Η εικόνα της Παναγίας λέει η παράδοση ότι βγήκε μέσα από τη θάλασσα ύστερα από μεγάλο σεισμό κι ανέβηκε στην πιο ψηλή κορφή του νησιού. Εκεί την βρήκαν οι κάτοικοι και την έκαμαν μοναστήρι και την ονόμασαν «Παναγία Κορυφινή». Επιχείρησαν πρώτα να την τοποθετήσουν στην κεντρική πλατεία του χωριού, αλλά πάντα την εύρισκαν πάνω στο βουνό αυτό, γι αυτό της έκτισαν εκεί το μοναστήρι και της έδωσαν το παραπάνω όνομα. Στον πρώτο διωγμό το 1918, οι κάτοικοι πήραν μαζί τους την εικόνα στα βάθη της Μικράς Ασίας και την τοποθέτησαν μέσα σε μια εκκλησία, αλλά κάθε μέρα την εύρισκαν σε μια κορφή του βουνού από τα γύρω. Όταν επέστρεψαν πάλι στο νησί τοποθέτησαν την εικόνα στο μοναστήρι της. Το καντήλι της ποτέ δεν έσβηνε κι ήταν ο μοναδικός φάρος σ’ ολόκληρη την περιοχή για τους ναυτικούς. Όχι μόνο οι Χριστιανοί αλλά και οι Τούρκοι πίστευαν στη θαυματουργή χάρη της, γιατί πολλοί σώθηκαν από ναυάγια και τα τάματα και οι δωρεές καθημερινά ήταν σωρός στο μοναστήρι, που πήγαιναν και προσκυνούσαν και Χριστιανοί και αλλόθρησκοι.
Πάνω στους απόκρημνους βράχους της νήσου Καλολίμνου που βρίσκεται στο μυχό του Βοσπόρου έστησε για πρώτη φορά το σπίτι της η Παναγία μας η Κορυφινή.
Στο βιβλίο του Συνδέσμου Προσφύγων Μουδανιών, «Αντίλλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω» υπάρχει η παρακάτω αναφορά:
«Καλόλιμνος ή Καλώνυμος – Τουρκιστί «Εμίραλη» (Η αρχαία Βέσβικος)
Νήσος κειμένη έναντι των εκβολών του Ρύνδακος ποταμού, απέχουσα της ξηράς 13 μίλια.
Κατά τον Πλίνιον η νήσος αύτη απετέλει συνέχειαν της έναντι ξηράς, αποσπασθείσα είτα.
Η περιφέρεια της νήσου είναι 18 μίλια. Έχει μίαν ομόνυμον πόλιν κατοικουμένην υπό χριστιανών ορθοδόξων συμποσουμένων εις 3 χιλιάδας και ασχολουμένων εις την γεωργίαν και αλιείαν.
Επί Βυζαντινών υπήρχεν επί της νήσου και άλλη πόλις καλουμένη Βαγνίτιον, μη υπάρχουσα πλέον. Είναι νήσος βουνώδης παράγουσα ελαίας και κρόμμυα. Ηλιεύοντο δε αύθονοι ιχθείς μεταφερόμενοι εις Κων/πολιν και Μουδανιά.
Επί της νήσου υπήρχον πολλαί Μοναί, αίτινες εχρησίμευσαν ως ενδιαίτημα Βυζαντινών Αυτοκρατόρων.
Εκκλησιαστικώς υπήγετο εις την Μητρόπολιν Νικομηδείας.»
Ο Στέφανος Βυζάντιος στα τέλη του 5ου αιώνα στο σημαντικό γεωγραφικό λεξικό με τον τίτλο Εθνικά, αναφέρει για το νησί: «Βέσβικος. Νησίδιον περί Κύζικον , ως Διογένης ο Κυζικινός εν πρώτη περί των επτά της πατρίδος νήσων λέγων. Προπόνησος και Φοίβη και Αλόνη και Φισία και Οφιέσσα και Βέσβικος γόνιμοι και λιπαραί . Αγαθοκλής δε εν πρώτη περί Κυζίκου φησίν, ότι κτίσμα εστίν Φερσεφόνης και όνομα έχει γίγαντος. Οι γαρ γίγαντες απορρήξαντες αιγιαλούς εκύλιον δια της θαλάσσης εγχώσαι τας εκβολάς του Ρυνδακού ζητούντες. Η δε κόρη αγωνιώσα περί Κυζίκου τας πέτρας ερρίζωσε και νήσον εποίησεν ήτις αφ’ ενός των ύστερον οικησάντων Πελασγών προσηγόρευται Βέσβικος , εφ’ ης τους λειπομένους των γιγάντων ηφάνισε συν Ηρακλή, το εθνικόν Βεσβικηνός.»
Εκεί, πάνω στην ψηλότερη κορυφή του νησιού αναπαύθηκε για αιώνες η θαυματουργή εικόνα. Κάθε χρόνο στη γιορτή της το νησί πανηγύριζε. Κάποιοι έβλεπαν τη γυναίκα με τα μαύρα και τα τάματα που εναπόθεταν οι πιστοί μαρτυρούσαν το πλήθος των θαυμάτων της.
«Το 1922, όταν έγινε ο δεύτερος διωγμός και ο ξεριζωμός των Μικρασιατών, την Παναγία την πήρε η μητέρα του Νεοφύτου Κουβράκη και την πήγε στο Μόλυβο Μυτιλήνης. Από τη Μυτιλήνη κατόπιν πήγε και την έφερε (μετά την ολική εγκατάσταση των Καλολιμνιωτών στα Νέα Μουδανιά και μετά από πολλά χρόνια),η Αμαλία Κουβράκη με άλλους δύο Καλολιμνιώτες και με τη βοήθεια του τότε Μητροπολίτη Ειρηναίου, το 1929» σύμφωνα με την αφήγηση του Καλολιμνιώτη Πλούταρχου Πάππη.
Η πρώτη μικρή εκκλησιά της Παναγίας κτίστηκε με χρήματα των Καλολιμνιωτών στο λόφο που πήρε και το όνομά της, τον λόφο της Παναγίας Κορυφινής, που έγινε από τότε ένας καθαγιασμένος και αγαπημένος τόπος και σημείο αναφοράς για όλους τους Μουδανιώτες.
«Ανήμερα της Παναγίας, στο προαύλιο της εκκλησίας, στηνόταν μια μεγάλη εξέδρα και επάνω σ’ αυτήν ανέβαινε ο παπά Πέτρος, ψάλλοντας το τροπάριο της Παναγίας Κορυφινής και άγιαζε τον κόσμο. Επίτροποι συνόδευαν την εικόνα στην εξέδρα. Παράλληλα γυναίκες που είχαν κάνει τάμα να την κρατήσουν, ανέβαιναν μία-μία στην εξέδρα, κάθονταν στο πάτωμα και έπαιρναν την εικόνα στην αγκαλιά τους με μεγάλη συγκίνηση. Αυτό το έθιμο το έφεραν από τα μέρη τους, όπως μας έλεγαν» θυμάται ο Στέλιος Ελαιοδώρου.
Η 8η Σεπτεμβρίου έχει καθιερωθεί ως επίσημη αργία στα Νέα Μουδανιά και η Παναγία Κορυφινή τιμάται με τη μεγαλοπρέπεια που αρμόζει και με τη παρουσία πλήθους πιστών που συρρέουν να προσκυνήσουν την εικόνα Της, να καταθέσουν τις αγωνίες και τους πόθους τους και να ζητήσουν να μεσιτεύσει η χάρη Της υπέρ της υγείας και της ευημερίας τους. Στη δεκαετία του ’70 κτίστηκε στη θέση της μικρής εκκλησίας ο περίλαμπρος ναός που υπάρχει σήμερα.
Το Απολυτίκιον της Παναγίας Κορυφινής, ποίημα του Γεράσιμου Μοναχού Μικρογιαννανίτου, έχει ως ακολούθως:
«Την Θείαν Εικόνα σου, εκ Καλολίμνου αγνή, ην πάλαι ονόμασαν, Κορυφινήν οι πιστοί, ενταύθα μετήνεγκαν. Όθεν Μουδανιών σε, η κωμώπολις μέλπει, ταύτην απολαβούσα, και πιστώς εκβόα σοι. Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου.»
Πηγές: Ευάγγελου Παχυγιαννάκη «Νέα Μουδανιά (Στοχασμός – Ιστορία – Μνήμη χάριτος)» Άγιος Νικόλαος Κρήτης, περιοδικό «Αμάλθεια», Σύνδεσμος Προσφύγων Μουδανιών, «Αντίλλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω», 1931, Στέλιος Ελαιοδώρου «Αναμνήσεις από τα χρόνια που πέρασαν», Στέφανου Βυζάντιου Εθνικά
Γράφει η Ελένη Πασχαλάκη