«Οι πρόσφυγες είναι κεντρικό θέμα της ιστορίας και εξίσου σημαντικό και το πλέον επίκαιρο των σύγχρονων διεθνών σχέσεων σχεδόν παντού και σίγουρα στην περιοχή μας. Για πολλούς λόγους, η προσφυγιά από τα χρόνια που κατέρρευσαν η Οθωμανική και άλλες αυτοκρατορίες συνεχίζει να θεωρείται ως το τελικό, ριζικό και πιο απάνθρωπο απ’ όλα τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για να δημιουργήσουν μέσα από την εθνική ομοιογένεια βιώσιμα σύνορα στα Βαλκάνια και αλλού», τόνισε ο καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων του ΑΠΘ, Βασίλης Κ. Γούναρης, ο οποίος ήταν κεντρικός ομιλητής στο επιστημονικό συνέδριο «Οι πρόσφυγες του 1922: Μια κρίσιμη συνιστώσα της Νεοελληνικής Ιστορίας του 20ού αιώνα», που διοργανώνει το ΑΠΘ σε συνεργασία με το Ιστορικό Αρχείο της Alpha Bank.
«Κάπως έτσι σκέφτηκαν οι ηγέτες του Μεσοπολέμου, αλλά διαψεύστηκαν και ήταν μάλλον απίθανο οι σύγχρονοι ηγέτες να αποφύγουν όποτε και εφ’ όσον προκρίνουν την ίδια λύση», επισήμανε ο κ. Γούναρης, στην ομιλία του με θέμα: «Το προσφυγικό φαινόμενο: θύματα και εκδικητές των εθνικών κρατών».
Υπογραμμίζοντας ότι η συγκρότηση των προσφύγων σε κοινωνική ομάδα και η ανέλιξή της επηρέασε ποικιλοτρόπως την άσκηση εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, καθώς και τη διαμόρφωση της εθνικής ιδεολογίας στις βαλκανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου και της Τουρκίας, παρατήρησε ότι η ιδεολογία αυτή από τη μία διευκόλυνε την ένταξη των προσφύγων στο εθνικό κράτος υποδοχής ως θυμάτων της ιστορίας, από την άλλη όμως λειτούργησε ως άλλοθι περιστασιακών εθνικιστικών εξάρσεων- επίσημων ή συγκεκαλυμμένων.
«Η συζήτηση περί της μνήμης της προσφυγιάς καλά κρατεί 100 και πλέον χρόνια μετά τις πληθυσμιακές ανακατατάξεις των Βαλκανικών, των Παγκοσμίων και των Ελληνο-Τουρκικών Πολέμων», ανέφερε ο καθηγητής Ιστορίας Νεοτέρων Χρόνων, προσθέτοντας ότι προέκυψαν στο μεταξύ νέα προσφυγικά ρεύματα που έδωσαν προτεραιότητα στα πρακτικά και όχι στα θεωρητικά ζητήματα, οι πόλεμοι στη Βοσνία, στο Κόσοβο, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία κ.ά. και ότι τα προσφυγικά κύματα σάρωσαν και σαρώνουν ολόκληρη την Ευρώπη και θα συνεχίσουν.
Σημειώνοντας ότι η προσφυγική μνήμη είναι σε μεγάλο βαθμό εργαλείο και προϊόν του κράτους, τόνισε ότι μπορεί ταυτόχρονα είναι και παγίδα γι αυτό. «Το βαλκανικό κράτος είχε και έχει τη δυνατότητα νομιμοποίησης της προσφυγικής μνήμης και όσοι ελαφρά τη καρδιά ευνοούν ως λύση την προσφυγιά θα πρέπει να γνωρίζουν ότι αναλαμβάνουν ένα ρίσκο, γιατί κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τις μελλοντικές χρήσεις της. Έγιναν πρόσφυγες επειδή ήταν Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Τούρκοι, Έλληνες ή Ουκρανοί» εξήγησε.
«Αλλά ταυτόχρονα είναι και παγίδα, καθώς το κράτος δεν μπορεί να τους αρνηθεί, αφού αυτό τους κατέστησε θύματα της πολιτικής και εθνικής του ιδεολογίας, μολονότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες κατ’ αρχήν και κατά κανόνα επιθυμούσαν να επιστρέψουν στη μικρή τους πατρίδα, παρά να μείνουν στη μεγάλη» ανέφερε.
«Όμως και οι πρόσφυγες δεν μπορούν επίσης να αρνηθούν την προσφυγική τους ταυτότητα ως θύματα της εθνικής ιστορίας γιατί τότε θα απολέσουν τη συλλογικότητά τους ως μία διακριτή ομάδα, άρα και την ανταλλακτική αξία της. Αλλά και όταν την αποδέχονται και γίνονται εύκολα χειραγωγούμενοι εκδικητές του έθνους είτε στα χαρτιά, είτε στην πράξη πάλι δεν μπορούν να λυτρωθούν από τα προσφυγικά δεινά και τις μνήμες τους» συμπλήρωσε.
Η προσφυγιά, όπως ανέφερε, είναι τελικά ένα θλιβερό υποπροϊόν της ιδεολογίας του εθνικού κράτους και δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από αυτό, όπως και το κράτος δεν μπορεί να την αρνηθεί ολοκληρωτικά γιατί τότε θα ήταν σαν να αρνείται τον ίδιο του τον εαυτό.
Ανταλλαγή των πληθυσμών και διεθνές δίκαιο
Στον θεσμό της ανταλλαγής πληθυσμών που εμφανίστηκε στη διεθνή σκηνή το 1919 μέσω της συμπερίληψής του σε διεθνή συνθήκη, συγκεκριμένα στη Συνθήκη του Νεϊγύ αναφέρθηκε η ιστορικός στο Διεθνές Πανεπιστήμιο της Ελλάδος, Μαριλένα Παπαδάκη.
Υπογραμμίζοντας ότι ειδική σύμβαση της Συνθήκης προέβλεπε την εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας, σημείωσε ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν απέκλεισαν τη γενίκευση της εφαρμογής του θεσμού ως μέσου αντιμετώπισης του ζητήματος των μειονοτήτων της ταραγμένης περιοχής των Βαλκανίων.
Αναφερόμενη στη Σύμβαση Υποχρεωτικής Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών της Λωζάνης, η κ. Παπαδάκη επισήμανε ότι ήταν προϊόν διεθνούς δικαίου και όχι ένα διμερές σύμφωνο που υπογράφηκε στο περιθώριο μιας παρακμάζουσας Κοινωνίας των Εθνών.
Ήταν επίσης προϊόν διαπραγμάτευσης με πρόσκληση των Μεγάλων Δυνάμεων υπό την εποπτεία της ΚτΕ και ένα οργανικό κομμάτι του τελευταίου παζλ της διαδικασίας διαμόρφωσης της ειρήνης μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπογράμμισε.
Η Σύμβαση πλαισιώθηκε απ’ όλους τους νέους θεσμούς του διεθνούς δικαίου, μία μικτή επιτροπή με σχεδόν νομικές αρμοδιότητες και διαδικασίες, οι οποίες οδήγησαν στη γνωμοδότηση του Διαρκούς Δικαστηρίου Διεθνούς Δικαιοσύνης (ΔΔΔΔ) το 1925.
Ο νομικός χαρακτήρας της Σύμβασης τονίζεται από το ΔΔΔΔ στη εν λόγω γνωμοδότηση, συμπλήρωσε.
«Στις ταραγμένες εποχές που ακολούθησαν τους Παγκόσμιους Πολέμους στην Ευρώπη, διεθνές δίκαιο και πολιτική βάδισαν παράλληλα στα ίδια μονοπάτια συμπορεύτηκαν, εξελίχθηκαν και επανανοηματοδοτήθηκαν σε νέες βάσεις έτσι ώστε “ απάνθρωπα” και “ βάρβαρα” μέτρα, όπως αυτό της ανταλλαγής των πληθυσμών που επηρέασε ολόκληρες γενιές ανθρώπων και κοινωνιών πολυεπίπεδα να γίνονται πλέον αντιληπτά όχι ως μία τρέλα της ιστορικής συγκυρίας, αλλά ως ένα οργανικό μέρος της εξέλιξης των διεθνών σχέσεων, του διεθνούς δικαίου και της πολιτικής εξέλιξης της ευρωπαϊκής ηπείρου» τόνισε η κ. Παπαδάκη.
Στόχος του Συνεδρίου, που πραγματοποιείται στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ, με τη συμμετοχή ιστορικών και ερευνητών των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή, είναι να γίνει μία συνολική, ρεαλιστική και επιστημονική αποτίμηση των βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων συνεπειών της σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ