στην κοιλιά του ζώου, οι άλλοι κρατούσαν τα πίσω πόδια, ενω ο σφάχτης, με την εμπειρία του, έβρισκε την καρωτίδα, το έσφαξε και άνοιγε το λαιμό να τρέξει το αίμα. Ήταν η ώρα που άρχιζαν τα πρώτα τσίπουρα και θα συνέχιζαν για πολυ ακόμα.
Στην συνέχεια, έγδερναν το ζώο με προσοχή, έτσι ώστε να μείνει το δέρμα χωρίς τρύπες, για να έχει άξια (αυτό το πουλούσαν και κατασκεύαζαν τσαρούχια, ντέφια, νταούλια κ.α.) και να αφαιρεθεί η λιγότερη ποσότητα λίπους απο το ζώο. Μόλις τελείωνε το γδάρσιμο κρεμούσαν το ζώο ανάποδα.
Οι πιτσιρικάδες του χωριού υπομέναν την όποια διαδικασία αρκεί να πάρουν την “φούσκα” (ουροδόχος κύστη) την οποία αφού ανακάτευαν με στάχτη τη φουσκώνανε και είχαν τη μπάλα των ονείρων τους μέχρι να ξεφουσκώσει στα αγκάθια του φράχτη.
Απο τα εντόσθια το πρωτο πράγμα που έπαιρναν οι νοικοκυρές ήταν το συκώτι το οποίο μαγείρευαν με κρεμμύδια,κύμινο, πάπρικα, γαρύφαλλο και κρασί. Ήταν ένα καταπληκτικά αρωματικό πιάτο που σήμαινε για όλους το πέρασμα απο το τσίπουρο στο κρασί. Ακολουθούσε και το ψήσιμο των φιλέτων.
Ώσπου οι γυναίκες του σπιτιού έβραζαν το νερό στα καζάνια, για να πλύνουν τα κρέατα και τα σκεύη, οι άντρες τεμάχιζαν το γουρούνι.
Πρώτα έκοβαν το κεφάλι, στην συνέχεια έβαζαν χωριστά τα πόδια (καρποί και ταρσοί) που θα γινόντουσαν πατσάς, χωριστά το υποδόριο λίπος – όπου τα πιο χοντρά κομμάτια θα τα πάστωναν με χοντρό αλάτι, ενω τα πιο λεπτά μαζί με τα εσωτερικά και τμήματα της κοιλιάς θα τα έκαναν λίγδα και τσιγαρίδες – χωριστά τα έντερα ( όπου το μεν χοντρό θα γινόταν “ματιές”, τα δε ψιλά θα τα χρησιμοποιούσαν για να τα φτιάξουν λουκάνικα). Το λαιμό τον τεμάχιζαν για να τον παστώσουν σε χοντρό αλάτι.
Τα πλευρά, τις μπριζόλες, θα τα έψηναν κανονικά, ή θα τις έκαναν καπνιστές ή απάκια ή λούτζες (σπανίως στη Μακεδονία). Τμήματα θα γινόταν “πασπαλάς” ή “καβουρμάς”, ενω ένα μέρος απο το κρέας θα το έκοβαν σε μερίδες για μαγείρεμα, και για κιμά απο τον οποίο ια έφτιαχναν κεφτέδες και λουκάνικα.
Οι άντρες, μετα τον τεμαχισμό, απερίσπαστοι συνέχιζαν το γλέντι ή πήγαιναν σε άλλο σπίτι να σφάξουν άλλο ζώο.
Οι γυναίκες έπλεναν και έκοβαν τα πόδια τα αφτιά και την κοιλιά, τα οποία ζεμάτιζαν για να φτιάξουν ένα ζωμό (πατσάς ποδαράκια) τον οποίο έτρωγαν ζεστό με σκορδοστούμπι, κρύος ειχε τη μορφή ζελέ. Το κεφάλι, αφού κόβανε τη μύτη και “φούσκωναν” σε χλιαρό νερο μέχρι να φύγουν όλα τα αίματα, το έβραζαν με αλάτι,πιπέρι και κρεμμύδι, στην συνέχεια το ξεκοκάλιζαν. Το καθαρό κρέας το έβαζαν σε ένα σκεύος και αφού σουρώνανε το ζωμό 1-2 φορές, να είναι καθαρός και διαυγής, σκέπαζαν το κρέας φτιάχνοντας έτσι “πηχτή” ζελέ. Όταν κρύωνε μάζευαν το λίπος που ειχε μείνει στην επιφάνεια. Την “πηχτή” την έτρωγαν είτε ζεστή, είτε κρύα με λεμόνι και φρέσκο πιπέρι.
Τα χοντρά κομμάτια του λιπους, απο το σβέρκο και την πλάτη, αφού τα πλένανε καλά να φύγει όλο το αίμα, τα πασπάλιζαν με χοντρό αλάτι και τα τοποθετούσαν σε δοχεία για να τα φάνε αργότερα έθετε τηγανιτά είτε μέσα σε πατάτες είτε λεπτοκομμένα σε φέτες ωμά. Τα λεπτότερα κομμάτια, αφού τα έπλεναν, μαζί με τμήματα της κοιλιάς, τα έβραζαν με λιγο νερό κατ αλάτι σε χαμηλή φωτιά. Ο ζωμός στη αρχή και όσο υπήρχε νερο ήταν θολός, με την εξάτμιση του νερού σιγά σιγά γινόταν διαυγής και στο τέλος τα υπολείμματα λίπους και κρέατος ροδίζανε. Τότε στράγγιζαν τα διαυγή υγρά, τα στερεά ήταν οι “τσιγαρίδες”, τις οποίες έτρωγαν όπως ήταν κρύες, ή βάζανε κομμάτια σε μαγειρέματα για να πάρουν γεύση και να έχουν κρέας. Το δέντρο υγρό αφού το περνούσαν απο διηθιτικό πανί το έκαναν ένα κατάλευκο ζωικό λίπος την “λίγδα” που την χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα, αντι για βούτυρο στο ψωμί,για την παρασκευή κουραμπιέδων, ή αντι για λάδι στις πίτες.
Το κρέας του στέρνου, αφού το έπλεναν και το έβραζαν, το κόβανε σε μικρά κομμάτια, βάζανε αλάτι, πιπέρι, κοκκινοπίπερο, μπαχάρι τριμμένο και κύμινο. Με το μείγμα αυτό γέμιζαν το παχύ έντερο και το συμπληρώνανε με λίγδα. Έτσι δημιουργούσαν ένα χοντρό λιπαρό λουκάνικο, τη “ματιά”. Το έτρωγαν ως προσφάϊ, εν είδη σαλαμιού.
Τμήματα της κοιλιάς, τα χοντροκόβανε και τα ζεματούσαν, με αλάτι και πιπέρι μέχρι να σωθούν τα νερά, απ’ αυτό έφτιαχναν τον “πασπαλά”. Εάν συνέχιζαν το ψήσιμο με λιγο κρεμμύδι και έπαιρνε ελάχιστο χρώμα γινόταν “καβουρμάς”. Τα δυο παραπάνω προϊόντα τα έτρωγαν με αυγά, ομελέτες,με χυλοπίτες, τραχανά και κριθαράκι.
Το αλεσμένο κρέας το ζυμώνανε με αλάτι, πιπέρι, κρασί, πράσο,κρεμμύδι και πορτοκάλι ( ανάλογα με την συνταγή της κάθε νοικοκυράς) και έφτιαχναν τα λουκάνικα. Το περίσσευμα του μείγματος, όταν τελείωναν τα έντερα, το έκαναν κεφτέδες τους οποίους αφού έψηναν, διατηρούσαν σε δοχεία με λίγδα.
“Καλικάντζαροι”
Από την παραμονή των Χριστουγέννων έως τα Θεοφάνεια (όλο δηλαδή το Δωδεκαήμερο), όταν, κατα την λαϊκή πίστη, τα νερά είναι αβάφτιστα, έρχονται οι Καλικάντζαροι και πειράζουν τους ανθρώπους.
Οι Καλικάντζαροι είναι ειδικά δαιμόνια που εμφανίζονται μονο το Δωδεκαήμερο. Ο λαός φαντάζεται τους Καλικάντζαρους με διάφορες μορφές. Για μερικούς είναι σαν τους ανθρώπους, όμως μαύροι και άσχημοι και πολυ ψηλοί και φορούν σιδεροπάπουτσα. Για άλλους είναι μαυρειδεροί με κόκκινα μάτια, τράγινα πόδια,με χέρια σάν της μαϊμούς και με τριχωτό όλο το σώμα. Για άλλους πάλι είναι κουτσοί,στραβοί, μονόμματοι, μονοπόδαροι και πολύ κουτοί. Η τροφή τους είναι σκουλήκια βατράχια, φίδια κ.α. Μπαίνουν στα σπίτια απο την καπνοδόχο και κατουρούν τη φωτιά, καβαλλικεύουν τους διαβάτες, τους πιάνουν στο χορό κ.τ.λ.
Για να αποτρέπονται οι Καλικάντζαροι, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν διάφορες μεθόδους, άλλοι κρεμούν πίσω απο την πορτα ή μέσα στην καμινάδα ένα κατωσάγονο χοίρου που έχει αποτρεπτική δύναμη, άλλοι καίνε αλάτι ή παλιοπάπουτσο στη φωτιά οι κρότοι και η δυσωδία του καπνού διώχνουν τους Καλικάντζαρους. Αλλά το κύριο μέσο για να κρατηθούν οι Καλικάντζαροι μακριά απο τις κατοικίες των ανθρώπων, είναι η φωτιά, που έχει τη δύναμη να αποτρέπει τα δαιμόνια.
Γι’αυτό η φωτιά στο τζάκι καίει μέρα και νύχτα, όλο το Δωδεκαήμερο. Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης φέρνει και τοποθετεί στο τζάκι του σπιτιού του ενα χοντρό ξύλο, κομμένο απο δέντρο αγκαθωτό(αχλαδιά, αγριοκερασιά), γιατί το αγκάθι και όλα τα αγκαθωτά δέντρα απομακρύνουν τους δαίμονες. Το κούτσουρο αυτό λέγεται Χριστόξυλο ή δωδεκαμερίτης ή σκαρκάντζαλος. Πριν τοποθετηθεί στο τζάκι το ραίνουν με ξηρούς καρπούς. Τόσο τα ξύλα που απομένουν απο τη φωτιά,όσο και η στάχτη, έχουν δύναμη αποτρεπτική και χρησιμοποιούνται για να προφυλάξουν το σπίτι και τα χωράφια απο κάθε κακό ξωτικά, σκαθάρια, χαλάζι. Η επικράτηση άλλων μεθόδων θέρμανσης οδήγησε το έθιμο σε αχρηστία. Τη θέση του πήρε το χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Ήθη, έθιμα και παραδόσεις που χάνονται στο χρόνο…. που κάποια από αυτά ζωντανεύουν ακόμη το παρόν φωτίζοντας ταυτόχρονα το παρελθόν…