Τον τρόπο με βάση τον οποίο ο λύκος επιλέγει τον βιότοπο όπου θα ζήσει εξηγεί η Περιβαλλοντική Οργάνωση για την Άγρια Ζωή και τη Φύση, «Καλλιστώ».

Όπως εξηγεί, «ο λύκος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά είδη μεγάλων θηλαστικών. Η προσαρμογή του σε ποικίλα περιβάλλοντα και κυρίως στον άνθρωπο και στις ποικίλες δραστηριότητές του, οφείλεται κυρίως στη μεγάλη ευελιξία της συμπεριφοράς του. Οι λύκοι εκτός από τα ακραία περιβάλλοντα όπου μπορούν να ζήσουν, από τις αρκτικές μέχρι τις ερημικές περιοχές, μπορούν να επιβιώσουν σε περιοχές κοντά στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του.

Δύο είναι οι σημαντικότερες παράμετροι που καθορίζουν την επιτυχία επιβίωσης του λύκου:

  • Ο βαθμός ανοχής που δείχνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες απέναντι στο είδος και ο ρυθμός με τον οποίο συντελούνται οι όποιες αλλαγές στο βιότοπο του είδους. Απότομες και εκτεταμένες στον φυσικό χώρο μεταβολές, περιορίζουν την ικανότητα και την ταχύτητα προσαρμογής του είδους.

Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη πληθυσμιακή κατάρρευση του είδους, όπως συνέβη στις ΗΠΑ με την έλευση του λευκού ανθρώπου, όπου οι αλλαγές στον βιότοπο του είδους ήταν τόσο δραματικές και απότομες, όπως η θεαματική μείωση των άγριων οπληφόρων σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνήγι του είδους, που δεν έδωσαν την ευκαιρία στους λύκους να προσαρμοστούν ανάλογα.

  • Η επιλογή βιοτόπου από τους λύκους εξαρτάται πολύ από τη διαθεσιμότητα της τροφής.

Πολλοί άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους τη ρομαντική εικόνα μιας αγέλης λύκων που ζει στις πιο ακατοίκητες περιοχές, μέσα σε πυκνά δάση μακριά από τον άνθρωπο. Εν μέρει αυτό είναι αληθές, μόνο εφόσον υπάρχει κάτι να φάει εκεί. Σε χώρες όπου υπάρχει αφθονία φυσικής λείας για το λύκο, όντως οι λύκοι επιτελούν απρόσκοπτα το ρόλο τους ως θηρευτές και ρυθμιστές των πληθυσμών οπληφόρων αλλά και του οικοσυστήματος ευρύτερα (βλ. παράδειγμα Εθνικού Πάρκου Yellowstone) και ο βιότοπος τους ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με οικοσυστήματα υψηλής παραγωγικότητας που συντηρούν πληθυσμούς άγριων φυτοφάγων».