Το 1965, στο σημερινό αεροδρόμιο του Χίθροου στο Λονδίνο, πραγματοποιήθηκε η πρώτη αυτόματη προσγείωση εμπορικής πτήσης που ερχόταν από το Παρίσι. Το αεροσκάφος ήταν ένα Trident 1C της BEA, που αργότερα έγινε μέρος της British Airways, και ήταν εξοπλισμένο με το «autoland», μια επέκταση του αυτόματου πιλότου που επιτρέπει την αυτόματη προσγείωση. Σήμερα, τα αυτόματα συστήματα προσγείωσης είναι εγκατεστημένα στα περισσότερα εμπορικά αεροπλάνα και ενισχύουν την ασφάλεια σε δύσκολες καιρικές συνθήκες ή σε συνθήκες χαμηλής ορατότητας.
Περίπου 60 χρόνια αργότερα, η τρίτη μεγαλύτερη κατασκευάστρια αεροσκαφών στον κόσμο, η βραζιλιάνικη Embraer,παρουσιάζει μια παρόμοια τεχνολογία για τις απογειώσεις. Ονομάζεται “E2 Enhanced Take Off System” και αναπτύχθηκε για την οικογένεια αεροσκαφών E2. Η τεχνολογία αυτή αναμένεται να βελτιώσει την ασφάλεια, μειώνοντας το φόρτο εργασίας των πιλότων, ενώ παράλληλα αυξάνει την εμβέλεια και το βάρος απογείωσης, επιτρέποντας στα αεροσκάφη να ταξιδεύουν μεγαλύτερες αποστάσεις.
«Το σύστημα είναι καλύτερο από τους πιλότους», δηλώνει στο CNN ο Patrice London, κύριος μηχανικός απόδοσης της Embraer, ο οποίος εργάζεται στο έργο πάνω από μία δεκαετία. «Επειδή εκτελεί πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αν κάνετε 1.000 απογειώσεις, θα έχετε 1.000 ίδιες απογειώσεις».
Η Embraer έχει ήδη ξεκινήσει τις δοκιμαστικές πτήσεις με στόχο την έγκριση από τις αρμόδιες αρχές έως το 2025, πριν την εισαγωγή του συστήματος σε επιλεγμένα αεροδρόμια. Η εταιρεία, όπως και η Airbus, έχει επωφεληθεί από τα πρόσφατα προβλήματα της Boeing, κερδίζοντας μερίδιο αγοράς, ενώ είναι πλέον ο ηγέτης στην κατασκευή εμπορικών αεροσκαφών έως 150 θέσεων.
Η Embraer έχει παραδώσει σχεδόν 1.700 αεροσκάφη από την οικογένεια E-Jet, που παρουσιάστηκε το 2004. Νωρίτερα φέτος, η American Airlines ανακοίνωσε την παραγγελία 90 αεροσκαφών E175 – ένα περιφερειακό τζετ χωρητικότητας περίπου 80 επιβατών – με σκοπό να μετατρέψει ολόκληρο τον περιφερειακό της στόλο σε αεροσκάφη Embraer μέχρι το 2030.
Το 2018, η Embraer αναβάθμισε κάποια από τα μοντέλα της σειράς με νέους κινητήρες, φτερά και ηλεκτρονικά συστήματα, ονομάζοντάς τα E2. Δύο παραλλαγές είναι πλέον σε υπηρεσία, το E-190-E2 και το ελαφρώς μεγαλύτερο E-195-E2, που μπορούν να φιλοξενήσουν έως και 140 επιβάτες, ανταγωνιζόμενα το Airbus A220.
Μέχρι σήμερα έχουν παραδοθεί πάνω από 120 αεροσκάφη E2, με τις Porter Airlines του Καναδά, την Azul της Βραζιλίας και την KLM Cityhopper της Ολλανδίας να είναι οι μεγαλύτεροι χειριστές. Η Embraer έχει παραγγελίες για περίπου 200 ακόμη.
Σε αυτά τα αεροσκάφη η εταιρεία θα εισαγάγει το νέο αυτόματο σύστημα απογείωσης. «Είχα τη χαρά να πετάξω με το σύστημα πριν από μία εβδομάδα και είναι εκπληκτικό», αναφέρει ο Luís Carlos Affonso, αντιπρόεδρος μηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης της Embraer. «Πιστεύουμε ότι η εκπαίδευση των πιλότων θα είναι περιορισμένη, γιατί δεν αλλάζει ουσιαστικά η διαδικασία».
Κατά τη διάρκεια μιας αυτόματης απογείωσης, υπάρχει μόνο μία βασική διαφορά από τις τρέχουσες διαδικασίες:«Δεν κάνετε εσείς την περιστροφή. Έχετε τα χέρια σας στο χειριστήριο και το αεροπλάνο περιστρέφεται μόνο του», εξηγεί ο Affonso, αναφερόμενος στην κίνηση της ανύψωσης της μύτης του αεροσκάφους.
«Στην αυτόματη προσγείωση, πρέπει επίσης να κρατάτε τα χέρια σας στο χειριστήριο και το αεροπλάνο προσγειώνεται μόνο του. Το ίδιο ισχύει και εδώ. Όλα τα υπόλοιπα παραμένουν ίδια, και όταν το αεροπλάνο περάσει τα 200 πόδια σε ύψος, το σύστημα επανέρχεται στον κανονικό αυτόματο πιλότο και στο autothrottle, οπότε όλα επιστρέφουν στη συνήθη διαδικασία».
Ωστόσο, πριν φτάσει σε αυτό το ύψος, το σύστημα θα έχει επιτρέψει στο αεροσκάφος να απογειωθεί νωρίτερα, χρησιμοποιώντας μικρότερο μήκος διαδρόμου. Ως αποτέλεσμα, η απόσταση απογείωσης – που υπολογίζεται από την απελευθέρωση των φρένων μέχρι το αεροσκάφος να φτάσει σε ύψος 35 ποδιών – μειώνεται σε σύγκριση με μια χειροκίνητη απογείωση.
Πώς το σύστημα αυτόματης απογείωσης μπορεί να επιτρέψει ταξίδια σε νέους προορισμούς
Το νέο σύστημα επιτρέπει στο αεροσκάφος να απογειώνεται όσο το δυνατόν νωρίτερα και με πιο απότομη γωνία, χωρίς τον κίνδυνο του λεγόμενου “tail strike” – μιας επικίνδυνης κατάστασης όπου η ουρά του αεροπλάνου αγγίζει τον διάδρομο ή κάποιο εμπόδιο κατά την απογείωση, κάτι που μπορεί να συμβεί λόγω ανθρώπινου λάθους.
Η Embraer δηλώνει ότι αυτή η βελτιστοποίηση επιτρέπει την αύξηση του βάρους απογείωσης, κάτι που σημαίνει είτε περισσότερους επιβάτες είτε μεγαλύτερη εμβέλεια – έως και 350 ναυτικά μίλια. Αυτό “ανοίγει” νέους προορισμούς που μέχρι τώρα δεν ήταν διαθέσιμοι με τον ίδιο συνδυασμό αεροδρομίου και αεροσκάφους χωρίς το αυτοματοποιημένο σύστημα απογείωσης.
Προς το παρόν, η Embraer σκοπεύει να εισαγάγει το σύστημα σε τρία αεροδρόμια: το London City στην Αγγλία, τη Φλωρεντίαστην Ιταλία και το Santos Dumont στη Βραζιλία, ενώ η εταιρεία αναφέρει ότι ενδιαφέρονται και άλλα αεροδρόμια.
Τι συμβαίνει σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης;
Το σύστημα αντιδρά όπως ο κανονικός αυτόματος πιλότος, ενεργοποιώντας συναγερμό και δίνοντας τον έλεγχο πίσω στους πιλότους. «Δοκίμασα το σύστημα σε περιπτώσεις βλάβης, ειδικά όταν χάνεται ένας κινητήρας», λέει ο Affonso. «Είναι εκπληκτικό πόσο μειώνεται ο φόρτος εργασίας, ειδικά κατά τη διάρκεια μιας βλάβης. Όταν μειώνεις το φόρτο εργασίας, η λειτουργία γίνεται πιο ασφαλής».
Ωστόσο, ο Affonso διευκρινίζει ότι αυτό δεν αποτελεί βήμα προς την πλήρη αυτοματοποίηση ή την κατάργηση ενός από τους πιλότους. «Απλώς προσθέτουμε μια φάση – την απογείωση – όπου πλέον μπορεί να ενεργοποιηθεί ο αυτόματος πιλότος»,εξηγεί, «αλλά απέχει πολύ από την πλήρη αυτονομία, καθώς ο πιλότος είναι εκεί, και σε περίπτωση βλάβης, ο πιλότος θα αναλάβει τον έλεγχο».
Σύμφωνα με τον Gary Crichlow, αναλυτή της αεροπορικής βιομηχανίας στην Aviation News Limited, είναι νωρίς για να εκτιμηθεί πώς θα μεταφραστούν τα πλεονεκτήματα που προβάλλει η Embraer στην πραγματική λειτουργία. «Καταρχήν, το να επιτρέπει το σύστημα να επιλέγει και να εκτελεί αυτόματα το βέλτιστο προφίλ απογείωσης φαίνεται σαν μια επέκταση των τυποποιημένων διαδικασιών σε άλλα μέρη της πτήσης, παρά ένα ριζοσπαστικό βήμα προς πλήρως αυτόνομα αεροσκάφη», αναφέρει.
Όπως και με κάθε άλλο τεχνολογικό σύστημα, όλα εξαρτώνται από την εφαρμογή: «Το κατά πόσο το σύστημα θα εγκατασταθεί εύκολα, αν πράγματι δεν χρειάζεται πρόσθετη εκπαίδευση, πόσο καλά διαχειρίζεται την πραγματική λειτουργία, και φυσικά, αν θα οδηγήσει σε σημαντική βελτίωση της λειτουργικής αποδοτικότητας – μόνο ο χρόνος θα τα δείξει».
news247