Όλα ξεκίνησαν όταν ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, με μόλις 35 άντρες, ανέλαβε την αρχηγία του Μακεδονικού αγώνα ενάντια στους Βούλγαρους και εισήλθε ένοπλα στα Μακεδονικά εδάφη…
Ο Παύλος Μελάς υπήρξε μια από τις πιο εμβληματικές μορφές του Μακεδονικού Αγώνα. Ο θάνατός του στη Στάτιστα στις 13 Οκτωβρίου 1904 από σφαίρα Τούρκου ανέδειξε τον Μελά σε σύμβολο πατριωτισμού.
Ο Μακεδονομάχος Παύλος Μελάς δεν είχε κανένα πιεστικό λόγο να πάρει μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα και να θυσιάσει τη ζωή του.
Ο νεαρός αξιωματικός καταγόταν από τη μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, μία από τις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου.
Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μελάς, ήταν έμπορος στη Μασσαλία με μεγάλη περιουσία.
Εκεί γεννήθηκε και ο Παύλος στις 29 Μαρτίου του 1870. Η μητέρα του Ελένη ήταν κόρη πλούσιου εμπόρου από την Οδησσό. Η οικογένεια του ήρθε στην Ελλάδα το 1874.
Εγκαταστάθηκε σε ένα μεγαλοπρεπές κτίριο στην Πανεπιστημίου, όπου σήμερα στεγάζεται η Έζησε ανέμελα τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, τη στιγμή που οι περισσότεροι Έλληνες πάλευαν για την επιβίωση τους. Ο πατέρας του έγινε βουλευτής και δήμαρχος Αθηναίων.
Η οικογένεια του ήταν από τις πιο σημαντικές της ελληνικής κοινωνίας. Απέκτησαν εξοχικό σπίτι στην Κηφισιά. Απολάμβαναν βόλτες με την προσωπική τους άμαξα και σύχναζαν στην Αθηναϊκή Λέσχη, την οποία ίδρυσε ο πατέρας του Παύλου. Νεανικά Χρόνια
Στα 22 του χρόνια θα γίνει μέλος μιας εξίσου αριστοκρατικής οικογένειας. Της οικογένειας Δραγούμη. Πεθερός του γίνεται ο μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος Στέφανος Δραγούμης και κουνιάδος του ο υποπρόξενος Ίων Δραγούμης.
Ο Παύλος Μελάς ήταν τρισευτυχισμένος. Απολάμβανε καντάδες και ρομαντικούς περιπάτους με τη γυναίκα του Ναταλία. Έχτισε ένα πολυτελέστατο σπίτι στην οδό Τατοΐου για να στεγάσει την οικογένεια του. Πέρναγε τον ελεύθερο χρόνο του με τα δύο του παιδιά που υπεραγαπούσε.
Το Μιχάλη ή Μικέ, όπως τον φώναζαν χαϊδευτικά και τη Ζωή ή Ζάζα. Λάμβανε μέρος στις πιο περιζήτητες κοσμικές εκδηλώσεις της Αθήνας. Κι όμως άφησε αυτή την τρυφηλή και χαρισματική ζωή για να γίνει αντάρτης, σε κακοτράχαλα βουνά που δεν είχε ξαναπατήσει. Δεν λύγισε ούτε τη στιγμή που ο γιος του έκλαιγε απαρηγόρητα, παρακαλώντας τον να μη φύγει….
Οι λόγοι που τον έκαναν αντάρτη Στα οκτώ του χρόνια ανακαλύπτει στο υπόγειο του σπιτιού του ξύλινες κάσες γεμάτες όπλα. Ο πατέρας του του εξήγησε ότι τα συγκέντρωνε για να τα στείλει κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο μικρός Παύλος, άκουγε με θαυμασμό τον πατέρα του να μιλά για επανάσταση για τις κακουχίες του ελληνισμού και για το μέλλον της Ελλάδας. Σκεφτόταν ότι όταν μεγαλώσει θα γίνει στρατιωτικός για να πολεμήσει για την πατρίδα του….
Όπως και έγινε. Το 1886 έγινε δεκτός στη Σχολή Ευελπίδων. Μόλις αποφοίτησε το 1892, παντρεύτηκε αμέσως. Η σχέση του με την οικογένεια Δραγούμη τον επηρέασε βαθύτατα.
Εκείνοι κατάγονταν από την περιοχή της Καστοριάς. Τους απασχολούσε ιδιαίτερα η τύχη της Μακεδονίας. Εκείνη την εποχή ήταν οθωμανική επαρχία και οι συνεχείς επιθέσεις των Βουλγάρων κομιτατζήδων ταλαιπωρούσαν τον ελληνικό πληθυσμό. Ο Μελάς άρχισε να σκέφτεται, όπως και άλλοι αξιωματικοί, ότι κάτι πρέπει να γίνει.
Το 1897 λαμβάνει μέρος στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, όπου η Ελλάδα μετά την ήττα της αναγκάζεται να συνθηκολογήσει με τους Τούρκους. Τους αποζημιώνει και χάνει εδάφη που είχε κερδίσει από την ελληνική επανάσταση. Απογοητευμένος από αυτές τις εξελίξεις, γίνεται με ενθουσιασμό ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Μακεδονικού Κομιτάτου….
Η οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα Σκοπός αυτής της οργάνωσης ήταν να προετοιμάσει την αντίδραση του ελληνικού πληθυσμού της Μακεδονίας απέναντι στις θηριωδίες των Βουλγάρων κομιτατζήδων.
Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1904 ο Μελάς, μετά από κυβερνητική εντολή, μεταβαίνει κρυφά στη Μακεδονία. Τον συνόδευσαν άλλοι τρεις αξιωματικοί, μεταξύ των οποίων και ο εγγονός του Κολοκοτρώνη. Γύρισε πίσω απογοητευμένος, καθώς διαπίστωσε πως δεν υπήρχε διάθεση για αντίσταση. Δεν το έβαλε όμως κάτω. Τον Ιούλιο ξαναπήγε.
Αυτή τη φορά μεταμφιέστηκε σε ζωέμπορα, με το όνομα Πέτρος Δέδες. Κατάφερε να έρθει κοντά με τον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής, λόγω του χαρισματικού χαρακτήρα του. Τους μίλησε, έκανε τις σωστές επαφές και τους έπεισε ότι η ελευθερία δεν χαρίζεται. Πλέον, το έδαφος είχε προετοιμαστεί κατάλληλα.
Ο Παύλος Μελάς με την στολή του Ο Παύλος Μελάς με τη στολή του στον Μακεδονικό Αγώνα Στις 13 Οκτωβρίου του 1904, ο νεαρός ανθυπολοχαγός του πυροβολικού με το επιχειρησιακό όνομα Καπετάν Μίκης Ζέζας, οργανώνει αντάρτικο σώμα στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία.
Προσπαθούσε με ανταρτοπόλεμο, καθώς δεν είχε στρατό στη διάθεση του, να προστατεύσει τους ντόπιους από τους Βούλγαρους, δηλώνοντας το παρών της ελληνικής πολιτείας, η οποία επισήμως δεν ήξερε τίποτα.
Σε ένα από τα γράμματα που καθημερινά έγραφε στη σύζυγό του αναφέρει: «Αν το αίμα ενός επιφανούς Έλληνα βάψει τη μακεδονική γη, σύσσωμο το έθνος θα εγερθεί και η Μακεδονία θα σωθεί.» Και ήθελε να είναι αυτός ο επιφανής Έλληνας που θα έβαφε με το αίμα του τη μακεδονική γη.
Ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου του 1904, στα Στάτιστα, από Οθωμανικό απόσπασμα….
Δεν ήταν όμως ο θάνατος, αλλά οι ταφές του Παύλου Μελά εκείνες που αποτέλεσαν την κορύφωση του ιστορικού δράματος.
Όπως πληροφορούμαστε από την επιστολή του δάσκαλου Βασιλείου Αγοραστού προς τον Ίωνα Δραγούμη, ο Μελάς ετάφη προσωρινά σε ασφαλές μέρος της Στάτιστας, προκειμένου η σορός να μην πέσει στα χέρια του εχθρού.
Οι συμπολεμιστές του έστειλαν μεταμφιεσμένο άνδρα στη Στάτιστα για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Πισοδέρι το σώμα του. Ενώ ο απεσταλμένος έχει αρχίσει την εκταφή του νεκρού, μαθαίνουν ότι τουρκικό απόσπασμα φτάνει στο χωριό.
Τότε ο άντρας αποφασίζει να κόψει το κεφάλι του Μελά και να το πάρει μαζί του μέσα στο σακίδιο.
Η κεφαλή του Μελά ενταφιάστηκε στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι στις 18 Οκτωβρίου 1904. Σαράντα έξι χρόνια αργότερα, το 1950, το σκήνωμα και η κεφαλή του μεγάλου Μακεδονομάχου μεταφέρθηκαν και ενταφιάστηκαν οριστικά στην Καστοριά….
ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ Ποιος σκότωσε τον Παύλο Μελά;
Είναι μια σκηνή που τη διδαχθήκαμε επανειλημμένα στο σχολείο, μέσα από τα κείμενα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ιωνα Δραγούμη. Ομως για το θάνατο του πρώτου μακεδονομάχου υπάρχουν τουλάχιστον δέκα διαφορετικές εκδοχές. Ας τις δούμε μία μία, γιορτάζοντας με τον τρόπο μας την εκατοστή επέτειο του γεγονότος.
Υπάρχουν, καταρχάς, αυτά στα οποία συμφωνούν όλες οι πηγές.
Ο Μελάς διορίστηκε επικεφαλής των μακεδονομάχων του βιλαετίου Μοναστηρίου στις 14 Αυγούστου 1904. Στις 28 πέρασε με την ομάδα του τα σύνορα και στις 7 Σεπτεμβρίου έφτασε στην περιοχή της Καστοριάς. Αποστολή του ήταν η καταπολέμηση των κομιτατζήδων, που τα τελευταία χρόνια διεξήγαγαν ανταρτοπόλεμο κατά της οθωμανικής εξουσίας.
Τον επόμενο μήνα ασχολήθηκε κυρίως με την οργάνωση ενός μηχανισμού υποστήριξής του σε έξι χωριά της περιοχής. Ταυτόχρονα, επιδόθηκε στην “ένοπλη προπαγάνδα”: σκότωσε τον εξαρχικό ιερέα και δάσκαλο του χωριού Πρεκοπάνα (σημ. Περικοπή), έκλεισε το ρουμανικό σχολείο της Μπελκαμένης (σημ. Δροσοπηγή) και ανάγκασε τους εξαρχικούς κατοίκους του Σρέμπρενο (σημ. Ασπρόγεια) “να υπάγωσι και προσκυνήσωσι τον μητοπολίτην μας”.
Τα περισσότερα σχέδιά του ματαιώθηκαν, ωστόσο, λόγω της απροθυμίας των ντόπιων να τον βοηθήσουν.
Στις 12 Οκτωβρίου 1904, η ομάδα του επιτέθηκε στο σλαβόφωνο χωριό Νέρετ (σημ. Πολυπόταμος), όπου συσκεπτόταν η περιφερειακή ηγεσία των κομιτατζήδων. Αποκρούστηκε όμως από την τοπική πολιτοφυλακή κι απομακρύνθηκε εσπευσμένα, όταν στον ορίζοντα εμφανίστηκε στρατός.
Μετά από πολύωρη πορεία, οι μακεδονομάχοι κατέληξαν στη Στάτιτσα, σλαβόφωνο χωριό 600 κατοίκων που “διετέλει υπό κομιτατζηδική οργάνωση”. Εκεί συνάντησαν έναν άνθρωπό τους, τον Ντίνα Στεργίου, που τους μοίρασε σε πέντε διαφορετικά σπίτια.
Χωρίς να το ξέρουν, όμως, στο ίδιο χωριό βρισκόταν κι ο αντίπαλός τους, βοεβόδας Μήτρος Βλάχος. Πριν φύγει, φρόντισε να ενημερώσει μέσω τρίτων την τουρκική φρουρά του γειτονικού χωριού Κόνομπλατ (σημ. Μακροχώρι) ότι στη Στάτιτσα βρίσκεται ο ίδιος. Το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου, στρατιωτικό απόσπασμα κύκλωσε το χωριό αναζητώντας τον επικηρυγμένο κομιτατζή. Οι περισσότεροι μακεδονομάχοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, ένα κατάλυμά τους όμως, όπου βρίσκονταν ο κρητικός Γιώργος Βολάνης με 6 συντρόφους του, πολιορκήθηκε.
Μετά από σύντομη μάχη, οι ένοικοί του παραδόθηκαν. Τον Αύγουστο του 1905 θα καταδικαστούν για “σύσταση συμμορίας”, σε πενταετή φυλάκιση.
Ο Μελάς βρισκόταν στο απέναντι σπίτι, μαζί με τον φλωρινιώτη συνεργάτη του Λάκη Πύρζα, τον Ντίνα κι άλλους δύο. Την επομένη, οι σύντροφοί του θα φτάσουν στο χωριό Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό), και θα ενημερώσουν τους εκεί οπλαρχηγούς Καούδη και Κύρου ότι ο αρχηγός τους είχε σκοτωθεί.
Όμως, τι ακριβώς συνέβη;
Εκδοχή 1η: οι εφημερίδες
Η πρώτη εκδοχή που έγινε γνωστή, ήταν αυτή των αθηναϊκών εφημερίδων. Μπορεί να μην είχε μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα, εκπλήρωνε όμως και με το παραπάνω τις ανάγκες της κατασκευής ενός ιδανικού εθνικού ήρωα.
“Ο καπετάν Ζέζας, φοβερός και ταχύς ως αστραπή, επέπεσεν με τους τριάκοντα ανδρείους οπαδούς του κατά των νιζάμηδων”, μας πληροφορεί λ.χ. το “Σκριπ” της 19ης Οκτωβρίου. “Ο καπετάνιος είχεν εισχωρήσει εις τας τάξεις των τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι εν συγχύσει επεζήτουν διά της λόγχης ν’ ανακόψουν την με τόσην ηρωικήν ορμήν επιχειρουμένην έξοδον της ατρομήτου εκείνης δρακός”. Οι μακεδονομάχοι “είχαν πιάση πλέον την πλαγιάν του βουνού”, όταν “μοίρα κακή εύρε τον ήρωα καπετάν Ζέζα. Μια σφαίρα τον εύρε εις την οσφυικήν χώραν και ο γενναίος και πολύτιμος καπετάνιος έπεσε θανατηφόρως τραυματισμένος. Οι σύντροφοί του ανέκοψαν τον δρόμον των, παρέλαβον τον τραυματία αρχηγόν των και επροχώρησαν εις μέρος ασφαλές, όπου εσώθησαν. Ο ηρωικός αρχηγός μετά μίαν ώραν εξέπνευσεν”.
Παρόμοιες περιγραφές, με άξονα την ηρωική έξοδο των μακεδονομάχων, δημοσίευσαν όλες οι εφημερίδες των ημερών. Όπως άλλωστε τόνισε το κύριο άρθρο του “Εμπρός” (19.10.1904), “η αρχαία Ελλάς και η Ρώμη δεν έσχον ήρωα αγνότερον και μεγαλοφρονέστερον”.
Εκδοχή 2η: το προξενείο
Πολύ διαφορετική είναι η περιγραφή των γεγονότων από τον διευθύνοντα το ελληνικό προξενείο Μοναστηρίου, Φίλιππο Κοντογούρη. Σε τηλεγράφημά του προς το ΥΠΕΞ (18.10.1904), λ.χ., αναφέρει ότι μοναδικοί νεκροί της συμπλοκής υπήρξαν ένας χωροφύλακας κι ο ίδιος ο Μελάς.
Αναλυτικότερη είναι η έκθεση που συνέταξε την επομένη, με παραλήπτη τον υπουργό Αθω Ρωμάνο. Το καταδιωκτικό απόσπασμα, γράφει, μπήκε στο χωριό “χωρίς να παρατηρηθή” και, στις 5 μμ, ο επικεφαλής του “διέταξε ν’ αρχίσωσιν οι στρατιώται πυροβολούντες κατά της οικίας, εν ή ευρίσκετο ο μακαρίτης Μελάς μετά των τεσσάρων συντρόφων του.
Οι ημέτεροι ενόμισαν κατ’ αρχάς ότι επρόκειτο περί προσβολής εκ μέρους βουλγαρικής συμμορίας. Εδράξαντο των όπλων και ήρχισαν αντιπυροβολούμενοι εκ των παραθύρων. Οταν αντελήφθησαν ότι στρατιώται ήσαν οι επιτιθέμενοι, περιωρίσθησαν εις άμυναν, μέχρις ού επιστή κατάλληλος στιγμή, όπως διαφύγωσιν εξερχόμενοι του χωρίου”.
Κατά τις 6:30 μμ, “ότε το σκότος είχεν ήδη επέλθει” κι οι υπόλοιποι μακεδονομάχοι “είχον ήδη κατορθώση να φύγωσι, μη εννοηθέντες υπό του αποσπάσματος”, ο Μελάς ενθάρρυνε τους διστατικούς συντρόφους του και “ώρμησε προς την θύραν. Αλλ’ οι στρατιώται, ών η προσοχή κατόπιν της προδοσίας του Μήτρου Βλάχου ήτο εστραμμένη μόνον προς την οικίαν ταύτη, επυροβόλησαν κατ’ αυτοίς ομαδόν” με αποτέλεσμα το βαρύ τραυματισμό του. Αφού έδωσε τις τελευταίες του οδηγίες, “περί την 7 ώραν της νυκτός παρέδωκεν το πνεύμα”. Αργότερα, “διαλαθόντες την προσοχήν των στρατιωτών, κατώρθωσαν οι 4 σύντροφοί του να εξέλθωσι και τραπώσι προς το Ζέλοβον”.
Βάση της παραπάνω εξιστόρησης πρέπει να υπήρξε η αφήγηση των επιζώντων προς τους Καούδη και Κύρου, την επομένη των γεγονότων. “Μου ανήγγειλαν”, σημειώνει ο Καούδης στο ημερολόγιό του, “ότι από τας 10 εχθές αλά τούρκα [4 μμ] τους επολιόρκησεν ο στρατός και επολέμησαν μέχρι τας τρεις αλά τούρκα [9 μμ] της νυκτός. Επειτα εξήλθαν της οικίας, όπου ήσαν, διά να φύγουν, αλλά οι Τούρκοι εκρύπτοντο εις τας γωνίες των σπιθιών και μόλις έβγαιναν εις τον δρόμον των άναψαν παταρίαν και εφόνευσαν τον κ. Μελάν. Εμείς επήραμεν, μου λέγουν, το όπλον του και αναχωρήσαμεν σιγά σιγά” (Β. Γούναρης, “Το ανέκδοτο ημερολόγιο του μακεδονομάχου Ευθυμίου Καούδη”, Θεσ/νίκη 1992, σ.73).
Ο απεσταλμένος του προξενείου, Βασίλειος Αγοραστός, έφτασε στο Ζέλοβο στις 18.10, βρήκε όμως εκεί μόνο τον Κύρου -κι απ’ αυτόν, λογικά, άντλησε τις πληροφορίες του. Ο ίδιος ο Πύρζας είχε συντάξει σχετική αναφορά προς το προξενείο στις 16.10.04, τρεις μέρες μετά τη συμπλοκή, προβάλλοντας την εκδοχή της “ηρωικής εξόδου” που διέρρευσε στον αθηναϊκό Τύπο.
Εκδοχή 3η: η οικογένεια
Μια τρίτη εκδοχή του Πύρζα για τα γεγονότα έμελλε να αναγορευθεί σε επίσημη ιστορία τα επόμενα χρόνια. Επώνυμα δημοσιεύθηκε στο βιβλίο της Ναταλίας Μελά (1926) και στη βιογραφία του Πύρζα από τον Πάνο Παπασταμάτη (1960).
Την αναπαρήγαγαν επίσης ο Ιών Δραγούμης στο “Μαρτύρων και ηρώων αίμα” (1907), η Πηνελόπη Δέλτα στον “Μάγκα” (1935) και ο Ι.Κ. Μαζαράκης στην ημιεπίσημη “Ιστορία του Ελληνικού Εθνους” (1977).
Σύμφωνα μ’ αυτή, οι στρατιώτες άρχισαν να πολιορκούν το απέναντι σπίτι, όπου βρισκόταν η ομάδα Βολάνη, και για κάλυψη θέλησαν να μπουν στο κατάλυμα του Μελά. Αυτός τους πυροβόλησε κι η μάχη γενικεύτηκε. Ύστερα κατέβηκε με τους άντρες του στο ισόγειο.
Ένας στρατιώτης πλησίασε, τον σκότωσαν και, όταν νύχτωσε, βγήκαν έξω να του πάρουν το όπλο. Τότε “ακούστηκε ένας πυροβολισμός μόνον” κι ο Μελάς γύρισε πίσω τραυματισμένος στην κοιλιά, για να πεθάνει μέσα στο σπίτι.
“Η μάχη συνεχίστηκε κάπου μισή ώρα”, καταλήγει ο Πύρζας. “Πήραμε τον αρχηγό και τον αφήσαμε σ’ ένα κοντινό σπίτι. Αμέσως μετά επήγα με το σώμα εις το Ζέλοβον”. Φοβούμενος “την διαπόμπευσιν του σώματος του Μελά εκ μέρους των Βουλγάρων”, στέλνει πίσω τον Ντίνα “όπως πάση θυσία αποκρύψει τον νεκρόν”.
Αυτός ξεθάβει το πτώμα, μαθαίνοντας όμως ότι έρχεται στρατός, του κόβει το κεφάλι (για να μην είναι αναγνωρίσιμο) και το μεταφέρει στο Ζέλοβο.
Εκδοχή 4η: οι αιχμάλωτοι
Σύμφωνα με την έκθεση του Βολάνη, η συμπλοκή αφορούσε αποκλειστικά τη δική του ομάδα: “Καθ’ όλον αυτό το διάστημα, εις όλο το άλλο χωρίον επεκράτει απόλυτος ησυχία, ουδέν δε συνέβαινε εις τα λοιπά καταλύματα”.
Οταν ο Μελάς διαπίστωσε πως οι άλλοι σύντοφοί τους “είχον ήδη διασκορπισθεί εις το δάσος”, αποφάσισε να τον βοηθήσει “και διέταξε τους περί αυτόν ολίγους άνδρας να εξέλθουν της οικίας”.
Ακολούθησε -κι εδώ- μια και μοναδική τουφεκιά: “Οι Τούρκοι τον Αρχηγόν μας μόνον επυροβόλησαν και τον επλήγωσαν θανασίμως. Βαρέως τραυματισμένος, ηναγκάσθη να επιστρέψη πλησίον των ανδρών του μόνος του”.
Αντίθετα με τις προηγούμενες εκδοχές, όμως, εδώ ο Μελάς βάζει ο ίδιος τέλος στη ζωή του: “Υπέφερε φρικτούς πόνους από το τραύμα του, παρακαλούσε και ικέτευε όπως οι αρματωλοί του 21 να αποκόψουν την κεφαλήν του, διά να μη πέση ζων εις τας χείρας των Τούρκων. Ομως κανείς δεν τολμούσε να εισακούση την παράκλησίν του και να την εκτελέση. Ο ηρωικός Αρχηγός μας ηναγκάσθη να αυτοκτονήση με το πιστόλιόν του, όπως μαρτυρούσιν οι ίδιοι οι οπαδοί του” (ΔΙΣ 1979, σ.339-40).
Χωρίς να μπει σε τέτοιες λεπτομέρειες, ένας άλλος απ’ τους συλληφθέντες, ο Χρήστος Μαλέτσκος, θ’ αμφισβητήσει κι αυτός -με επιστολή του στον “Ταχυδρόμο” της Θεσ/νίκης (17.4.1927)- την επίσημη εκδοχή. Οι πρώτοι πυροβολισμοί, γράφει, έπεσαν σε άλλο μαχαλά και σχετίζονταν με τη φυγή των εκεί στρατωνισμένων μακεδονομάχων, “περί πολλού ποιούντων το σαρκίο των”. Η κυρίως μάχη δόθηκε απ’ την ομάδα του Βολάνη, που πρώτη άνοιξε πυρ όταν οι στρατιώτες έσπασαν την πόρτα. Από το σπίτι του Μελά έπεσαν κάποιοι πυροβολισμοί, “ολίγοι όμως και οι οποίοι έπαυσαν αμέσως”.
Εκδοχή 5η: ο σύντροφος Νο 2
Παρόμοια είναι η αφήγηση του δεύτερου συντρόφου του Μελά, του Γιώργη Στρατή ή Στρατινάκη, όπως καταγράφηκε στο βιβλίο του Νικ. Μπενάκη “Η εθνική ιστορία του Παύλου Μελά” (Κων/λις 1908, σ.149-51). Η ομάδα τους, θυμάται, έριξε “δυο τρεις σφαίρες” εναντίον του αποσπάσματος που πολιορκούσε τον Βολάνη κι ύστερα κατέβηκε στην αυλή. “Ο καπετάνιος επροχώρησεν εις ένα άλλο σπίτι ξεσκέπαστο, εντός του οποίου ευρίσκοντο τούρκοι στρατιώτες” κι έδωσε μόνος του μάχη μαζί τους, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του. Μετά το θάνατό του, οι υπόλοιποι διέφυγαν ενώ συνεχιζόταν η πολιορκία των απέναντι.
Εκδοχή 6η: ο αντίπαλος
Ο Μήτρος Βλάχος σκοτώθηκε το 1907 σε συμπλοκή με το στρατό, κι έτσι δεν πρόλαβε να μας αφήσει τη μαρτυρία του. Την ίδια τύχη είχαν επίσης οι βοεβόδες Κόλε Μόκρενσκι, Χρήστο Τσβέτκωφ και Τάνε Γκορνίτσεφσκι.
Ο μόνος από τους οπλαρχηγούς των κομιτατζήδων που βρισκόταν στην περιοχή, μπορούσε να έχει εικόνα των γεγονότων κι επέζησε, είναι ο Γκέοργκι Ποπχρήστωφ. Στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν στη Σόφια το 1953, κάνει κι αυτός λόγο για αυτοκτονία του Μελά, διεκδικώντας όμως τις δάφνες για τον τραυματισμό του: “Οι αντάρτες του παραδόθηκαν, αντί ν’ ανοίξουν πυρ ενάντια στο στρατό, κι ο Μελάς αυτοκτόνησε μέσα στο σπίτι. Τραυματισμένος από εμάς στο Νέρετ, αυτοκτόνησε στη Στάτιτσα και δεν παραδόθηκε ζωντανός” (Konstantin Pandev, “Borbite v Makedonija i Odrinsko, 1878-1912. Spomeni”, Σόφια 1982, σ.642).
Εκδοχή 7η: ο συναγωνιστής
Ο κρητικός μακεδονομάχος Ευθύμιος Καούδης ήταν ο πρώτος που συνάντησε τους συντρόφους του Μελά, μετά τη φυγή τους από τη Στάτιτσα. Στα απομνημονεύματά του, γραμμένα το 1949, διατυπώνει τη δική του εκδοχή:
“Δεν ημπορώ να μη γράψω το μέγα λάθος του Πύρζα, όταν εσκοτώθη ο μακαρίτης ο Μελάς, πώς επέτρεψε και άφησεν και αποσκοτώσαν τον αρχηγόν του διότι εφώναζεν, λέει. Τι ψυχή ήτον αυτή; Θα τον έπαιρναν οι Τούρκοι. Τόσο το καλύτερο, διότι ίσως θα έζηε, άπου ασφαλώς θα έζηε, διότι θα τον έκαναν εγχείρησιν και θα εγλίτωνε” (Aγγ. Χοτζίδης, “Ευθύμιος Καούδης. Απομνημονεύματα”, Θεσ/νίκη 1996, σ.130).
Αμφιβολίες έχει και για την προέλευση της σφαίρας που χτύπησε τον Μελά, θεωρώντας πολύ πιθανό να “τον εσκότωσαν οι δικοί του από λάθος” (όπ.π., σ.131).
Εκδοχή 8η: ο σύντροφος Νο 3
Για ατύχημα έκανε λόγο κι ένας από τους αυτόπτες συντρόφους του Μελά, ο φλωρινιώτης Πέτρος Χατζητάσης. Η μαρτυρία του κατατέθηκε στο επίσημο μνημόσυνο του 1927 στη Στάτιτσα (που μόλις είχε μετονομαστεί σε “Μελά”), και καταγράφηκε από τον παρόντα Τάκη Κύρου:
“Ο αρχηγός μάς διέταξε να παρακολουθούμε με προσοχή τους Τούρκους, χωρίς να πυροβολήσουμε. Αυτός κατέβηκε στην αυλή, ακολουθούμενος από τον καπετάν Λάκη Πύρζα. Μόλις είχαν πατήσει στο κατώφλι της σκάλας, ένας μόνο πυροβολισμός ακούστηκε κι ένα ώχ! Αμέσως κατεβήκαμε στην αυλή και βλέπομε τον αρχηγό νεκρό. Τον σηκώσαμε και τον κρύψαμε στον αχερώνα (σταύλο) και φύγαμε. Δεύτερος πυροβολισμός δεν ακούστηκε. Ο πυροβολισμός θα ήταν από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Λάκη Πύρζα” (Τάκη Κύρου, “Ο καπετάν Παύλος Κύρου”, Φλώρινα 1978, σ.109-10).
Εκδοχή 9η: το ημερολόγιο
Μια ακόμη εκδοχή έχει καταγραφεί στο ημερολόγιο του (15χρονου τότε) Φίλιππου Δραγούμη, κουνιάδου του Παύλου Μελά. Αφορά την αφήγηση του Πύρζα προς την οικογένεια Δραγούμη, μόλις έφτασε στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1904. Το ντοκουμέντο πρωτοπαρουσιάστηκε το 1984 από τον συγγραφέα Γιώργο Ιωάννου σε συνέδριο του ΙΜΧΑ και του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, στο δημοσιευμένο όμως κείμενο της (απομαγνητοφωνημένης) εισήγησης το κομμάτι που αφορά τις τελευταίες στιγμές του Μελά έχει παραληφθεί, με τη σημείωση ότι υπάρχει “κενό στη μαγνητοταινία” (“Ο Μακεδονικός Αγώνας. Συμπόσιο”, Θεσ/νίκη 1987, σ.169).
Εντυπωσιασμένοι απ’ αυτή τη διαβολική σύμπτωση, αναζητήσαμε το πρωτότυπο. Ο κάτοχός του Μάρκος Δραγούμης, γιος του Φίλιππου, είχε την ευγενή καλωσύνη να μας επιτρέψει να φωτογραφήσουμε το χειρόγραφο.
Το “χαμένο” απόσπασμα έχει ως εξής: “Ο Ντίνας βλέπων αυτόν να υποφέρη και ιδίως φοβούμενος μήπως ο Πύρζας μη θέλων να αφήση αυτόν θα τον υπερασπίζετο μέχρι θανάτου, αντί να φύγη, έλεγεν ‘Πύρζα, ιδέ πώς υποφέρει ο καπετάνιος. Φόνευσέ τον!’ Εγώ να τον φονεύσω; απήντησε ο Πύρζας, εγώ να φονεύσω αυτόν; Ο οποίος με ημπόδιζε να φονεύω Βουλγάρους. Τέλος επείσθη ο Ντίνας. Ο Παύλος εσιώπα πλέον, ήτο σχεδόν αναίσθητος. Εφίλησεν ο Πύρζας τα ψυχρά ήδη χείλη του και μετ’ ολίγην ώραν παρέδωκε το πνεύμα ο αδελφός μας! Κρύψαντες τον νεκρόν περί τας 10 κατόρθωσαν να διαφύγουν την προσοχήν των Τούρκων αν και ήτο διαυγής σεληνοφώτιστος νυξ και ανέβησαν εις το υπερκείμενον βουνόν”.
Αξιοσημείωτο είναι ωστόσο ότι, στο συγκεκριμένο σημείο, το χειρόγραφο έχει υποστεί οφθαλμοφανείς διορθώσεις από τον ίδιο το συντάκτη του. Παρόμοιες αλλαγές υπάρχουν σε δυο ακόμη σημεία της ίδιας αφήγησης: το ένα αφορά την παρουσία του Μήτρου Βλάχου στο χωριό, το άλλο τη στιγμή του τραυματισμού του Μελά.
Οποιαδήποτε ερμηνεία αυτής της επέμβασης είναι, φυσικά, λίγο-πολύ αυθαίρετη. Ο συντάκτης του ημερολογίου, που σημειώνει ότι ο ίδιος “δυσκόλως επαρακολούθει” την εξιστόρηση “ένεκα της μακεδονικής εκφράσεως και προφοράς” του Πύρζα, μπορεί κάλλιστα να διαπίστωσε, ξανασυζητώντας το θέμα με τους οικείους του, ότι είχε παρερμηνεύσει κάποια σημεία και να προχώρησε στη διόρθωσή τους. Ομως τα ερωτήματα παραμένουν.
Εκδοχή 10η: οι χωρικοί
Η πεποίθηση ότι ο Ντίνας “απετελείωσεν” τον αρχηγό του ήταν κοινό μυστικό στη Στάτιτσα, όπως διαπίστωσε ο διάδοχος του Μελά το 1907 (βλ. δίπλα). Οι συνθήκες όμως των επόμενων χρόνων δεν ευνοούσαν ιδιαίτερα την κατάθεση τέτοιων μαρτυριών. “Επανειλημμένως ηναγκάσθην να μεταβώ εις Στάτιτσαν διά να δυνηθώ να εξακριβώσω την αλήθειαν”, γράφει το 1932 στον Βάρδα ένας άνθρωπός του, “και τούτο δυστυχώς διότι, άγνωστον διατί, οι χωρικοί μας εξακολουθούν να φοβούνται και να απαντούν μονολεκτικώς με το γνωστόν ‘νε ζναμ’ (δεν ξέρω)” (Γ. Πετσίβας, “Ιωάννου Καραβίτη. Ο Μακεδονικός Αγών. Απομνημονεύματα”, Αθήνα 1994, σ.133)
Παύλε Καπετάντσε-Παραδοσιακό τραγούδι Μακεδονίας, το σημαντικό στο συγκεκριμένο τραγούδι είναι ότι οι γιαγιάδες τραγουδούν στο διπλό γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής θέλοντας να δείξουν για ακόμη φορά την ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ τους.
Αλλά και όσων μίλησαν, η φωνή τους δεν ακούστηκε πέρα από τα όρια της τοπικής κοινωνίας. Κατά το επίσημο μνημόσυνο του 1930 στο χωριό, λ.χ., έγινε αναπαράσταση των γ εγονότων από τους επιζώντες -ανάμεσά τους, “η γριά Λόζα Α. Σακαλή, ήτις έπλυνε τον νεκρόν του Μελά” και οι χωρικοί που τον έθαψαν. Οι αφηγήσεις τους, όπως δημοσιεύθηκαν στις τοπικές εφημερίδες (“Μακεδονικός Σπινθήρ” 2.7.1930, “Δυτική Μακεδονία” 6.7.1930), συγκλίνουν σε ένα κοινό σημείο: το σώμα του Μελά “ετάφη ακέφαλον”, “αφού προηγουμένως του έκοψαν το κεφάλι οι συναγωνιστές του”. Πολύ πριν ο Ντίνας επιστρέψει, δηλαδή, για να το ξεθάψει.
Πηγή ιστορικών στοιχείων και φωτογραφιών και video: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών – Μακεδονικό Μουσείο Θεσ/νικης – Ελευθεροτυπία, 10/10/2004- Μηχανή του Χρόνου…
το κείμενο έγραψε και επιμελήθηκε η Μαίρη Στεργίου.