Η δική του “Ιθάκη” θα μπορούσε να πει κανείς με σιγουριά ότι είναι η πατρίδα του η Χαλκιδική, αυτός ο ευλογημένος τόπος που τον ηρεμεί, τον χαλαρώνει και τον εμπνέει.
Με καταγωγή από την Καλάνδρα της Κασσάνδρας ο Παρασκευάς Μάγειρας ξεκίνησε να ασχολείται το 1980 με την γλυπτική. Στην αρχή, στον ελεύθερο χρόνο του και στη συνέχεια επαγγελματικά, εντελώς αυτοδίδακτος. Ο κ. Μάγειρας γνώρισε κάποτε έναν Ολλανδό δάσκαλο, καθηγητή της σχολής καλών Τεχνών, ο οποίος τον βοήθησε να μάθει κάποια βασικά πράγματα γύρω από τον απέραντο κόσμο της τέχνης και στη συνέχεια γνώρισε έναν Έλληνα γλύπτη τον Γιώργο Σωτηρίου, ο οποίος στάθηκε και αυτός μαζί με τον Ολανδό δάσκαλο, οι άνθρωποι που συνέλαβαν καθοριστικά στην μετέπειτα πορεία του και την επαγγελματική του καριέρα. Ο ίδιος δηλώνει «επηρεασμένος από όλες της μορφές τέχνης που έχουν περάσει από τον ελλαδικό χώρο» και οπαδός της ιστορίας και αυτό αποτυπώνεται σε όλα του τα έργα, που κρύβουν -έμμεσα ή άμεσα- κάποιο μήνυμα. Έργα βέβαια που δεν περνούν απαρατήρητα και δίνουν έναυσμα για μεγάλες συζητήσεις με τον δημιουργό.
Μεγαλωμένος σε αγροτική οικογένεια ο κ. Μάγειρας από τα παιδικά του κιόλας χρόνια έφτιαχνε με τη λάσπη διάφορα μικροπράγματα, ενώ μέσα από τα ταξίδια του στον κόσμο γνώρισε ανθρώπους, καλλιτέχνες, άλλους πολιτισμούς και κουλτούρες που μέχρι και σήμερα τον συντροφεύουν στην καριέρα του.
Ρωτώντας τον αν θυμάται το πρώτο του έργο, ο ίδιος γυρνάει χρόνια πριν στην ηλικία των 18 χρόνων και με χαμόγελο απαντά: «Το θυμάμαι χαρακτηριστικά το πρώτο μου έργο. Ήταν ένα γλυπτό και συγκεκριμένα ένα μαρμάρινο πρόσωπο που το είχα φτιάξει με σίδερο και κατσαβίδι, με όσα δηλαδή “εργαλεία” ας πούμε ότι διέθετα τότε».
Μια βόλτα στην παραλία του τόπου καταγωγής του δεν το αφήνει ποτέ ασυγκίνητο, όπως βέβαια και κάθε σπιθαμή του τόπου του: «Αυτός ο τόπος η Χαλκιδική είναι γεμάτο από όμορφες ζωντανές εικόνες και χρώματα. Είναι ένας τόπος ευλογημένος που πάντα με εκφράζει και με καθοδηγεί. Ακριβώς όπως μία απλή βόλτα στην παραλία της Κασσάνδρας που ομολογώ ότι πάντα έχει κάτι να μου πει, να μου προσφέρει, να με διδάξει», λέει και υπογραμμίζει: «Όταν παρατηρώ την ακτή βρίσκω όγκους, σχήματα, μαγεύομαι από τα χρώματα και εμπνέομαι. Είναι ένας πλούσιος τόπος, γεμάτος από φως, πράσινο και μπλε!».
Στον διάβα του χρόνου ο ίδιος έχει εμπεδώσει ότι οποιαδήποτε μορφής δραστηριότητα έχει κάτι να δώσει, όπως και η τέχνη άλλωστε: «Αυτό που είπε ο Σταρτρ ότι “η κόλαση είναι οι άλλοι”, για εμένα δεν ευσταθεί. Θεωρώ πως μέσα από τους άλλους βρίσκουμε νόημα στη ζωή, ακόμη και στη τέχνη, όπως βέβαια και σε κάθε μορφής δραστηριότητα. Από την πιο απλή έως την πιο περίπλοκη. Μέσα στην τέχνη για παράδειγμα όταν δημιουργούμε πράγματα με διακοσμητικό χαρακτήρα μόνο και δεν έχουμε συμπεριλάβει μέσα και το ανθρώπινο στοιχείο, η συγκίνηση και ο προβληματισμός δεν θα υπάρξουν με αποτέλεσμα να ξεχάσουμε αμέσως αυτό που είδαμε. Η τέχνη και γενικά κάθε μορφή τέχνης δεν θα πρέπει μόνο να προβληματίζει ή να γοητεύει, πρέπει να επιδιώκει και τα δυο ταυτόχρονα. Η επαφή μεταξύ μας, η επικοινωνία με το ανθρώπινο στοιχείο είναι το παν για να μπορέσουμε να αγγίζουμε έστω και λίγο την προσωπική ευτυχία».
Για την εποχή που διανύουμε, την εποχή όπου οι άνθρωποι έμαθαν να λατρεύουν την εικόνα και να δέχονται ότι τους πλασάρουν χωρίς δισταγμό ο γλύπτης Μάγειρας αναφέρει: «Ζούμε σε μια εποχή εικονολατρείας, τα παιδιά γοητεύονται από την εικόνα και από τα μηνύματα που δέχονται από αυτή. Όλο αυτό είναι η μεγαλύτερη παγίδα, διότι πέρα από την εικόνα υπάρχει ο ήχος, ο αέρας, η αίσθηση, οι μυρωδιές, τα οποία σήμερα έχουν μπει στην άκρη. Ο Έλληνας πρέπει να βρει ένα τρόπο να αποκτήσει ενδιαφέροντα στις δραστηριότητες, να σηκωθεί από τον καναπέ του, έτσι ώστε να πάρει το μέρος της ευθύνης που του αναλογεί στη χώρα του. Διαφορετικά θα είναι χαμένος από χέρι. Ό,τι συμβαίνει στους γύρω μας, αφορά και εμάς. Σήμερα εκείνοι, αύριο εμείς».
Ο ίδιος φαντάζεται τον τόπο του, ως ένα τόπο που θα μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές δραστηριότητες, ακόμη και μέσα από τη τέχνη: «Μπορούμε να δημιουργήσουμε πράγματα διαφορετικά σε αυτόν εδώ τον τόπο για να χαιρόμαστε τόσο εμείς σαν κάτοικοι, όσο και οι επισκέπτες που θα έρχονται στη χώρα μας. Ονειρεύομαι χώρους, οι οποίοι θα έχουν μια παραμυθένια άποψη, γιατί το παραμύθι το δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι και πιστέψτε δεν έχουμε να ζηλέψουμε τίποτα από το εξωτερικό. Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν ένας χώρος μαγικός από άκρη σε άκρη που έχει περισσότερα να δώσει, από κάθε άλλη χώρα αυτού του πλανήτη».
Τον εργαστήρι του είναι γεμάτο από έργα, όπως ακριβώς είναι και ο εκθεσιακός του χώρος. Ένας κήπος θα έλεγε κανείς γεμάτος από γλυπτά με πέτρα, μάρμαρο και ξύλο που όλα λούζονται από το φως του ήλιου, με τις σκιές -σε κάθε έργο- να είναι διαφορετικές! Το ταλέντο του είναι πηγαίο. Γρήγορα στα χέρια του η άγρια ακατέργαστη και αδάμαστη πέτρα, μετατρέπεται σε έργο τέχνης. Πραγματικό χάρισμα.
Η διδασκαλία και η μετάδοση της αγάπης του ίδιου για τη γλυπτική είναι ένα δύσκολο “άθλημα” θεωρεί ο καλλιτέχνης: «Είναι δύσκολο να μεταδόσεις σε κάποιον άλλον την τέχνη, ειδικά στους καιρούς που διανύουμε. Η πλειονότητα του πληθυσμού που εκφραζει ενδιαφέρον για τις τέχνες, είναι κυρίως γυναίκες. Οι άνδρες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Η πηλοπλαστική είναι πιο εύκολη, έχεις κάτι στο χέρι σου και απλά το πλάθεις, δίνοντας του όγκο και σχήμα. Η τέχνη είναι μία μορφή ψυχοθεραπείας, μέσα από αυτή εκφράζεσαι, επικοινωνείς με τον άλλο, εξωτερικεύεις τα συναισθήματα».
Για την ενασχόληση του με τη γλυπτική τονίζει: «Είναι μία διαρκής ανάγκη, μία ψυχική ανάγκη που σε οδηγεί πιστά εκεί. Είναι το μέσο επικοινωνίας με τους ανθρώπους. Είναι ο χώρος όπου οι σκέψεις μπορούν να πετάξουν ψηλά!».
Ο Παρακαευάς Μάγειρας εργάζεται σήμερα στο ΚΔΑΠ της Κασσάνδρας και εκπαιδεύει τα παιδιά επάνω στη ζωγραφική, στο σχέδιο, στη γλυπτική, στον πηλό, στην ξυλογραφία κ.α., ενώ κατά καιρούς παραχωρεί και μαθήματα πηλοπλαστικής σε συλλόγους της περιοχής του. Ο ίδιος μάλιστα στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται και με τη συγγραφή βιβλίων, έχοντας γράψει έως και σήμερα 10 ιστορικά βιβλία και 12 παραμύθια.