Στα σημαντικά κοιμητήρια της Ευρώπης εντάχθηκε από τον περασμένο Σεπτέμβριο το ελληνορθόδοξο ιστορικό κοιμητήριο του Λιβόρνο της Ιταλίας. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Mεταβυζαντινών Ερευνών της Βενετίας, στην δικαιοδοσία του οποίου ανήκει το ιστορικό κοιμητήριο με τα ταφικά μνημεία ηρωικών μορφών και οικογενειών της ελληνικής παροικίας του Λιβόρνο που πρόσφεραν στην Επανάσταση του 1821, κατέθεσε, μετά από παρότρυνση της αρμόδιας διεύθυνσης του ΥΠΠΟ, την σχετική αίτηση στην Ένωση Σημαντικών Κοιμητηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης και στην γενική συνέλευση του Σεπτεμβρίου αυτή έγινε δεκτή.
«Είναι το πρώτο σημαντικό και καθοριστικό βήμα» ανέφερε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η νομικός Ευαγγελία Πασχαλίδου(με εξειδίκευση στα ζητήματα που αφορούν τα ευρωπαϊκά όργανα πολιτιστικής κληρονομιάς) η οποία επιμελήθηκε τον εμπεριστατωμένο φάκελο που κατατέθηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας στην Ένωση.
Ο φάκελος με όλα τα υφιστάμενα στοιχεία του ελληνορθόδοξου κοιμητηρίου και των έργων αποκατάστασης και ανάδειξης που ολοκληρώθηκαν θα εξεταστεί από εξειδικευμένη επιτροπή της Ένωσης προκειμένου στην συνέλευση του Μαρτίου να ενταχθεί το μνημειακό σύνολο στον κατάλογό της, γεγονός που παρέχει την δυνατότητα περαιτέρω ένταξης στις Πολιτιστικές Διαδρομές του Συμβουλίου της Ευρώπης και συγκεκριμένα στη Διαδρομή των Ευρωπαικών Κοιμητηρίων καθώς και σε ευρωπαϊκά προγράμματα και χρηματοδοτήσεις.
Η προσπάθεια να σωθεί και να αναδειχθεί το ιστορικό κοιμητήριο έχει αφετηρία το 2018. Παρ όλο που για πολλά χρόνια είχε σχεδόν αφεθεί στην εγκατάλειψη, χάρις και στις καίριες επεμβάσεις που έγιναν κατά κύριο λόγο από την Εποπτική Επιτροπή και τη Διοίκηση του Ινστιτούτου Βενετίας, εντέλει μέσα στο 2023, εξασφαλίστηκε η δυνατότητα της ένταξής του, με ό,τι αυτό σημαίνει για την αξιοποίηση του ως ένα πολιτιστικό αποτύπωμα των Ελλήνων της διασποράς.
Η σωτηρία ήρθε από την Θεσσαλονίκη
Ο κοιμητηριακός ναός Κοιμήσεως της Θεοτόκου είχε αρχίσει μάλιστα να καταρρέει εξωτερικά και εσωτερικά από την υγρασία και την έλλειψη φροντίδας και λίγο πριν χάσει την στέγη του που είχε υποστεί καθίζηση απ τις βροχές, ήρθε η …σωτηρία από την Θεσσαλονίκη και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Ο καθηγητής του ΑΠΘ Χρήστος Αραμπατζής ως πρόεδρος εκείνη την περίοδο της Εποπτικής Επιτροπής του Ινστιτούτου (2018-2023), ήταν αυτός που σήμανε συναγερμό για την διάσωση του μνημειακού συνόλου επισημαίνοντας «την αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική του αξία και την ιδιαίτερη σημασία του για τον ελληνισμό αλλά και ότι πολλά από τα ταφικά μνημεία ανήκουν σε σημαίνοντα πρόσωπα της ανθηρής ελληνικής παροικίας του Λιβόρνο που συνδέονται με την επανάσταση και την απελευθέρωση της Ελλάδας».
Απευθύνθηκε τότε, κατόπιν συνεννόησης με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΞ και την τότε πρέσβη Ρώμης κ.Τασία Αθανασίου, στην ομάδα των καθηγητών της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΑΠΘ (Μαρία Αρακαδάκη, Γ. Καραδέδος, Χ.Ιγνατάκης, Στυλιανή Λεφάκη) η οποία προχώρησε την υλοποίηση της πρώτης μελέτης για την στήριξη- διάσωση του κοιμητηριακού ναού υψώνοντας κατ’ αρχάς μεγάλο προστατευτικό στέγαστρο που κάλυψε όλο το ναό κι απέτρεψε περαιτέρω ζημιές από καιρικές συνθήκες.
Μέσα σε διάστημα μικρότερο των 4 χρόνων αλλά με το διαρκές ενδιαφέρον της Εποπτικής Επιτροπής του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας (την διεύθυνση του οποίου ανέλαβε από τον Αύγουστο του 2022 ο καθηγητής ΑΠΘ Βασίλης Κουκουσάς) και του ΥΠΕΞ, η στέγη του Ναού αποκαταστάθηκε, έγιναν οι πρώτες εργασίες συντήρησης και ασφαλούς διέλευσης στον χώρο και τον Οκτώβριο του ’22 παρουσία του γγ Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας Γιάννη Χρυσουλάκη και του δημάρχου του Λιβόρνο Luca Salvetti, επισήμων κι εκπροσώπων φορέων, πραγματοποιήθηκαν τα θυρανοίξια του ναού, σηματοδοτώντας την ολοκλήρωση των απαραίτητων ενεργειών που κατέστησαν το κοιμητήριο, εκ νέου επισκέψιμο, ικανοποιώντας πάγιο αίτημα των Ιταλικών αρχών και του Δήμου του Λιβόρνο.
Το Ελληνικό Ινστιτούτο σε συνεργασία με την Ε3 Διεύθυνση του ΥΠΕΞ και τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, έχει καταθέσει και τις απαραίτητες μελέτες συντήρησης και αποκατάστασης των υψηλής καλλιτεχνικής αξίας ταφικών μνημείων στις αρμόδιες ιταλικές υπηρεσίες για την αισθητική αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου και αναμένει την έγκριση τους, ώστε να προχωρήσει η εφαρμογή τους.
Το ορθόδοξο Κοιμητήριο, αποτελεί σήμερα τη σημαντικότερη εστία μνήμης του άλλοτε ακμάζοντος ελληνικού στοιχείου της πόλης του Λιβόρνο. Σ αυτό βρίσκονται τα ταφικά μνημεία των γνωστών οικογενειών, Τοσίτσα, Σκαραμαγκά, Μαυροκορδάτου, Ροδοκανάκη, Μεταξά, Πανά, Πάλλη κι άλλων επιφανών Ελλήνων της Διασποράς. Τα ταφικά μνημεία ξεπερνούν τα 240. Σύμφωνα με στοιχεία από την μελέτη του Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΑΠΘ ο κοιμητηριακός ναός κτίστηκε το 1840 σε οικόπεδο που αγοράστηκε από την ελληνική κοινότητα του Λιβόρνο. «Ο ναός του οποίου το δάπεδο καλύπτεται πλήρως από ταφές, παρουσιάζει ασυνήθιστη τυπολογία, η οποία με τα δύο ημιχόρια στο τρουλοσκέπαστο κυρίως τμήμα του, θυμίζει ναούς μοναστηριακού τύπου, όπως των καθολικών του Αγίου Όρους. Όμως στο βάθος, στη θέση που θα περίμενε κανείς το ιερό βήμα, υπάρχει ορθογώνιος χώρος, επίσης γεμάτος με ταφές, που καλύπτεται με σταυροθόλια. Ο ναός, με τις ταφές στο δάπεδό του, μαζί με τους πολύ αξιόλογους εξωτερικούς μαρμάρινους τάφους, αρκετοί από τους οποίους είναι ναόσχημοι με ανάγλυφη διακόσμηση ή φέρουν αγάλματα, αποτελούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό σύνολο, το οποίο ορθά χαρακτηρίστηκε από τις Ιταλικές αρχές διατηρητέο μνημείο. Το σύνολο αυτό εκτός από την αρχιτεκτονική και καλλιτεχνική αξία του έχει ιδιαίτερη σημασία για τον ελληνισμό, καθώς αρκετοί από τους τάφους έχουν μεταφερθεί από το παλιό ιδιόκτητο νεκροταφείο της Ελληνικής Κοινότητας, το οποίο είχε οικοδομηθεί το 1776 έξω από την Porta Capuccina, και ανήκουν σε σημαντικά πρόσωπα της ανθηρής Ελληνικής Κοινότητας του Λιβόρνο, τα ονόματα των οποίων συνδέονται με τη ζωή της πόλης του Λιβόρνο και κυρίως με την επανάσταση και την απελευθέρωση της Ελλάδας και για το λόγο αυτό η διατήρηση και ανάδειξή τους είναι καθήκον της Ελλάδας και απαιτεί ιδιαίτερη ευαισθησία και φροντίδα».
Με την αποκατάσταση του κοιμητηριακού ναού και τα θυρανοίξια δηλώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο το ενδιαφέρον και η σημασία που αποδίδει το ελληνικό κράτος για το σημαντικό αυτό μνημείο του Παροικιακού Ελληνισμού στην Ιταλική επικράτεια, γεγονός που επισήμαναν τόσο ο δήμαρχος του Λιβόρνο όσο και οι αρχαιολογικές περιφερειακές αρχές της Τοσκάνης. Είναι γεγονός ότι το κοιμητηριακό σύνολο αποτέλεσε στο παρελθόν σημείο «τριβής» μεταξύ ιταλικού κράτους και ελληνικού δημοσίου καθώς εμφάνιζε εικόνα εγκατάλειψης παρότι είχε χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο και εζητείτο επιτακτικά η φροντίδα και η επιμέλεια του χώρου. Σημειώνεται ότι ο χώρος, ως αρχιτεκτονικό σύνολο, υπόκειται στις ρυθμίσεις που αφορούν στη συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας το 1951.
Το Λιβόρνο των Ελλήνων και το θωρηκτό «Αβέρωφ»
O πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Borgo dei Greci του Λιβόρνο, Oυμπέρτο Τσίνι (Umberto Cini) που δραστηριοποιείται στην περιοχή προκειμένου «να συμβάλλει στην προώθηση και ανάδειξη των μνημείων της ελληνικής κληρονομιάς» χαρακτηρίζει τα έργα που είχε επισημάνει και η Εφορεία Καλών Τεχνών της Πίζας στο κοιμητήριο «πολύ σημαντικά». Ηδη τα πρώτα αποτελέσματα ως προς την επισκεψιμότητα του μνημείου είναι ορατά. Το ελληνορθόδοξο κοιμητήριο του Λιβόρνο είναι τώρα ανοιχτό δύο φορές την εβδομάδα ενώ δύο Σάββατα το μήνα ορθόδοξος ιερέας από την Φλωρεντία τελεί την θεία λειτουργία στον ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου για τους ορθοδόξους του Λιβόρνο και της Τοσκάνης.
Ο κ Τσίνι επισημαίνει ωστόσο ότι ο θησαυρός των μνημείων της ελληνικής πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς του Λιβόρνο δεν είναι μόνο το Κοιμητήριο και ο ναός.
«Υπάρχει μια εξαίσια συλλογή εικόνων που προέρχεται από τον πρώτο ορθόδοξο ναό των Ελλήνων, της Αγίας Τριάδας(1760) που κατεδαφίστηκε στα χρόνια του πολέμου(1942). Πολλά από τα ιερά σκεύη και το τέμπλο του βρίσκονται στην Αθήνα και στην Βενετία αλλά τα πιο αξιόλογα παρέμειναν στο Λιβόρνο. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης και στο κρατικό αρχείο φυλάσσεται το τεράστιο (και ανεξερεύνητο αρχείο) της ελληνικής κοινότητας του Λιβόρνο. Η διαχρονική παρουσία των Ελλήνων πλοιοκτητών και εμπόρων της προεπαναστατικής περιόδου είναι εμφανή σε πολλά σημεία της πόλης. Τα μέγαρα και οι επαύλεις των Χιωτών Μαυροκορδάτου, Ρήγιου, Καστέλη ή των Ροδοκανάκηδων αποτελούν παντοτινή υπενθύμιση των μακραίωνων ανταλλαγών, συνύπαρξης και συνεργασίας (17ος, 18ος ,19ος αι).
Σήμερα «υπάρχει στο Λιβόρνο μεγάλο ενδιαφέρον για την ελληνική ιστορία της πόλης« επισημαίνει ο κ Τσίνι κι αυτό έχει την δική του σημασία. Στα κατοπινά χρόνια στα ναυπηγεία του Λιβόρνο η Ελλάδα ναυπήγησε το ένδοξο θωρηκτό «Αβέρωφ» και ο Πολιτιστικός Σύλλογος σχεδιάζει τώρα για του Έλληνες επισκέπτες της πόλης μια έκθεση με όλα τα έγγραφα και τα σχέδια των μηχανικών του πλοίου για την ναυπήγησή του. Τα Γιάννενα πάντως είναι μία από τις πόλεις που διατηρεί τους δεσμούς με το Λιβόρνο καθώς σπουδαστές της Ζωσιμαίας Σχολής επισκέπτονται συχνά την πόλη που υπήρξε αφετηρία δραστηριοτήτων της οικογένειας των Ηπειρωτών ευεργετών.
Τον περασμένο Οκτώβριο μετά από πρόσκληση της βιβλιοθήκης Lampronica του Λιβόρνο ερευνητές απ το ΙΠΑ/ΜΙΕΤ και του ΚΕΜΝΕ της Ακαδημίας Αθηνών με επικεφαλής την ερευνήτρια Δέσποινα Βλάμη εξέτασαν το πολύτιμο αρχειακό υλικό της ελληνικής κοινότητας που έχει εντοπιστεί, με σκοπό να ξεκινήσει προσπάθεια καταγραφής και ανάδειξής του.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ