Μέσα από ένα άνοιγμα πλάτους 34 εκατοστών και μήκους λίγο περισσότερο από μισό μέτρο, κρατώντας ένα ηλεκτρικό φανάρι στο χέρι, ο Ανδρόνικος ρίχνει φως μέσα στον θάλαμο, ανακαλύπτοντας στο δάπεδο μια σπάνια συλλογή ασημένιων και χρυσών αντικειμένων. Πολύ κοντά στον τοίχο υπήρχε μια μαρμάρινη σαρκοφάγος. «Είχα βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. […] Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν ότι μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη. Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση. Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας», θα γράψει ο ίδιος γλαφυρά στο βιβλίο του Το χρονικό της Βεργίνας.
Όλες οι επιφάνειες της ολόχρυσης λάρνακας ήταν διακοσμημένες με ρόδακες και φυτικά στοιχεία, ενώ τα πόδια της τελείωναν σε δάχτυλα λιονταριού. Με πολλή προσοχή και ακόμη περισσότερη συγκίνηση, ανασήκωσε αργά και θαρρείς τελετουργικά το κάλυμμα της σαρκοφάγου με το φανταχτερό αστέρι, πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς. Όλοι περίμεναν ότι μέσα θα υπάρχουν απλώς τα καμένα οστά του νεκρού. «Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά, μέσα στη λάρνακα ήταν τοποθετημένα με τάξη το ένα επάνω στο άλλο, ως την κορφή του χρυσού κιβωτίου, τα καμένα οστά.
Ήταν πεντακάθαρα και δεν υπήρχε αμφιβολία πως προτού τοποθετηθούν εκεί είχαν πλυθεί με μεγάλη φροντίδα, πιθανότατα με κρασί. Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς, που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά (σ.σ. που είχαν γίνει μοβ από το ύφασμα που τα κάλυπτε). Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει από ένα άτοπον πάθος.
Για μια στιγμή ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος από το συναρπαστικό όνειρο που ζούσα μέρα μεσημέρι. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή (και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας), κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική».
Εκείνη τη νύχτα του φθινοπώρου, όπως και όλες τις επόμενες, στάθηκε αδύνατον να κοιμηθεί ο Ανδρόνικος πάνω από δύο με τρεις ώρες. Γύρω στις δώδεκα τα μεσάνυχτα έπαιρνε το αυτοκίνητο και πήγαινε στο σημείο όπου βρέθηκε ο τάφος του βασιλιά των Μακεδόνων και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Φιλίππου Β΄, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι φύλακες βρίσκονταν στη θέση τους. Το ίδιο έκανε και στις δύο και στις πέντε το πρωί. Η επίπονη και πολύχρονη έρευνα του καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης είχε αποδώσει καρπούς. Διαβάζοντας χωρία του αρχαίου ιστορικού Πλουτάρχου, έψαχνε να βρει το σημείο στο οποίο πιθανόν να είχε ταφεί ο βασιλιάς των Μακεδόνων.
«Ζούσα μέρα και νύχτα το μεγάλο όνειρο. Έτρωγα με τα μάτια μου το χώμα της Τούμπας, ανέβαινα και κατέβαινα, πήγαινα κι ερχόμουν και πάσχιζα να μαντέψω το μυστικό της. Όχι με σχολαστικές παρατηρήσεις τυπικών στρωματογραφικών ενδείξεων, αλλά με μια σύνολη εκτίμηση όλων μαζί των εικόνων που μου έδινε», θα πει. Το μυαλό του δούλευε απεγνωσμένα· γι’ αυτό και έσκαβε σε διάφορα σημεία, δυστυχώς χωρίς επιτυχία στην αρχή. Όταν φάνηκε όμως το πρώτο παράξενο τοιχάριο, η χαρά του ήταν απερίγραπτη. «Το μόνο που έλεγα και ξανάλεγα ήταν πως πολύ μου αρέσει, πως είμαι περίεργος να δω τι είναι, πως κάτι παράξενο και ενδιαφέρον θα μας δώσει. Δεν ήξερα τι· ήταν αδύνατον
Το πρωί της 24ης Νοεμβρίου 1977 ο καθηγητής θα προβεί σε ανακοινώσεις. Το αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., όπου θα μιλούσε, ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ένα ετερόκλητο κοινό: βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, δημοσιογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, στρατιωτικούς, αρχαιολόγους, φοιτητές και διάφορους άλλους. Ο Ανδρόνικος αρχίζει να ενημερώνει τους παριστάμενους αναλυτικά για τα αποτελέσματα της ανασκαφής στη Βεργίνα, που κράτησαν έξι εβδομάδες, δείχνοντας μια σειρά από έγχρωμες φωτογραφίες. Δείχνει τη σκουρόχρωμη πολεμική πανοπλία που ήταν καλυμμένη με χρυσάφι και έφερε σχέδια με κεφάλια λεόντων, χάλκινες επικαλαμίδες, κομμάτια μιας σφραγίδας, ειδώλια, κεφαλές από ελεφαντόδοντο και τοιχογραφίες.
Όταν παρουσιάζει τη διαφάνεια με τη χρυσή λάρνακα και το αστέρι με τις 16 ακτίνες, ο κόσμος στο αμφιθέατρο ξεσπά σε παρατεταμένα χειροκροτήματα. Όταν φθάνει η στιγμή να απαντήσει στο ερώτημα σε ποιον ανήκει ο μεγάλος τάφος, ο Ανδρόνικος, αποκρυπτογραφώντας τα ευρήματα αλλά και ενθαρρυμένος από τις θεωρίες του Άγγλου ιστορικού Νίκολας Τζέφρι Λεμπριέρε Χάμοντ (1907-2001), που είχε μελετήσει την αρχαία ελληνική ιστορία και ιδίως την περίοδο κατά την οποία έζησε ο Φίλιππος Β΄ και ο Μέγας Αλέξανδρος, θα πει: «Στηριζόμενος σε αρχαιολογικές ενδείξεις, νομίζω πως έχω το δικαίωμα να πω ότι μπορεί να ανήκει στον Φίλιππο τον Β΄».
Θα επισημάνει παράλληλα ότι ανακάλυψε συνολικά τέσσερα θαμμένα ταφικά κτίσματα, τα δύο εκ των οποίων ήταν ασύλητα από τυμβωρύχους. Ο συλημένος τάφος I θα ονομαστεί «τάφος της Περσεφόνης» λόγω της εκπληκτικής ομορφιάς τοιχογραφίας, που είναι εμπνευσμένη από τον μύθο της θεάς του κάτω κόσμου, της άνοιξης και των λουλουδιών. Ο τάφος II είναι του Φιλίππου Β΄ και φυσικά ο διασημότερος, ο τάφος III αποκαλείται και τάφος του «πρίγκιπα» λόγω της απόδοσής του στον Αλέξανδρο Δ΄ (γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου), ενώ ο τάφος IV είναι γνωστός και ως «ο τάφος με τους ελεύθερους κίονες».
Η συμβατική αυτή ονομασία προέκυψε από ένα ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο της πρόσοψης, την ύπαρξη δηλαδή ολόκληρων κιόνων σε αντίθεση με τη μέχρι τότε επιλογή των ημικιόνων. Δυστυχώς, πέρα από αυτά τα λίγα αρχιτεκτονικά στοιχεία δεν είναι γνωστό τίποτα άλλο γι’ αυτόν τον τάφο, καθώς βρέθηκε κατεστραμμένος σχεδόν ολοκληρωτικά.
Ολοκληρώνοντας τις ανακοινώσεις για τα όσα βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της αρχαιολογικής ανασκαφής στη Βεργίνα, ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος παραχώρησε συνέντευξη στην τότε κρατική τηλεόραση, λέγοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο κύριος τάφος είναι βασιλικός και ακόμη περισσότερο ότι ανήκει στον Φίλιππο Β΄. Όλον αυτό τον καιρό εγώ δεν είχα πει τίποτα, γιατί δεν είχα τις αποδείξεις παρά μόνο ενδείξεις. Για να καταλήξω στο συμπέρασμα, έπρεπε να ξεκινήσω από ορισμένα αναμφισβήτητα στοιχεία».
O τάφος είναι βασιλικός. Και όταν λέω βασιλικός, εννοώ τάφος βασιλιά και όχι απλώς ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας. Τα κυριότερο στοιχείο που μας έδωσε ο τάφος είναι το κυκλικό διάδημα (σ.σ. στέμμα) κυλινδρικής τομής από χρυσό και ασήμι. […] Αυτό έμπαινε στο κεφάλι, είναι αναμφισβήτητο. Το ίδιο περίπου σχήμα διαδήματος βρίσκουμε σε πορτρέτα ελληνιστικών βασιλέων, αλλά και σε αντίγραφα πορτρέτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τοιχογραφίες».
Τα μεταγενέστερα χρόνια υπήρξαν μέλη της επιστημονικής κοινότητας που αμφισβήτησαν τα συμπεράσματα που εξήγαγε ο καθηγητής Μανόλης Ανδρόνικος αναφορικά με το πρόσωπο που βρισκόταν στη χρυσή λάρνακα, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορεί να είναι ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β΄. Ο ισχυρισμός τους βασίζεται σε μελέτες που αναφέρουν ότι ορισμένα κατασκευαστικά στοιχεία των τάφων, κάποιες ζωγραφικές παραστάσεις σ’ αυτούς και μερικά από τα κτερίσματα (ταφικά δώρα που συνοδεύουν τον νεκρό) χρονολογούνται δύο δεκαετίες μετά τη δολοφονία και την ακόλουθη ταφή του Φιλίππου Β΄, που έγινε το 336 π.Χ.
Σύμφωνα με τις δικές τους εκτιμήσεις, ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο, γιο του Φιλίππου Β΄ και ετεροθαλή αδελφό του Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου, που είχε μητέρα τη χορεύτρια Φιλίνα από τη Λάρισα. Το συγκεκριμένο μέλος της δυναστείας των Αργεαδών είχε βασιλέψει για έξι χρόνια (323-317 π.Χ.) και τα οστά του είχαν όντως μεταφερθεί στις αρχαίες Αιγές, τη μεταγενέστερη δηλαδή Βεργίνα. Ένα άλλο τμήμα αρχαιολόγων εκτιμά ότι οι τάφοι δεν είναι καν βασιλικοί, αλλά ανήκουν σε σημαντικούς Μακεδόνες αξιωματούχους που απέκτησαν πλούτη από την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Η αλήθεια είναι ότι το χρυσάφι που έφεραν οι Μακεδόνες επιστρέφοντας από την Ανατολή ήταν τόσο πολύ σε ποσότητα που η αξία του μειώθηκε. Πρόκειται για μία από τις θεωρίες που έχει κερδίσει έδαφος, βασιζόμενη στη θεωρία που θέλει τον τάφο να χρονολογείται μετά το 317 π.Χ., τουτέστιν μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία.
Το έτος 2008 ο ιστορικός Μιλτιάδης Χατζόπουλος, πρώην διευθυντής του Κέντρου Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, θα επισημάνει πως η παραπάνω θεωρία χωλαίνει και θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει πως ο τάφος ανήκει πράγματι στον Φίλιππο Β΄, ενώ πρόσφατες ανακαλύψεις στη νεκρόπολη υποδεικνύουν άλλη τοποθεσία για τον τάφο του Αρριδαίου και της συζύγου του Ανταίας Ευρυδίκης – αν και εκκρεμεί η παρουσίαση περισσότερων λεπτομερειών επί τούτου. Με τη σειρά της, και η τέως διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα, η καθηγήτρια αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. Χρυσούλα Παλιαδέλη, σημειώνει ότι μετά την εξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο και σε συνδυασμό με ιατρικές και φυσικοχημικές εξετάσεις, αλλά και την εν γένει ιστορική έρευνα, τεκμαίρεται ότι «ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο τον Β΄».
Ο Μανόλης Ανδρόνικος γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936 και ενώ ήταν φοιτητής εργάστηκε ως βοηθός στην ανασκαφή της Βεργίνας. Το 1952 έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη. Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1964 εξελέγη τακτικός καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας. Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Έταιρείας Αθηνών, της Έταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d’Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος, εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται βέβαια η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος. Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου (1921-2012) και μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης. Πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό all About History (11/2019) που κυκλοφορεί μια φορά το μήνα με το Έθνος της Κυριακής