Πολλά μεγάλα ονόματα και δεκάδες ανθρώπινες ιστορίες χώρεσαν στο σημερινό «πρωινό καφέ». Κράτησε 41 λεπτά και 41 δευτερόλεπτα και όταν μετά καθίσαμε να φάμε με τον Μανώλη Μητσιά στην αγαπημένη του «Αγορά» η κουβέντα έβγαζε συνεχώς και άλλες ιστορίες και το μαγνητόφωνο συνέχιζε να ανοιγοκλείνει.

Δεν είναι και λίγο να υπηρετείς το ελληνικό τραγούδι 55 χρόνια και να έχεις συνεργαστεί με τους μεγαλύτερους δημιουργούς αυτής της της χώρας. Από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη, μέχρι τον Σταύρο Κουγιουμτζή, τον Λουκηανό Κηλαηδόνη και τη Σωρηρία Μπέλλου. Ούτε να έχεις φίλους τον Νίκο Γκάτσο και τον Δήμο Μούτση ή να τρως σχεδόν κάθε Πέμπτη με τον Χαρίλαο Φλωράκη και να συναντάς συχνά τον Αντώνη Σαμαρά.

Όλα αυτά από ένα άνθρωπο που ξεκίνησε από τα Δουμπιά Χαλκιδικής και κατέκτησε με τη φωνή του, αλλά και με τον ανθρώπινο τρόπο που διαθέτει, όλη την Ελλάδα. Ίσως το μεγαλύτερο ατού του Μανώλη Μητσιά πέρα από την υπέροχη και ζεστή φωνή του είναι αυτό που κάνει και απολαμβάνει κάθε μέρα. «Κάθε πρωί μού αρέσει να βγαίνω, να πηγαίνω στην αγορά, να λέω την καλημέρα στο μανάβη και το χασάπη, να πάρω το ψωμί από το φούρνο. Όλα αυτά μου θυμίζουν το χωριό μου που λέγαμε τις καλημέρες. Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, δεν μπορώ τη μοναξιά με τίποτα».

Με όμικρον ή με ωμέγα το Μανώλης;

Εγώ με ωμέγα το γράφω, αλλά και με όμικρον γράφεται. Χθες είδα στην τηλεόραση τη λέξη αυγά με β και είπα είναι δυνατόν (γελάει).

Πίνετε πρωινό καφέ; Υπάρχει χρόνος γι’ αυτό στη ζωή σας;

Πίνω, ναι.

Τι προτιμάτε;

Ένα εσπρεσάκι πίνω χωρίς ζάχαρη, χωρίς τίποτα. Ντεκαφεϊνέ.

Που στο σπίτι;

Σπίτι, ναι.

Πάμε πίσω στα παιδικά σας χρόνια. Γεννημένος με την έναρξη του εμφυλίου στα Δουμπιά Χαλκιδικής.

Στο μεταίχμιο, ναι.

Σε πόση ώρα φτάναμε τότε εκεί από τη Θεσσαλονίκη;

Τότε ήταν μιάμιση ώρα με το λεωφορείο, τώρα είναι μισή ώρα. Για φαντάσου (γελάει).

Οι γονείς; Αδέλφια;

Οι γονείς πέθαναν, έχω έναν αδελφό και μία αδελφή που μένουν και οι δύο στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς. Και λέω δυστυχώς γιατί δεν μπορούσαν να κατέβουν στην Αθήνα.

Οι γονείς σας τι έκαναν;

Γεωργοί. Ο πατέρας μου ήταν στην κοινότητα πρόεδρος αμισθί για 13 χρόνια. Τον κατήργησε η χούντα ως αριστερό.

Πρώτες αναμνήσεις ζωής ποιες είναι;

Πανηγύρια, πολλά. Ο πατέρας μου είχε καφενείο στο χωριό και είχαμε γιορτές και τοπικά πανηγύρια. Γλέντια με μακεδονικές κομπανίες. Όλα αυτά τα έχω ζήσει σε πάρα πολύ υψηλό βαθμό. Τότε τα ακούγαμε τα τραγούδια στο πικάπ με μπαταρίες, δεν είχαμε ρεύμα. Μεγάλωσα με τα τραγούδια του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, του Αγγελόπουλου, όλων των μεγάλων αυτών λαϊκών τραγουδιστών. Και αυτό με επηρέασε.

Δημοτικό και γυμνάσιο πήγατε στα Δουμπιά;

Δημοτικό στα Δουμπιά, γυμνάσιο στον Πολύγυρο αρχικά για 4 χρόνια και μετά στο Ζαγκλιβέρι.

Στον Πολύγυρο πως πηγαίνατε σχολείο; Μένατε εκεί;

Βέβαια, δυστυχώς. Δυστυχώς γιατί αποχωριστήκαμε από τους γονείς μας. Ήταν για εμάς μια ξενιτιά. Ήμασταν 12 χρονών και ήμασταν ξενιτεμένοι, μέσα σε ένα σπίτι να μαγειρεύεις μόνος σου, αλλά και να πλένεσαι μόνος σου, ήταν άσχημο πράγμα.

Οι γονείς σας τι σάς πρόσφεραν;

Μού έδωσαν όλη τη ζωή. Είμαι ευγνώμων και συγκινούμαι όταν μιλάω για τους γονείς μου γιατί ό,τι ήθελα το είχα. Με ότι μέσα είχαν οι άνθρωποι αυτοί.

Παρά τη φτώχεια;

Παρά τη φτώχεια. Αλλά υπήρχε αυτή η αγάπη και η ζεστασιά της οικογένειας που την αναπολώ πολλές φορές. Παρόλο που δουλεύαμε στα χωράφια τα καλοκαίρια και όλη την ώρα ήμασταν στα καπνά, ακόμα και τα μεσάνυχτα σηκωνόμασταν για να μαζέψουμε τα καπνά. Παρόλα αυτά όλα τα θυμάμαι με πολλή αγάπη.

Καλός μαθητής;

Καλός μαθητής.

Μπάλα παίζατε;

Ναι, συνέχεια παίζαμε, δεν είχαμε και τίποτα άλλο να κάνουμε σαν παιδιά. Μπάλα και πετροπόλεμο (γελάει).

Μπάνια στη Χαλκιδική είχε το καλοκαιρινό πρόγραμμα;

Σπάνια, εμείς ήμασταν στην ορεινή Χαλκιδική και δουλεύαμε στα χωράφια. Καμιά φορά οργανώναμε με τα παιδιά του χωριού εκδρομές και νοικιάζαμε ένα πούλμαν και πηγαίναμε όλοι μαζί στον Σταυρό και κάναμε ένα ημερήσιο μπάνιο. Τίποτα άλλο.

Τι λέγατε παλιά; Τι θέλατε να γίνετε όταν ήσασταν μικρός;

Ήθελα να γίνω γιατρός. Έβλεπα τον γιατρό του χωριού που προσέφερε βοήθεια στους συγχωριανούς μου και έλεγα ότι αυτό ήθελα να γίνω. Ήταν και ο παππούς μου στρατιωτικός και είχε πάει στη Σμύρνη με τον Βενιζέλο, είχε τραυματιστεί και ήταν ανάπηρος πολέμου, οπότε…

Ο μπαμπάς αριστερός, έτσι;

Ναι, αριστερός.

Διάβασα ότι το πρώτο τραγούδι που τραγουδήσατε ήταν με τη χορωδία του δημοτικού. Με καντάδες και ψαλμωδίες.

Στο χωριό ψέλναμε πάρα πολύ. Ήταν κάτι θα έλεγα υποχρεωτικό όταν είχαμε καλή φωνή. Καντάδες κάναμε με κάτι φίλους μου που τραγουδούσαν ωραία.

Πρώτοι αγαπημένοι συνθέτες;

Εκείνη την εποχή στο χωριό ακούγαμε Καλδάρα και Τσιτσάνη. Να φανταστείτε δεν είχαμε καν ραδιόφωνο. Μετά στον Πολύγυρο ακούγαμε μόνο το ραδιόφωνο της κοινότητας στην πλατεία ή κανένα σαρανταπεντάρι δισκάκι στο πικάπ. Όταν πήγα όμως στον Πολύγυρο και άκουσα πρώτη φορά «Το σύννεφο έφερε βροχή» του Χατζιδάκι λέω: «Τι ωραίο τραγούδι είναι αυτό. Αυτό δεν το ακούγαμε στο χωριό». Και μετά ακούω και τον «Επιτάφιο» του Μίκη και λέω: «Αμάν, τώρα είναι άλλη μουσική».

Είμαστε σε ποια εποχή;

1959 με 60. Έτσι άλλαξαν τα γούστα μου κατευθείαν.

Η σχέση με τη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε το 1965 όταν ήρθατε εδώ για σπουδές. Τι κάνατε ακριβώς;

Έδωσα εξετάσεις για τη στρατιωτική Ιατρική. Ήταν όπως είπαμε ο παππούς, αλλά και το γεγονός ότι ήταν δωρεάν η φοίτηση και εμείς δεν είχαμε τα οικονομικά μέσα για να σπουδάσουμε.

Μπήκατε στη σχολή;

Για 33/10 της μονάδος δεν μπήκα. Η βάση ήταν 12 και έπιασα 11 και 68 την πρώτη χρονιά. Την δεύτερη χρονιά δεν με άφησαν να δώσω γιατί είχε έρθει ο φάκελος μου ως αριστερός, είχε έρθει η χούντα και δεν με άφησαν ούτε καν να πλησιάσω στη σχολή. Μετά για να μην πάω φαντάρος πήγα δύο χρόνια στο Δημόκριτο ως βοηθός χημικού, σπούδασα για κανένα χρόνο, αλλά μετά ξεκίνησα με το τραγούδι, μετά με συνέλαβαν κιόλας και πήγα φυλακή, οπότε τέλος οι σπουδές.

Πρώτη επίσημη τραγουδιστική συμμετοχή είχατε με τη χορωδία της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών Βορείου Ελλάδος. Με μαέστρο τον Σταύρο Κουγιουμτζή και μετά τον Ανδρέα Πρέζα. Πως ήταν;

Ήταν ο Κουγιουμτζής, αλλά έμεινε μόνο ένα μήνα, γιατί έφυγε και πήγε στην Αθήνα και αποχωριστήκαμε. Ήρθε όμως μετά από δύο χρόνια που τραγουδούσα στη Θεσσαλονίκη και με βρήκε. Τότε τραγουδούσα σε μια μπουάτ στην παραλία που λέγονταν «Οι Βάτραχοι». Και μου λέει ο Σταύρος: «Έλα, να πάμε στην Αθήνα, να κάνουμε καριέρα», αλλά εγώ δεν ήθελα. Μετά όταν βγήκα από τη φυλακή δεν είχα λεφτά ούτε για τσιγάρα. Με το φίλο μου τον Δημήτρη, που είχε ένα ζαχαροπλαστείο στο Ναυαρίνο, ξεκινήσαμε να τραγουδάμε σε έναν κοινόχρηστο χώρο για 20 άτομα. «Σας τον δίνω να παίξετε εδώ για να μπορέσετε να πάρετε και κανένα τσιγάρο», μας είπε. Το πρώτο βράδυ ήρθαν καμιά εικοσαριά φίλοι και έγινε χαμός και την άλλη μέρα ο κόσμος δεν χώραγε μέσα. Τότε θυμάμαι πήραμε 15 δραχμές και οι 3 μας. (γελάει). Ο Αντρέας ο Πρέζας στο πιάνο, ο Μάρκος από την Καστοριά και εγώ. Έγινε χαμός και στην εβδομάδα επάνω δεν χώραγε ο κόσμος.

Μετά ήρθε η πρώτη μπουάτ όπου τραγουδήσατε. «107» στην Εγνατία;

Ναι, εκεί ξεκίνησε πιο επίσημα η καριέρα μας. Ήταν και ο Πάνος ο Σαββόπουλος εκεί και παίξαμε και είχαμε πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία. Τότε στην μπουάτ 107 ερχόντουσαν και κάποιες φίρμες του Νέου Κύματος από την Αθήνα, όπως η Πόπη Αστεριάδη η οποία τρελάθηκε και μου είπε: «Σε παρακαλώ, κατέβα στην Αθήνα». Ήρθε η Αλέκα Μαβίλη ήρθε η Ελένη Ροδά, ο Νότης ο Μαυρουδής με τον Χουλιαρά, ο Γιώργος ο Ζωγράφος. Όλοι ήθελαν να συνεργαστούν μαζί μας. Είχα πόρτες ανοιχτές για να συνεργαστώ με την Αθήνα, αλλά είχα και λίγο το φόβο μου. Όμως ήρθε μετά ο Πατσιφάς που είχε την εταιρεία Λύρα και με άκουσε και μου είπε: «Κατέβα γρήγορα στην Αθήνα στην εταιρεία». Έτσι ξεκίνησα.

Ήσασταν και στη Νεολαία Λαμπράκη. Γιατί; Τι σήμαινε να είναι κανείς αριστερός τότε;

Βεβαίως. Ήμασταν τότε πιο αγνοί, περιμέναμε ένα καλύτερο αύριο, τότε ακούγαμε και για τη ρωσική αγορά ότι είχε ρούχα και την πιστεύαμε και δεν παίρναμε ελληνικά παπούτσια, παίρναμε τα ξύλινα (γελάει).

Και μετά ήρθε η απογοήτευση;

Και μετά ήρθε η απογοήτευση.

Και μετά ήρθε η χούντα και η φυλάκιση για τρείς μήνες στο Γεντί Κουλέ. Ισχύει ότι θέλατε να σαμποτάρετε την ομιλία του Παπαδόπουλου που θα γινόταν στη Θεσσαλονίκη στα εγκαίνια της Έκθεσης, να γκρεμίσετε το στύλο της ΔΕΗ και να σβήσουν τα φώτα όταν θα έκανε την ομιλία του;

Ναι, το 67 ήμουν στην υπόθεση Χαλκίδη. Δικάστηκα για 4 χρόνια με αναστολή και μετά ο Παπαδόπουλος έδωσε μια χάρη και κάπου τα Χριστούγεννα βγήκαμε. Κι έτσι έγινα και τραγουδιστής.

Πως ήταν οι μέρες της φυλακής;

Έκατσα συνολικά τρεις μήνες μέσα. Για 41 ημέρες ήμουν απομονωμένος στο 6ο Αστυνομικό Τμήμα Βαρδαρίου, όπου ήταν πολύ άσχημα. Μετά με μετέφεραν στο Γεντί Κουλέ. Ήμουνα σε ένα κελί δίπλα στον Παγκρατίδη και εκεί βρεθήκαμε όλοι οι κατηγορούμενοι μαζί. Δίπλα είχαμε τους τρελούς των φυλακών του Γεντί Κουλέ. Και επειδή μεταξύ των δύο χώρων δεν υπήρχε ντουβάρι, αλλά μόνο ένα συρματόπλεγμα κάθε βράδυ έκαναν μεγάλη φασαρία. Ήταν ένα σπάσιμο νεύρων για να μας αναγκάσουν να υπογράψουμε ότι συνεργαζόμαστε με τη χούντα. Εμείς όμως δεν δεχτήκαμε. Το ωραίο ήταν ότι η δίκη μας, που έγινε στην Έκθεση σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα, κάθε πρωί μάς κατέβαζαν από το Γεντί Κουλέ με τα REO και είχαμε συνοδεία τον φοβερό και τρομερό Kαπελώνη από την υπόθεση Λαμπράκη. Εμείς τραγουδούσαμε το «Σώπα όπου νάναι θα σημάνουν οι καμπάνες» και περνούσαμε και μας κοιτούσαν όλοι με περίεργο τρόπο. Και ο Καπελώνης μάς έλεγε: «Πιο ήρεμα, πιο ήσυχα παιδιά, μη φωνάζετε».

Η γνωριμία με τη Σωτηρία Μπέλλου πως ήρθε;

Η Σωτηρία με άκουσε πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη. Δούλευα στην «Μπαρμπαρέλα», ήταν κάπου το 69 και έρχεται η Μπέλλου από την Αθήνα σα φίρμα να τραγουδήσει στο μαγαζί. Εκεί με άκουσε η Σωτηρία και μου λέει: «Πιτσιρίκο, μόλις τελειώσεις από δω έλα μαζί μου, σε παίρνω στην Αθήνα». Ήμουν δεν ήμουν 19 χρονών τότε και ακόμη δεν είχα πάει ούτε φαντάρος. Η Σωτηρία με πήρε στην Αθήνα και πήγα στο κέντρο «Ποσειδών» στις Τζιτζιφιές, ένα λαϊκό μαγαζί. Εμένα εκεί η ατμόσφαιρα δεν μου άρεσε πολύ, γιατί δεν ήμουν πολύ των λαϊκών μαγαζιών, έμεινα όμως εκεί περίπου δύο μήνες. Με τη Σωτηρία πέρασα πολύ ωραία και έμαθα πολλά πράγματα.

Όπως;

Καταρχήν πώς τραγουδιέται το ρεμπέτικο, η αυστηρότητα που είχε η Σωτηρία, δεν έδινε δικαίωμα σε κανέναν να την πλησιάσει όταν τραγουδούσε. Όπως και ο τρόπος που τραγουδούσε με είχε εντυπωσιάσει πάρα πολύ. Της χρωστώ πραγματικά μεγάλη ευγνωμοσύνη…

Διάβασα μια ιστορία ότι πήγατε σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε ο Τσιτσάνης και σάς άκουσε ο Μούτσης και σας πρόσεξε. Έτσι είναι;

Μπράβο. Εκεί ήταν οι φιλίες που είχαμε κάνει στην μπουάτ «107», όπως αυτή με την Ελένη Ροδά, που τραγουδούσε με τον Τσιτσάνη. Κάποια φορά λοιπόν, κατέβηκα στην Αθήνα για να την ακούσω μαζί με τον Τσιτσάνη που τραγουδούσαν στην Πλάκα.

Πως ήτανε ο Βασίλης Τσιτσάνης;

Πολύ ωραίος, έχω μια πάρα πολύ ωραία εικόνα από αυτόν. Συνεργαστήκαμε και μαζί, ήταν ένας πάρα πολύ
σπουδαίος, ο μεγαλύτερος στην Ελλάδα.

Ο Μούτσης τι σας είπε;

Ο Μούτσης ήταν στο μαγαζί και διασκέδαζε. Κάποια στιγμή βγαίνει η Ελένη η Ροδά και μού δίνει μια σπρωξιά για να ανέβω να τραγουδήσω. Δεν θυμάμαι ποιο τραγούδι τραγούδησα με το τρακ που είχα και από κάτω ήταν ο Μούτσης. Η Ελένη του κάνει σινιάλο και έτσι ήρθε ο Μούτσης κοντά μου και μου είπε: «Έλα, αύριο να κάνουμε μια πρόβα στο σπίτι». Και έτσι ξεκίνησε η ιστορία μου με το τραγούδι. Στον Μούτση οφείλω τα πάντα.

Τι άνθρωπος ήταν;

Ήμασταν φίλοι με τον Δήμο, ήταν καλαμπουρτζής. Δεν τα έπαιρνε τα πράγματα ποτέ στα σοβαρά, αλλά έβλεπε πάντα την αστεία τους πλευρά. Πάνω από όλα όμως ήταν μεγάλος συνθέτης.

Δική του και η πρώτη σας μεγάλη επιτυχία «Στην Ελευσίνα μια φορά». Είναι αλήθεια ότι το ακούσατε ως φαντάρος στο στρατόπεδο στην Κόρινθο;

Είναι σωστό αυτό. Ήταν μεσημέρι και ήμασταν σε μια άσκηση στα Εξαμίλια Κορινθίας και γύρναγα με τα πόδια πίσω. Το τραγούδι το είχα ηχογραφήσει το καλοκαίρι και μετά πήγα φαντάρος, έτσι δεν το είχα ακούσει. Τότε όταν έβγαζες ένα δίσκο έμπαινες σε ένα μεγάλο μαγαζί για να σε προωθήσει η εταιρεία. Εγώ έγραψα το τραγούδι, πήγα μετά φαντάρος και είπα: «Πάει τέλειωσε». Ενώ γυρνούσαμε μέσα στο στρατόπεδο, ήταν μια η ώρα το μεσημέρι με την καραβάνα στο χέρι, ακούω από τα μεγάφωνα το εξής: «Και τώρα ο νέος τραγουδιστής Μανώλης Μητσιάς και το νέο του τραγούδι ‘’Στην Ελευσίνα μια φορά». Μου έπεσε η καμπάνα από το χέρι (γελάει). Μου λένε οι φαντάροι: «Εσύ είσαι αυτός;» (γελάει).

Ο Νίκος Γκάτσος ήταν «το κλειδί του παραδείσου» για εσάς είπατε κάποτε. Πως γνωριστήκατε;

Τον γνώρισα μέσα στο στούντιο όταν με πήρε ο Μούτσης για να δω πώς είναι τα στούντιο της Columbia και πώς γράφεται η μουσική γιατί δεν είχα ιδέα. Γράφανε τη μουσική για την ταινία «Ένας μάγκας στα σαλόνια» και μου λέει: «Έλα να ακούσεις το τραγούδι». Εγώ τρελάθηκα και πήγα αμέσως στο στούντιο και εκεί ήρθε ο Γκάτσος, που ήταν ένας Ολύμπιος άνθρωπος. Ψηλός, ωραίος, ευθυτενής. Ολύμπιος, όπως έλεγε ο Χατζηδάκης. Χαιρετηθήκαμε, είχε έρθει να μάθει για το σενάριο της ταινίας από τον Κώστα τον Καραγιάννη, που ήταν ο παραγωγός της και για να γράψει το τραγούδι και τον τίτλο. Του λέει ο Γκάτσος: «Ρε Κώστα, τι είναι το έργο;» Και ο Καραγιάννης του απαντά: «Τι να σου πω, βρε Νίκο μου. Ο πρωταγωνιστής είναι ένας βλάκας νησιώτης, πού ήταν ο Βόγλης και αυτή μια πλούσια Αθηναία. Αυτή είναι η ταινία». «Κατάλαβα, κατάλαβα» λέει ο Γκάτσος και έγραψε αυτά τα εκπληκτικά τραγούδια. Το «Ήθελα κάτι να σου πω», το «Ένα παράπονο», το «Αύριο πάλι» και όλα αυτά τα καταπληκτικά τραγούδια. Μου έλεγε τότε ο Μούτσης να μείνω στην Αθήνα, αλλά δεν μπορούσα γιατί είχα οικογένεια να φροντίσω.

Τι άνθρωπος ήταν ο Νίκος Γκάτσος;

Μορφή. Για μένα είναι μετά τον Σεφέρη η μεγαλύτερη μορφή στην ποίηση στην Ελλάδα. Μαζί με τον Ελύτη. Ήταν φίλοι με τον Ελύτη και είχα την τύχη να φάω μαζί και με τους δύο. Εγώ πήγαινα στο τραπέζι με τον Γκάτσο πολύ συχνά, αλλά και με τον Χατζιδάκι. Είχα αυτό το ελευθέρας, επειδή ο Γκάτσος με αγάπησε από την πρώτη στιγμή, αλλά και εγώ τον είχα σαν πατέρα μου. Είχα την τύχη στη ζωή μου να καθίσω στο ίδιο τραπέζι με σπουδαίους ανθρώπους.

Μάνος Χατζηδάκης ή Μίκης Θεοδωράκης; Συνεργαστήκατε και με τους δύο…

Διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά και οι δύο τόσο μεγάλοι. Πιστεύω ότι σαν πιο παλιός ο Μάνος ήταν λίγο πιο μπροστά και προηγείται ελάχιστα του Μίκη. Αλλά ήταν τόσο μεγάλοι που δεν μπορείς να πεις ποιος ήταν πιο μπροστά.

Ο Χατζιδάκις ήταν πιο της κουλτούρας, ενώ ο Θεοδωράκης ήταν πιο με τον κόσμο.

Έτσι είναι, ο Μίκης ήταν πιο λαϊκός. Ήταν του κόσμου, όπως είπατε. Η συμπεριφορά του Μίκη ήταν πάντα η ίδια. Είτε μιλούσε με έναν απλό εργάτη του λιμανιού είτε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάποιου κράτους είχε την ίδια συμπεριφορά. Η ευγένεια θα ήταν ίδια.

Ο Χατζιδάκης με τον απλό πολίτη μπορεί και να μην μιλούσε τόσο λαϊκά και εύκολα…

Αν δεν είχε χιούμορ, δύσκολα. Όχι όµως, μιλούσε αλλά δεν ήθελε τους εξυπνάκηδες, δεν τους μπορούσε. Ήταν όμως σπουδαίος άνθρωπος.

Καμία ιστορία με τον Θεοδωράκη θυμάστε;

Θυμάμαι το καλοκαίρι του 68. Μου είχαν διαμηνύσει ότι ήθελε να με ακούσει κα εγώ ήθελα να πάρω το ΟΚ από αυτόν. Μόνο που ήμασταν πια στην περίοδο της χούντας. Ο Μίκης ήταν στο Βραχάτι αστυνομοκρατούμενος και εγώ μόλις είχα βγει με αναστολή από τη φυλακή. Που να συναντηθούμε; Τελικά το αποφάσισα και πήγα να τον δω. Ακόμη θυμάμαι τους αστυνομικούς που ήταν κρυμμένοι έξω από το σπίτι του. Ακόμη και πίσω από τις καλαμιές. Τον είδα, μου έδωσε το ΟΚ για τη φωνή μου και μάλιστα μου έδωσε και τις παρτιτούρες για τα «Τραγούδια του Ανδρέα» που είχε γράψει τότε για να τα κάνουμε τραγούδια. Εγώ που να φτιάξω τραγούδια, ήμουν ακόμη στην αρχή. Έτσι τα ετοίμασε όταν κατάφερε και βγήκε έξω από την Ελλάδα και τα τραγούδησε με τόσο μεγάλη επιτυχία ο Αντώνης Καλογιάννης.

Λείπουν τέτοιοι πνευματικοί άνθρωποι σήμερα πάντως.

Ε, βέβαια δεν υπάρχουν σήμερα.

Γιατί;

Γιατί η κοινωνία άλλαξε, γιατί άλλαξε ο κόσμος. Δίνουν μια τροφή στον κόσμο που δεν έχει σχέση με τον ελληνισμό, οι άνθρωποι αυτοί έγραφαν τραγούδια για όλο τον κόσμο, έγραφαν μουσική για να αγκαλιαστεί ο κόσμος. Σήμερα οι νέοι γράφουν τραγούδια για τον εαυτό τους μόνο και τίποτα άλλο, για τη μοναξιά τους. Τις προάλλες τραγούδησα σε μία συναυλία στη Γλυφάδα για τον Τσιτσάνη και ευχαριστήθηκε η ψυχή μου. Υπάρχουν τραγούδια του Τσιτσάνη που είναι καταπληκτικά και τόσο ωραία και τα τραγουδάει όλος ο κόσμος από κάτω. Ενώ σήμερα ο κόσμος δεν τραγουδάει αυτά που γράφονται. Έλεγε ο Μίκης στις συναυλίες που κάναμε παλιά: «Τραγουδάτε. Γιατί αν δεν τραγουδήσετε σημαίνει ή ότι τα τραγούδια είναι κακά ή ότι ο τραγουδιστής είναι κακός» (γελάει).

Συνεργαστήκατε και με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη από τη νεότερη γενιά. Μια εικόνα από αυτόν;

Συνεργάστηκα με τους σημαντικότερους. Με τον Λουκιανό ήμασταν φίλοι, όπως και με όλους όσους συνεργάστηκα γίναμε φίλοι, γιατί έτσι μπορούσα να καταλάβω και το έργο τους. Το πρώτο του τραγούδι το τραγούδησα εγώ. Ήμουν τότε φαντάρος στη Βέροια.

Ζήσατε πολλές μοναδικές στιγμές. Μια στιγμή που δεν ξεχνιέται στην καλλιτεχνική σας ζωή;

Έχω ζήσει στιγμές μοναδικές με τον Μίκη στην Αμερική το 2000 όταν και παίξαμε στα μεγαλύτερα θέατρα του κόσμου. Έχω ζήσει στιγμές αποθέωσης του Μίκη. Με τον κόσμο να κλαίει ακούγοντας το «Άξιον Εστί». Στην Ουάσιγκτον όλος ο κόσμος να είναι συγκινημένος ακόμα και ο Καζάκος που ήταν δίπλα μου έκλαιγε και έλεγε και ξανά έλεγε: «Δεν αντέχουμε». Έχω ζήσει καταπληκτικές στιγμές και με τον Μάνο Χατζιδάκι μέσα στο στούντιο, την ώρα που δημιουργεί. Να γράφει το «Τσάμικος» μέσα σε 5 λεπτά και να το στέλνει στον Γκάτσο. Έχω ζήσει με τον Μίκη να δημιουργεί το «Έλα και τράβα τη σκεπή» της Λίνας Νικολακοπούλου και αυτή να κλαίει μέσα στο στούντιο. Επίσης έχω ζήσει με τον Μούτση στιγμές πολύ ωραίες και καλλιτεχνικές. Όταν κάναμε την Τετραλογία. Τότε που τραγουδήσαμε του Σεφέρη το «Και αν ο αγέρας φυσά» σε μια πολιτική συναυλία του ΠΑΣΟΚ. Του λέω: «Δεν είναι για σένα αυτά τα πράγματα». «Όχι, μου λέει πάμε» και ανεβαίνει πάνω για να διευθύνει και λέει: «1, 2, 3. Αντρέα, προχώρα σε θέλει όλη η χώρα». Και μετά μου λέει: «Πάμε να φύγουμε τώρα», δείχνοντας το μεγαλείο του συνθέτη και του δημιουργού. Ωραίες στιγμές και με τον Γκάτσο, που ήταν ένας άνθρωπος που δεν έβγαινε ποτέ από την Αθήνα. Πήγαινε μόνο μια φορά το χρόνο στο χωριό του στην Τρίπολη και τίποτα άλλο. Ήξερε όλη την Ελλάδα απ’ έξω χωρίς να κάνει βήμα. Ήταν στου «Φλόκα» κάθε μεσημέρι με τον Χατζιδάκι και το μοναδικό ταξίδι που έκανε ήταν μαζί μου όταν πήγαμε στο Αγρίνιο για μια συναυλία. Και κάναμε εικοσιτέσσερις ώρες τη μέρα συναυλία, πήγαμε μέχρι εκεί, μάς χάλασε το αυτοκίνητο, πήρε φωτιά, αλλά τα καταφέραμε και κάναμε τη συναυλία και ήταν οι μέρες που είχε πέσει η χούντα. Λέω στον παρουσιαστή: «Μην πεις τίποτα τώρα» και ήταν δίπλα και ο Μπιθικώτσης- «ότι είναι ο Γκάτσος εδώ». Παρόλα αυτά δεν με άκουσε και το είπε από τα μεγάφωνα: «Είναι μαζί μας ο μεγάλος αντιστασιακός ποιητής Νίκος Γκάτσος». Και τρελάθηκε ο κόσμος. Και μετά την άλλη μέρα ο Γκάτσος λέει στο Χατζιδάκι: «Αντιστασιακός ποιητής εγώ; Αμάν, είναι εδώ ο Ρίτσος». Τέτοιες πλάκες έχω ζήσει, αλλά και μοναδικές ωραίες στιγμές.

Πόσα χρόνια συμπληρώνετε αυτές τις ημέρες στο ελληνικό τραγούδι;

Ο δίσκος στην «Ελευσίνα μια φορά βγήκε το 69». Άρα, υπολογίστε. 55 χρόνια.

Από τους νέους τραγουδιστές ξεχωρίζετε κάποιους;

Σαν συνθέτες και δημιουργοί θα έλεγα ο Κραουνάκης και ο Μικρούτσικος. Από τραγουδοποιούς ο Λαυρέντης ο Μαχαιρίτσας ήταν ο καλύτερος απ’ όλους, ο Ορφέας Περίδης που γράφει ωραία τραγούδια. Σαν τραγουδιστές ο Μανώλης Λιδάκης έχει πολύ ωραία φωνή, ο Μακεδόνας και όλη αυτή η φουρνιά των παιδιών. Δεν είχαν όμως την τύχη να συνδεθούν με μεγάλους δημιουργούς για να τους δείξουν κάποια πράγματα.

Ξένο ίνδαλμα όταν ξεκινούσατε υπήρχε ποτέ;

Τότε ακούγαμε τους Μπιτλς.

Πάμε στα πιο σύγχρονα. Η συνεργασία σας με τους Άγαμοι Θύται πως προέκυψε;

Μου άρεσε το χιούμορ τους πάρα πολύ και πάντα στις συνεργασίες που έκανα όλα αυτά τα χρόνια είχα και ένα χιουμοριστικό στοιχείο. Είτε παλιότερα με το Χάρρυ Κλυνν είτε με τον Ανδρεάδη και το Χρήστο Λετονό. Άρα, το χιούμορ υπήρχε πάντα μέσα στο πρόγραμμά μου. Οι Άγαμοι Θύται μου άρεσαν και είχα μια ευκαιρία και με τον Ιεροκλή να συνεργαστώ ως σκηνοθέτη σε μια συναυλία που κάναμε στο Ηρώδειο πριν από καμιά δεκαριά χρόνια. Έτσι αναπτύχθηκε αυτή η φιλία. Με τον Δημήτρη Σταρόβα είχαμε συνεργαστεί -σαν μουσικός βέβαια και πριν δημιουργηθούν οι Άγαμοι Θύται- σε μια μπουάτ εδώ στη Θεσσαλονίκη. Συνεπώς υπήρχε μια σχέση, αλλά όπως σας είπα, και το χιούμορ πάντα μου άρεζε στο πρόγραμμά μου.

Το Σάββατο συμμετέχετε στο πρότζεκτ με την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη «Οι ποιητές μας τραγουδούν». Πέστε μας κάτι γι’ αυτό; Πως είναι η συνεργασία μαζί της;

Αυτό το έχουμε δημιουργήσει εδώ και χρόνια. Κάναμε κατ’ αρχήν αφιερώματα στον Γκάτσο που άρεσαν πάρα πολύ. Η Καρυοφυλλιά απαγγέλλει και λέει κάποια τραγούδια.

Κάνει για τραγουδίστρια;

Ναι, μια χαρά είναι. Είναι πραγματικά σπουδαία όταν απαγγέλει κάποια ποιήματα. Οι άνθρωποι από κάτω κλαίνε. Όταν απαγγέλλει τη «Χοντρομπαλού» του Γκάτσου και του Ξαρχάκου ή τον «Ηθοποιό» του Χατζιδάκι ή άλλα ποιήματα είναι καταπληκτική.

Ο κόσμος πως το δέχεται;

Τρελαίνεται.

Υπάρχει διαφορά του κόσμου παλαιότερα και σήμερα;

Βέβαια. Η γενιά η δική μας θα έλεγα ήταν πιο κουλτουριάρικη και έζησε μοναδικές στιγμές που δεν τις έχει ζήσει η σημερινή γενιά. Η σημερινή γενιά είναι πιο της τηλεόρασης και του τηλεφώνου.

Σας ενοχλεί που στις συναυλίες βγάζουν όλοι τα κινητά και βιντεοσκοπούν;

Όχι, αυτό μου αρέσει και μάλιστα πολύ.

Ένα τραγούδι που θα θέλατε να ερμηνεύσετε ποιο θα ήταν;

Θα ήθελα να τραγουδήσω του Μίκη από το «Άξιον εστί».

Το έχετε τραγουδήσει σε συναυλίες πολλές φορές.

Πολλές φορές και έχοντας το Οκ από τον Μίκη.

Ποιο τραγούδι ιδιαίτερα; Το «Ένα το χελιδόνι»;

Το «Ανοίγω το στόμα μου» που μου αρέσει πολύ. Τώρα στο πρόγραμμα με την Καρυοφυλλιά ανοίγουμε με αυτό τη βραδιά και το τραγουδάω χωρίς ορχήστρα. Επίσης θα ήθελα να τραγουδήσω το «Αχάριστη» του Τσιτσάνη. Σπουδαίο τραγούδι.

Σε όλη αυτήν την πορεία ζωής είχατε φιλικές σχέσεις και με πολιτικούς. Τρώγατε κάθε δεύτερη Πέμπτη βράδυ στο σπίτι του Χαρίλαου Φλωράκη.

Πάντα, κάθε Πέμπτη.

Μπαρμπούνια;

Κάθε Πέμπτη. Με έπαιρνε τηλέφωνο ο Χαρίλαος, γιατί με είχε εκτιμήσει από τις συναυλίες που κάναμε τότε. Μου έλεγε: «Έχουμε φαγητό το βράδυ». Η αδελφή του έφερνε μπαρμπούνια από τη Χαλκίδα και χόρτα και τρώγαμε στο σπίτι. Ήταν και άλλοι φίλοι πολλοί.

Πώς ήταν σαν άνθρωπος;

Καταπληκτικός. Με φοβερό χιούμορ στην παρέα, ωραίος.

Και πολύ λαϊκός άνθρωπος.

Πολύ, με το καλαμπούρι συνεχώς. Να σας πω μια ιστορία όταν έλειπα και ήμουν στην Αμερική για συναυλία. Είχαμε στο σπίτι μια κοπέλα σα βοηθό και παίρνει τηλέφωνο ο Χαρίλαος και λέει: «Πού είναι ο Μανώλης;» «Λείπει», λέει η κοπέλα. «Ποιος τον ζητάει;» «Ο Χαρίλαος», απαντάει ο Φλωράκης. «Ποιος Χαρίλαος;» «Ξέρει αυτός» και κλείνει το τηλέφωνο ο Φλωράκης (γελάει).

Ήταν και η Αλέκα Παπαρήγα σε αυτά τα δείπνα;

Ναι, βέβαια ήταν σε πολλά βράδια, αλλά υπήρχαν και φίλοι και από άλλα κόμματα.

Λείπει ο Χαρίλαος Φλωράκης σήμερα από την Αριστερά;

Εμ, βέβαια. Έλεγε την αλήθεια ο Χαρίλαος. Τη μεγάλη αλήθεια που είπε «μην κατουράτε στη θάλασσα. Θα το βρείτε στο αλάτι που τρώτε» (γελάει).

Τραγουδάτε πάντως και σε φεστιβάλ της ΚΝΕ.

Πάντα.

Είναι οι ανησυχίες της νιότης που δεν ξεχνάτε;

Μου αρέσει, μωρέ. Δεν μπορώ να τις ξεχάσω αυτές τις ανησυχίες. Είναι και φίλος μου ο γραμματέας.

Τον έχουμε κάνει και πρωινό καφέ τον Δημήτρη Κουτσούμπα.

Μου χρωστάει ένα σουβλάκι στη Λιβαδειά.

Γιατί;

Εκεί είναι η καταγωγή του και εκεί πολιτεύεται. Και μου λέει: «Θα πάμε και θα σε κεράσω ένα σουβλάκι στη Λιβαδειά».

Πως θα χαρακτηρίζατε όλο αυτό το παιχνίδι εξουσίας που διαδραματίζεται σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ με τον Στέφανο Κασσελάκη;

Δεν μου αρέσει. Δεν μου αρέσει αυτό το ξεφώνημα. Αν δεν το θέλουν ας τον διαγράψουν, αλλά να μη βγαίνουν και να λένε αυτές τις…

…κατινιές;

Ακριβώς.

Η σχέση με τον Αντώνη Σαμαρά ξεκίνησε από το μαγαζί σας;

Ερχόταν στο μαγαζί από το 1973, κάθε βράδυ σα φοιτητής.

Είναι αλήθεια ότι ερχόταν και με τις κοπέλες του για να τις εγκρίνετε;

Πάντα (γελάει) για να τις εγκρίνουμε. Ερχόταν κάθε βράδυ. Κάποια φορά που ήμασταν με τη γυναίκα μου μου λέει: «Εγώ θα σας παντρέψω». Του λέω: «Άσε, Αντώνη πήγαινε στην Αμερική και βλέπουμε. Θα σου πω εγώ». Πήγε στην Αμερική, εμείς παντρευτήκαμε με τη γυναίκα μου που έμεινε και έγκυος. Μόλις έμεινε έγκυος έρχεται και μου λέει: «Το παιδί εγώ θα το βαφτίσω». Του λέω: «Άστο, βρε Αντώνη, να το δούμε. Εσύ θα γίνεις πολιτικός, πρωθυπουργός θα μας ξεχάσεις», του λέει η γυναίκα μου. Και ξαφνικά ένα καλοκαίρι σκέφτομαι: «Αν πει όχι, δεν προλαβαίνω; Οπότε του λέω σε δύο ημέρες βαφτίζω το παιδί σε ένα μοναστήρι στην Πελοπόννησο». Μου λέει: «Έγινε, τελείωσε». Και έτσι ήρθε και το βάφτισε, πήρε τη μάνα του τον πατέρα του, ήρθε και έγινε νονός. Στην πορεία μάλιστα βρήκαμε και άλλη σχέση για να δείτε πώς είναι και η ζωή μερικές φορές. Ο παππούς μου ήταν πολύ φίλος του Ζάννα, του πατέρα του δημάρχου Θεσσαλονίκης και ο Ζάννας ήταν θείος του Σαμαρά. Δεν το ξέραμε αυτό και το ανακαλύψαμε το 1975 σε μια οικογενειακή συνάντηση.

Υπάρχει μια ιστορία με τη γυναίκα σας. Ότι αυτή ενέκρινε τη Γεωργία, τη σύζυγό του Σαμαρά.

Α, ναι (γελάει). Του είπε η γυναίκα μου: «Αντώνη, εδώ είσαι και ξέχνα τες όλες τις άλλες». Η Γεωργία μάς εντυπωσίασε. Είχαμε πάει ένα καλοκαιρινό βράδυ σε ένα σπίτι και ο Αντώνης μάς γνωρίζει τη Γεωργία που ήταν πολύ ντροπαλή. Κάποια στιγμή πόναγε το κεφάλι του Αντώνη και ο Γεωργία έτρεξε να του βρει μια ασπιρίνη. Και εκεί του λέει η γυναίκα μου: «Μην ψάχνεις άλλη, εδώ είσαι» (γελάει).

Πως μπορεί ένας ενεργός πολίτης όπως εσείς να εκτιμά πολιτικά και να κάνει παρέα και με τον Φλωράκη και με τον Σαμαρά;

Με τον Αντώνη είχαμε μια φιλία από παιδιά από την περίοδο της χούντας και στην πορεία προέκυψε και μια συγγένεια μακρινή. Σαν άνθρωπος μου άρεζε πάντα στη ζωή το δίκαιο και το εξέφραζε τότε αυτό το ΚΚΕ, αλλά η πορεία τα αλλοιώνει όλα.

Ο σημερινός πρωθυπουργός; Πως τον κρίνετε;

Καλός είναι. Προσπαθεί. Βέβαια όταν το πράγμα πάει λίγο πιο μπροστά απ’ ό,τι το πήρες σημαίνει ότι κάπως καλύτερα τα έκανες τα πράγματα. Αν και σήμερα δεν αποφασίζουν οι πολιτικοί αρχηγοί κάθε χώρας, είναι ό,τι πει η Ευρώπη. Αυτά μου έλεγε ο Αντώνης όταν ήταν πρωθυπουργός. «Άστα», μου έλεγε. «Πήγαινα και τους παρακάλαγα και μου έλεγαν: φύγε εσύ δεν έχεις λόγο εδώ, εμείς άλλο ετοιμάζουμε κάτω». Δυστυχώς οι αποφάσεις έρχονται απ’ έξω και ειδικά από τη Γερμανία για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.

Τι λείπει σήμερα από την Ελλάδα;

Από την πολιτική λείπουν οι εμπνευσμένοι ηγέτες. Όταν βλέπεις τη σημερινή Αριστερά και αναλογίζεσαι ότι εκεί υπήρξε ένας Ηλίας Ηλιού, ένας Χαρίλαος, ένας Κύρκος, ε τότε λες: «Κάτσε, τα μεγέθη είναι λίγο ανάποδα και είναι λίγο διαφορετικά». Θα σας πω κάτι. Όταν το 1964 ο Σταύρος Ξαρχάκος έβγαλε την «Άπονη ζωή» είχε πάει να τον ακούσει ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου. Πήγε να δει τη συναυλία και εμείς σα νέοι λέγαμε: «Αμάν, για να πάει ο πρωθυπουργός εκεί, κάτι σημαίνει ο Ξαρχάκος». Κοιτάξαμε όλοι να ακούσουμε την «Άπονη ζωή» και όλα τα τραγούδια εκείνης της εποχής. Οι σημερινοί δεν ακούν. Αυτό που κάνουμε με την Καραμπέτη είναι δείγμα πολιτισμού και όσοι το άκουσαν τρελάθηκαν. Ξέρεις τι σημαίνει όλη η ποίηση να παρελαύνει μπροστά σου με τους μεγαλύτερους δημιουργούς της; Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Ξαρχάκος. Μούτσης, Μικρούτσικος. Και να μην έρθει μια φορά ένας πρωθυπουργός; ούτε καν ο υπουργός Πολιτισμού; Αντί να πει το υπουργείο Πολιτισμού ότι σας διοργανώνω να πάτε στο εξωτερικό να το παίξετε. Γιατί με τον Θεοδωράκη έζησα το εξής καταπληκτικό στην Αμερική. Όταν πήγαμε και παρουσιάσαμε το «Άξιον εστί», το Μαουτχάουζεν με τη Φαραντούρη και τα λαϊκά τραγούδια του Μίκη ήρθαν δύο δημοσιογράφοι και μάς είπαν: «Δεν ξέραμε ότι υπάρχει αυτή η μουσική». Και το έγραψαν την επομένη στην εφημερίδα τους, δηλώνοντας από κάτω ότι από αύριο βγάζουμε εισιτήριο για να πάμε στην Ελλάδα.

Θα ασχολούσασταν ποτέ με την πολιτική;

Όχι, γιατί πρέπει να χαϊδεύεις πλάτες και να λες θα. Και θυμάμαι μια κουβέντα που μου είχε πει ο γυμνασιάρχης μου την τελευταία μέρα όταν τελείωσα. «Παιδί μου, θα σου πω μια κινεζική παροιμία Και να την έχεις παράδειγμα στη ζωή σου. Μη λες ποτέ θα, γιατί οι Κινέζοι λένε ότι ο δρόμος του θα οδηγεί στο δρόμο του ποτέ».

Πάμε στον ιδιώτη Μανόλη Μητσιά. Παντρεμένος με την Ευαγγελία. Εδώ και πόσα χρόνια;

Από τότε που έφυγα στην Αθήνα. Από το 1970.

Το μυστικό για ένα καλό γάμο ποιοι είναι;

Να μην κάνεις τον ξύπνιο και τον πολλά βαρύ άντρα, να υπάρχει διάλογος μεταξύ των δύο ανθρώπων και να υπάρχει αυτό που λένε μια δημοκρατική σχέση.

Ο γιός;

Ο Μίλτος είναι οδοντίατρος, έχει τελειώσει στην Αθήνα, πήγε στην Αμερική για σπουδές, τελείωσε το Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και είναι και αντεπιστέλλων καθηγητής εκεί. Κάνει άλλα πράγματα.

Υπάρχει χαλάρωση για τον Μανώλη Μητσιά;

Με κανένα διάβασμα βιβλίων και με μουσική.

Με τον ΠΑΟΚ;

Ε, ΠΑΟΚ είμαστε από την ώρα που ήρθαμε στη Σαλονίκη. Τότε ξέραμε μόνο τον Κούδα και τίποτα άλλο.

Φαν του Γιώργου Κούδα, έτσι;

Τον θεωρώ από τους μεγαλύτερους που πέρασε από την Ελλάδα. Και λίγο αδικημένο.

Μότο ζωής ποιο είναι;

Εγώ κάθε πρωί όταν σηκωθώ εκεί που μένω στην Ερυθραία, στα σύνορα με την Εκάλη, μού αρέσει να βγαίνω, να πηγαίνω στην αγορά, να λέω την καλημέρα το πρωί με το μανάβη και το χασάπη, να πάρω το ψωμί από το φούρνο. Όλα αυτά μου θυμίζουν το χωριό μου που λέγαμε τις καλημέρες. Μου αρέσει η επαφή με τον κόσμο, δεν μπορώ τη μοναξιά με τίποτα.

Θεσσαλονίκη: Τι συναισθήματα σας δημιουργεί η πόλη όταν την επισκέπτεστε;

Με συγκινεί πάντα η Θεσσαλονίκη γιατί από εδώ ξεκίνησα, εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα, εδώ έχω καλούς φίλους. Η Θεσσαλονίκη μου θυμίζει όλη μου τη ζωή.

Μια ωραία θεσσαλονικιώτικη ιστορία;

Θυμάμαι τη «Μακεδονία», την εφημερίδα και τον Αντώνη τον Κούρτη που ήταν πάντα αυστηρός, αλλά και τον Γιώργο τον Λιάνη, με τον οποίο είχαμε νοικιάσει και ένα διαμέρισμα μαζί και συγκατοικήσαμε. Εγώ μόλις είχα αποφυλακισθεί από το Γεντί Κουλέ και ο Γιώργος που ξεκινούσε τότε τη δημοσιογραφία μού πρότεινε να μείνουμε μαζί. Βρήκαμε ένα διαμέρισμα στην Ανάληψη που ήταν φθηνό, αλλά είχε μέσα 3 με 4 δωμάτια και εμείς μέναμε σε ένα δωμάτιο γιατί στα άλλα δεν είχαμε έπιπλα για να βάλουμε μέσα. Τότε ο Γιάννης είχε ξεκινήσει γράφοντας διάφορα ρεπορτάζ στη «Θεσσαλονίκη», αλλά φαινόταν ότι είχε τη δημοσιογραφία στη φλέβα του. Τότε κάναμε και την πρώτη αντίσταση στο Παλαί Ντε Σπορ.

Τι ακριβώς έγινε;

Έκανε μια συναυλία η «Θεσσαλονίκη» στο Παλαί Ντε Σπορ που πήρε και ένα χαρακτήρα αντιστασιακό. Θυμάμαι ότι είπαν τα ονόματα των διοργανωτών, ενώ μέσα στο γήπεδο οι χουντικοί παραμόνευαν. Δεν είπαν όμως το όνομα της εφημερίδας και θυμάμαι τον Γιώργο να πηγαίνει και να τους λέει: «Αν δεν πείτε το όνομα της Θεσσαλονίκης ματαιώνουμε την συναυλία». Γυρνάει σε μένα που θα τραγουδούσα και μου λέει: «Μέσα;» «Μέσα», του λέω. Και έτσι αναγκάστηκαν να πουν και το όνομα.

Για το τέλος η ερώτηση με μαγικό ραβδί: τι θα αλλάζατε στο ελληνικό τραγούδι αν μπορούσατε;

Αν μπορούσα να επαναφέρω την παραγωγή του ελληνικού τραγουδιού στην εποχή της δεκαετίας του 1970 και στους μεγάλους παραγωγούς, τον Λαμπρόπουλο και τον Πατσιφά οι οποίοι στήριξαν μέσα από τις εταιρίες τους αυτό που λέμε σήμερα ελληνικό τραγούδι, το ελληνικό πολιτιστικό τραγούδι, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο, τον Μούτση. Αυτοί οι δύο οι άνθρωποι αν μπορούσαν να επανέλθουν στην παραγωγή του ελληνικού τραγουδιού, γιατί σήμερα δεν υπάρχουν μεγάλοι παραγωγοί. Αυτό θα ήθελα να επαναφέρω.

πηγή makthes.gr