Ημέρα μνήμης όσων σφαγιάστηκαν στον μεγάλο Χαλασμό της Κασσάνδρας, στις Πόρτες, το τελευταίο οχυρό της Χαλκιδικής, στις 14 Νοεμβρίου του 1821.

Αναμφισβήτητα η Επανάσταση του 1821 αποτελεί τον μεγαλύτερο σταθμό της ιστορίας του νέου Ελληνισμού, ο οποίος έπειτα από τέσσερις αιώνες σκλαβιάς υπό τον τουρκικό ζυγό, μαχόταν για την ελεύθερη υπόστασή του.

Σημαίνουσας αξίας ήταν και τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Μακεδονία όπως η εξέγερση της Χαλκιδικής και ο «Χαλασμός της Κασσάνδρας».

(Μεγάλος) Χαλασμός της Κασσάνδρας ονομάστηκε η ανελέητη σφαγή των κατοίκων της Κασσάνδρας, η κλοπή και η αρπαγή των περιουσιών τους, ο εξανδραποδισμός μεγάλου αριθμού γυναικών και νεαρών παιδιών, η πυρπόληση εκκλησιών, το κάψιμο των σπιτιών, καθώς και η λεηλασία και η καταστροφή όλων των μετοχιών της χερσονήσου.

Η Χαλκιδική, διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο στον αγώνα της απελευθέρωσης του ελληνικού έθνους από το τουρκικό ζυγό, λόγω της γεωγραφικής της θέσης, του συμπαγούς ελληνικού πληθυσμού της και της γειτνίασής της με την Θεσσαλονίκη.

Μαντεμοχώρια, Κασσάνδρα, Σιθωνία, Άγιο Όρος, Χασικοχώρια και πολλές άλλες περιοχές της Χαλκιδικής μαζί με τους ηρωικούς αγωνιστές, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση του ελληνικού έθνους, με τη συμβολή των ηρώων της Μακεδονίας και της Χαλκιδικής στην Επανάσταση του 1821 να μην έχει γίνει όσο γνωστή θα έπρεπε.

Στη Μακεδονία ο πόθος για την ελευθερία παρέμεινε άσβεστος και λίγο πριν την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, πλήθος Μακεδόνων μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία.

Με το πέρασμα του Αλέξανδρου Υψηλάντη από τον Προύθο Ποταμό και την έναρξη της Επανάστασης στη Μολδοβλαχία στις 22 Φεβρουαρίου, ο επίσης μυημένος στη Φιλική Εταιρεία, Εμμανουήλ Παπάς, ανέλαβε να σημάνει την ώρα του ξεσηκωμού στη Μακεδονία.

Η αρχή της Επανάστασης στη Χαλκιδική

Τον Μάρτιο του 1821 η Κωνσταντινούπολη άρχισε να κατακλύζεται από ειδήσεις για την προέλαση του Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία. Ο Παπάς δεν δίστασε να αναλάβει πρωτοβουλία και κάτω από τα βλέμματα των ανυποψίαστων Τούρκων φόρτωσε το πλοίο του Λήμνιου φιλικού Χατζηβισβίζη με όπλα και πολεμοφόδια. Στις 23 Μαρτίου απέπλευσε με τη συνοδεία του υπασπιστή του, Χατζηπέτρου, τού γραμματέα του, Δημητρίου Οικονόμου, και του μεγαλύτερου γιου του, Ιωάννη, για το Άγιο Όρος.

Το Άγιο Όρος, την εποχή εκείνη είχε 20 μοναστήρια και 10.000 περίπου μοναχούς την και αποτελούσε τον πνευματικό φάρο του υπόδουλου Ελληνισμού. Οι Αγιορείτες, μέσα από τα κηρύγματά τους, προσπαθούσαν να κρατούν υψηλό το φρόνημα των χριστιανών. Παράλληλα, εκεί φυλάσσονταν θησαυροί για το έθνος, βιβλία και διάφορα πολύτιμα κειμήλια. Το Άγιο Όρος έχαιρε εκτίμησης και γενναιοδωρίας από τους ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας και τους Ρώσσους τσάρους, παρόλα αυτά οι Τούρκοι επέβαλαν δυσβάσταχτους φόρους σε αυτά και συχνά προχωρούσαν σε κατασχέσει, φέρνοντας τα μοναστήρια σε οικονομικό αδιέξοδο.

Ο Εμμανουήλ Παπάς αποβιβάστηκε στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, όπου τον υποδέχθηκε θερμά ο ηγούμενος της, Ιωακείμ, επίσης μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Στη συνέχεια ο Παπάς συναντήθηκε και με τους ηγουμένους των υπόλοιπων μονών, ενώ εγκαινίασε δι’ αλληλογραφίας επικοινωνία με φιλικούς και οπλαρχηγούς της Χαλκιδικής και των Σερρών.

Υπό άκρα μυστικότητα στο Άγιο Όρος έγινε η παραγωγή φυσιγγιών και οι προετοιμασίες. Ο Παπάς έχοντας επίγνωση της δυσκολίας λόγω της γεωγραφικής θέσης της Μακεδονίας, η οποία ήταν δίπλα στην πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και περιβάλλονταν από εχθρικά στρατεύματα γειτονικών περιοχών. Ο ίδιος γνώριζε πως ήταν πιθανός ο εγκλωβισμός των επαναστατών και επέλεξε να περιμένει την κάθοδο του Υψηλάντη από τη Μολδοβλαχία και την επέκταση της επανάστασης βόρεια της Στερεάς Ελλάδας.

Όμως, έχοντας φτάσει στα αυτιά του ειδήσεις αναφορικά με τις επαναστάσεις των Ελλήνων σε Μολδοβλαχία και νότια Ελλάδα, ο διοικητής της Θεσσαλονίκης, Γιουσούφ μπέης, διέταξε τη διενέργεια προληπτικών πληγμάτων.

Αμέσως, έστειλε διαταγή προκειμένου πολλοί πρόκριτοι της Μακεδονίας να παρουσιαστούν μπροστά τους, έχοντας κατά νου να τους κρατήσει όμηρους. Εκείνοι όμως αντιλήφθηκαν την παγίδα και αποφάσισαν να στείλουν άλλα πρόσωπα στη θέση τους. Παρόλο που ο μπέης αντιλήφθηκε την πλάνη αποφάσισε να φυλακίσει τους αντιπροσώπους των προκρίτων. Παράλληλα, οι υποψίες του για τις κινήσεις των Ελλήνων ενισχύθηκαν. Έτσι, απέστειλε στρατιωτική δύναμη στην Ιερισσό, για να επιθεωρεί το Αγιο Όρος, ενώ παράλληλα διέταξε τους στρατιωτικούς διοικητές της Παζαρούδας (σημ. Απολλωνία), Τσιρίμπαση αγά, και των Χασικοχωρίων, Χασάν αγά, να κινηθούν κατά της κωμόπολης του Πολυγύρου, που κατείχε κεντρική θέση στη Χαλκιδική. Εκεί είχαν οδηγίες να αφοπλίσουν τους κατοίκους και να συλλάβουν τους προεστούς της.

Μία ημέρα πριν την ημερομηνία που είχε οριστεί για την επίθεση, στις 26 Μαϊου, η γενική φρουρά ξεκίνησε να βιαιοπραγεί κατά του ελληνικού πληθυσμού, εκτοξεύοντας απειλές για σφαγή. Οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν και το πρωί της επόμενης ημέρας επιτέθηκαν στη φρουρά και την εξόντωσαν. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στις τουρκικές δυνάμεων της Παζαρούδας και των Χασικοχωρίων, που αριθμούσαν 1.000 άνδρες, και τις απώθησαν.

Λίγο αργότερα την ίδια ημέρα συγκλήθηκε έκτακτη σύνοδος με τη συμμετοχή λαϊκών και μοναχών στην πρωτεύουσα του Αγίου Όρους, τις Καρυές. Εκεί αποφασίστηκε η άμεση κήρυξη της επανάστασης και η σύλληψη του ζαμπίτη (διοικητή του Ορους), Χασεκή Χαλήλ μπέη. Επίσης συγκροτήθηκε εφορεία με αντιπροσώπους από όλες τις μονές για τη διοικητική μέριμνα του αγώνα. Ακολούθησε εκκλησιαστική τελετή χοροστατούντος του μητροπολίτη Μαρώνειας Κωνσταντίου, κατά την οποία, μέσα σε κλίμα φορτισμένο από συγκίνηση και ενθουσιασμό, ο Εμμανουήλ Παπάς αναγορεύθηκε αρχηγός και προστάτης της Μακεδονίας.
Παράλληλα, στη Θεσσαλονίκη, ο Γιουσούφ μπέης εξοργισμένος από τα νέα του Πολυγύρου, προχώρησε σε σφαγές, φυλακίσεις και λεηλασίες. Οι όμηροι ανασκολοπίσθηκαν, ενώ σημαίνοντα πρόσωπα, όπως ο μητροπολίτης Κίτρους Ιωσήφ και οι πρόκριτοι Χριστόδουλος Μπαλάνος και Αναστάσιος Κυδωνιάτης, αποκεφαλίσθηκαν. Επιπλέον, 2.000 Έλληνες της Θεσσαλονίκης τέθηκαν υπό κράτηση στην αυλή του μητροπολιτικού ναού και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία.

Ο Παπάς εγκαινίασε την εκστρατεία με ένα σώμα που περιελάμβανε 2.000 ένοπλους μοναχούς, ενώ πρώτος στόχος του ήταν η Ιερισσός. Την 1η Ιουνίου οι κάτοικοί της ενώθηκαν με τους επαναστάτες και εκδίωξαν τους Τούρκους. Σε επιστολή του ο μητροπολίτης Ιερισσού, Ιγνάτιος, απέστειλε θερμές ευχαριστίες στον «ευγενέστατο και ορθοδοξότατο κύριο Εμμανουήλ Πάπα» και του ευχόταν να προελάσει νικηφόρος μέχρι τη Θεσσαλονίκη. Παράλληλα, έγινε εξέγερση στην Κασσάνδρα, τη Σιθωνία και τα Χασικοχώρια. Σε ηγετική μορφή στις εν λόγω αναδείχθηκε ο καπετάν Χάψας.

Έτσι, οι επαναστάτες κινήθηκαν πάνω σε δύο άξονες, τον ανατολικό και τον δυτικό.
Στα ανατολικά ο Εμμανουήλ Παπάς, μετά την Ιερισσό, προχώρησε προς τα Μαδεμοχώρια. Τα Μαδεμοχώρια ήταν μία αυτόνομη ομοσπονδία δώδεκα κοινοτήτων γύρω από μεταλλεία αργύρου, η οποία απολάμβανε ιδιαίτερα προνόμια από την Υψηλή Πύλη. Όμως, οι κάτοικοι τους, στο όνομα της ελευθερίας, προσχώρησαν στον Παπά. Εκείνος ενισχυμένος προχώρησε στα στενά της Ρεντίνας, τα οποία κατείχαν στρατηγική θέση στην οδό Καβάλας-Θεσσαλονίκης. Σε αυτό το σημείο ο Παπάς θα μπορούσε να αποτρέψει πιθανή απόπειρα τουρκικής ενίσχυσης από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης.

Όσον αφορά τον δυτικό άξονα επίθεσης, ο καπετάν Χάψας, με ιδιαίτερη ορμητικότητα, κατέφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και έπειτα κατεδίωξε τουρκική δύναμη υπό τον Αγκούς αγά μέχρι το χωριό Σέδες, μόλις τρεις ώρες από τη Θεσσαλονίκη.
Ο Γιουσούφ μπέης ένιωσε να απειλείται και τρομοκρατημένος ζήτησε βοήθεια από διοικητές γειτονικών περιοχών.

Προβλήματα εφοδιασμού απειλούν την πορεία της Επανάστασης

Όμως, η Επανάσταση έπασχε από σοβαρά προβλήματα εφοδιασμού, τα οποία ήταν ικανά να απειλήσουν την πορεία της. Ο Παπάς, χρησιμοποιώντας την προσωπική του περιουσία, προσπάθησε να καλύψει τις μεγάλες ελλείψεις σε όπλα και πολεμοφόδια. Παράλληλα, απέστειλε επιστολή προς τον Δημήτριο Υψηλάντη, ζητώντας εφόδια και πλοία. Επίσης, βοήθεια ζήτησε και από τους οπλαρχηγούς της περιοχής του Ολύμπου, η οποία είχε μακρά παράδοση αρματολισμού. Οι τελευταίοι ήταν εμπειροπόλεμοι και μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά την επανάσταση στη Χαλκιδική. Όμως η ανταπόκριση τους ήταν ισχνή, καθώς δίσταζαν να απομακρυνθούν από τις βάσεις τους, με εξαίρεση τον Διαμαντή Νικολάου, ο οποίος υποσχέθηκε αποστολή σώματος.

Την ίδια ώρα, οι εκκλήσεις του Γιουσούφ μπέη βρήκαν ανταπόκριση. Ο Μπαϊράμ πασάς, είχε συγκεντρώσει ισχυρή δύναμη από την ανατολική Θράκη και την Καλλίπολη για την καταστολή της επανάστασης στη νότια Ελλάδα και έσπευσε να τον βοηθήσει. Οι συνθήκες γίνονταν όλο και περισσότερο κρίσιμες για τους επαναστάτες.

Περίπου στα μέσα του Ιουνίου του 1821 ο Μπαϊράμ πασάς επιτέθηκε στο σώμα του Εμμανουήλ Παπά στα στενά της Ρεντίνας και το απώθησε με ευκολία. Ο Παπάς κατέφυγε συον Πολύγυρο μέσω των βουνών, ενώ το τουρκικό ιππικό με 3.000 άνδρες κατάφερε να εξολοθρεύσει την οπισθοφυλακή του. Μεταβαίνοντας στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, ο Μπαϊράμ πασάς κήρυξε γενική επιστράτευση, καταφέρνοντας να συγκεντρώσει δύναμη 30.000 πεζών και 5.000 ιππέων. Αξίζει να σημειωθεί πως με τους Τούρκους συνέπραξαν και ορισμένοι Εβραίοι από την πολυάριθμη κοινότητα τους στη Θεσσαλονίκη.

Επόμενος στόχος των Τούρκων αποτέλεσαν τα Βασιλικά. Παρόλο που οι επαναστάτες επιχείρησαν να εκκενώσουν την κωμόπολη από τα γυναικόπαιδα, ο Αχμέτ μπέης των Γενιτσών τους πρόλαβε και έσφαξε τον πληθυσμό, ενώ πυρπόλησε τα σπίτια (μόνο τρία σπίτια σώθηκαν).

Στους πρόποδες του Βουζιάρη, έξω από τα Βασιλικά, ο καπετάν Χάψας με 200 μόλις άνδρες επεδίωξε να οργανώσει γραμμή άμυνας μπροστά στον προελαύνοντα Μπαϊράμ Έπειτα από σκληρή μάχη οι επαναστάτες ηττήθηκαν, με 62 εξ αυτών -μεταξύ τους και ο καπετάν Χάψας- να πέφτουν ηρωικά στο πεδίο της μάχης. Εκατοντάδες ήταν και οι απώλειες των Τούρκων.

Οι Τούρκοι, με την κατάρρευση του μετώπου της κεντρικής Χαλκιδικής, επέδειξαν το μένος τους προς τους εξεγερμένους, με τον Μπαϊράμ πασά να επαίρεται ότι κατέστρεψε 42 χωριά των «απίστων», μεταξύ αυτών τη Γαλάτιστα και τον Πολύγυρο. Μεγάλος ήταν και ο αριθμός γυναικόπαιδων που κατέληξε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Παράλληλα, οι εναπομείνασες επαναστατικές δυνάμεις διέφυγαν στις χερσονήσους της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους, θέσεις που ήταν φυσικά οχυρά. Μαζί τους κινήθηκαν περίπου 5.000 απελπισμένοι πρόσφυγες. Ειδικότερα την Κασσάνδρα, που εξελίχθηκε σε επαναστατικό κέντρο, υπερασπίζονταν 2.700 ένοπλοι. Σε αυτούς προστέθηκαν 400 άνδρες υπό τους Κωνσταντίνο Μπίνο και Μήτρο Λιάκο, που απέστειλε ο Διαμαντής Νικολάου, ενώ λίγο αργότερα κατέφθασε και ο ίδιος με 200 ακόμα άνδρες.

Τις ακτές επιτηρούσαν δύο πλοία, ένα τοπικό και ένα προερχόμενο από τη Λήμνο. Οι ψαριανοί κατόρθωσαν να εντοπίσουν δύο τουρκικά πλοία που θα επιχειρούσαν δαποβατική ενέργεια στην Κασσάνδρα και τα καταδίωξαν. Το ένα από αυτά εξόκειλε στο ακρωτήριο της Συκιάς, στη Σιθωνία, όπου οι Ψαριανοί το πυρπόλησαν, αφού πρώτα αφαίρεσαν τα πυροβόλα του. Το δεύτερο πλοίο εξόκειλε στις ακτές του Αγίου Όρους, με τους Τούρκους ναύτες να επιχειρούν να το υπερασπισθούν, αλλά τελικά πυρπολήθηκε και αυτό.

Ο Παπάς οχύρωσε τη διώρυγα της Ποτίδαιας, που χώριζε την Κασσάνδρα από την υπόλοιπη Χαλκιδική, και τοποθέτησε πυροβόλα τα οποία προμηθεύτηκε από τους Ψαριανούς. Στην απέναντι ακτή ο Γιουσούφ μπέης είχε συγκεντρώσει 8.000 άνδρες.

Στις αρχές του Ιουλίου οι Τούρκοι εκτόξευσαν ισχυρή επίθεση και διέβησαν τη διώρυγα. Καθώς, όμως, κατευθύνονταν προς το χωριό Πινάκα, ο Διαμαντής Νικολάου, με ευφυή ελιγμό, απέκλεισε τη διώρυγα στα μετόπισθεν τους. Ταυτόχρονα ασκήθηκε ισχυρή πίεση στην εμπροσθοφυλακή τους. Τότε τους κατέλαβε πανικός και οδηγήθηκαν σε άτακτη φυγή. Πίσω τους άφησαν 500 νεκρούς, επτά σημαίες και άφθονα κιβώτια με πυρομαχικά. Επίσης κατέφθασαν 11 ψαριανά πλοία τα οποία έπληξαν με τα πυροβόλα τους το εχθρικό στρατόπεδο και άφησαν πολεμοφόδια. Παρά τις θεαματικές αυτές επιτυχίες, ο Παπάς δεν έτρεφε αυταπάτες, καθώς οι δυνάμεις του, όντας αποκομμένες από τις υπόλοιπες επαναστατικές εστίες, απαιτούσαν συνεχή ροή μεγάλου όγκου εφοδίων.

Παράλληλα, η κατάσταση στην Κασσάνδρα εκτραχυνόταν με την πάροδο του χρόνου. Η πείνα και οι επιδημίες κατέβαλλαν τους μαχητές και τους πρόσφυγες. Ο Παπάς ξεκίνησε νέες επαφές για αναζήτηση βοήθειας. Ο Διαμαντής Νικολάου επέστρεψε στον Όλυμπο για συνεννοήσεις με τους τοπικούς οπλαρχηγούς. Οι τελευταίοι έστειλαν στην Κασσάνδρα ως πληρεξούσιους τον Κωνσταντίνο Νικολάου, αδελφό του Διαμαντή, και τον Νικόλαο Κασομούλη, οι οποίοι ζήτησαν από τον Εμμανουήλ Παπά συστατικές επιστολές για να μεταβούν στην Πελοπόννησο. Ο Παπάς τους τις έδωσε, μαζί με προσωπικές του επιστολές απευθυνόμενες στον Δημήτριο Υψηλάντη και στους προύχοντες της Ύδρας και των Σπετσών.

Ο Κασομούλης πριν αναχωρήσει, επιθεωρώντας τις οχυρώσεις, αντιλήφθηκε το χαμηλό ηθικό των υπερασπιστών της Κασσάνδρας. Έγραψε χαρακτηριστικά στα απομνημονεύματα του για την «αγανάκτησιν αυτών από τας ελλείψεις». Τον Σεπτέμβριο του 1821 ο Παπάς υπέστη βαρύ πλήγμα: το σώμα του Μήτρου Λιάκου τον εγκατέλειψε. Παρόλα αυτά αποφάσισε την αποστολή 600 ανδρών στα νώτα του τουρκικού στρατοπέδου, με τολμηρή αποβατική επιχείρηση. Ήλπιζε έτσι να ανακουφίσει προσωρινά την πολύπαθη Κασσάνδρα.
Δυστυχώς η επιχείρηση προδόθηκε και κατέληξε στον όλεθρο του αποβατικού σώματος. Οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τους αιχμαλώτους μαχητές και έστειλαν τα κεφάλια τους σαν τρόπαια στη Θεσσαλονίκη. Έπειτα από αυτή την αποτυχία αναχώρησαν και οι υπόλοιποι μαχητές του Ολύμπου, καθώς και τα ψαριανά πλοία, επειδή στα πληρώματα τους δεν παρέχονταν τρόφιμα και μισθοί. Στον Παπά απέμειναν μόλις 430 άνδρες. Τότε συνέλαβε το σχέδιο να μεταβεί στην περιοχή του Ολύμπου, για να την υποκινήσει σε επανάσταση. Επρόκειτο για μια απέλπιδα απόπειρα αντιπερισπασμού. Τελικά, γνωρίζοντας ότι και εκεί επικρατούσε έλλειψη εφοδίων, αποφάσισε να παραμείνει στην Κασσάνδρα.

 

Στο μεταξύ, έλαβε την απαντητική επιστολή του Δημητρίου Υψηλάντη. Ο τελευταίος τον διόριζε επίσημα πληρεξούσιο αρχηγό και διοικητή του Αγίου Όρους, της Κασσάνδρας και της Θεσσαλονίκης. Του εξηγούσε, όμως, ότι δεν υπήρχαν πολλά διαθέσιμα εφόδια στην Πελοπόννησο, καθώς μαινόταν η πολιορκία της Τριπολιτσάς. Θα του παρείχε βοήθεια στο μέλλον και του συνιστούσε υπομονή. Ήταν προφανές ότι η Κασσάνδρα βρισκόταν στο έλεος των Τούρκων.

Ανάλογη ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στο Άγιο Όρος. Επιστολές στον Δημήτριο Υψηλάντη και στην Ύδρα απέστειλαν και οι ηγούμενοι, για να λάβουν την απάντηση ότι οι ίδιοι όφειλαν να στηρίξουν οικονομικά τον αγώνα με τα κειμήλια και τα αφιερώματα των μοναστηριών τους. Ο Υψηλάντης τους έγραψε χαρακτηριστικά ότι «το Έθνος εκινήθη κατά του τυράννου όχι με βασιλικούς θησαυρούς, αλλά με συνεισφοράς ιδιαιτέρας».
Μεταξύ των μοναχών επικράτησε διαφωνία για το μέλλον της επανάστασης. Τελικά διόρισαν «αρχηγό και υπερασπιστή του Ελληνικού στρατεύματος» τον οπλαρχηγό Ρήγα Μάνθο, τον οποίο ο Παπάς είχε αποστείλει νωρίτερα ως αντιπρόσωπο του, και άρχισαν την κατασκευή τάφρου. Ο Παπάς ήταν αντίθετος με τον διορισμό, καθώς εκείνος φαινόταν να του στερεί τη γενική αρχηγία. Λίγο αργότερα, σε σύσκεψη στο Άγιο Όρος, ο Μάνθος μίλησε υβριστικά στον Παπά. Ο τελευταίος, εξοργισμένος, διέταξε την εκτέλεση του. Ως νέο αντιπρόσωπο του όρισε τον μοναχό Νικηφόρο Ιβηρίτη. Ενώ συνέβαιναν αυτά τα θλιβερά γεγονότα στους κόλπους των επαναστατών, ο σουλτάνος διόρισε νέο διοικητή της Θεσσαλονίκης τον Μεχμέτ Αβδούλ Αμπούδ, δίνοντάς του ρητή εντολή να συντρίψει τους επαναστάτες.

Κύριο μέλημα του Μαχμούτ Β’ ήταν να ξεκαθαριστεί η κατάσταση στη Μακεδονία προκειμένου να μπορούν να διέρχονται απερίσπαστα τα στρατεύματα του με κατεύθυνση τις κύριες επαναστατικές εστίες της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Ο Αβδούλ Αμπούδ (ο ροπαλοφόρος) αποτελούσε άριστη επιλογή, αφού συνδύαζε πολεμικές και διπλωματικές ικανότητες. Επικεφαλής 14.000 ανδρών κινήθηκε εναντίον της Κασσάνδρας. Παράλληλα, φρόντισε να αποστείλει ισχυρό απόσπασμα 3.500 ανδρών στο Άγιο Όρος. Μπροστά στη διώρυγα της Ποτίδαιας αφιέρωσε λίγες ημέρες στην κατόπτευση των οχυρών θέσεων των επαναστατών. Έπειτα διενήργησε έφοδο, την οποία οι Έλληνες απέκρουσαν με θάρρος.
Τότε, πρότεινε την παράδοση τους με αντάλλαγμα γενική αμνηστία. Η πρόταση απορρίφθηκε. Έτσι οι Τούρκοι επιτέθηκαν πάλι, νωρίς το πρωί της 30ής Οκτωβρίου 1821.

Αρχικά η επίθεση περιορίστηκε στο ένα άκρο της διώρυγας. Ωστόσο επρόκειτο για παραπλανητική ενέργεια. Σύντομα εκδηλώθηκε έφοδος και στο άλλο άκρο, η οποία συνάντησε ελάχιστη αντίσταση. Μεταξύ διασταυρούμενων πυρών τα τρία τέταρτα των Ελλήνων μαχητών έχασαν ηρωικά τη ζωή τους. Διακόσιες ελληνικές οικογένειες έσπευσαν τότε να διαφύγουν με καράβια στη Σκιάθο, στη Σκόπελο και στη Σκύρο.

Αρχικά ο Αβδούλ Αμπούδ διέταξε τα στρατεύματα του να μη βλάψουν τους εναπομείναντες Έλληνες. Η διαλλακτική αυτή στάση συνέβαλε στην άμεση παράδοση της Σιθωνίας και στη συνέχεια του Αγίου Όρους. Αργότερα, όμως, ο Αβδούλ Αμπούδ απεκάλυψε το αληθινό του πρόσωπο, όταν παρέδωσε την Κασσάνδρα σε ένα όργιο αίματος και λεηλασιών. Ο Εμμανουήλ Παπάς μόλις και μετά βίας διέφυγε στο Άγιο Όρος.

Εκεί επιχείρησε να οργανώσει εκ νέου αντίσταση. Πολλοί μοναχοί ανταποκρίθηκαν και ξεκίνησαν οχυρωματικά έργα στις μονές. Ταυτόχρονα οι πρόσφυγες φυγαδεύθηκαν με ψαριανά πλοία. Οι ηγούμενοι, όμως, είχαν ήδη έλθει σε επαφή με τον Αβδούλ Αμπούδ και επιθυμούσαν να διαπραγματευθούν. Σε ένδειξη καλής θέλησης προς τους Τούρκους, απελευθέρωσαν τον αιχμάλωτο ζαμπίτη και σχεδίαζαν μυστικά να συλλάβουν τον ευρισκόμενο στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου, Εμμανουήλ Παπά. Εκείνος, απογοητευμένος, επιβιβάστηκε μαζί με τους συνεργάτες του, λαϊκούς και μοναχούς σε πλοίο και αναχώρησε για την Πελοπόννησο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού η κακή ψυχολογική του κατάσταση συνετέλεσε στο να υποστεί καρδιακή προσβολή και να πεθάνει. Η σορός του ενταφιάσθηκε με τιμές στην Ύδρα.

Το τέλος της επανάστασης στην ερειπωμένη Χαλκιδική

Η επανάσταση της Χαλκιδικής έληξε οριστικά με την παράδοση του Αγίου Όρους, τον Ιανουάριο του 1822. Οι όροι που επιβλήθηκαν στους μοναχούς ήταν βαρύτατοι. Μεταξύ αυτών ήταν η αποστολή ομήρων στην Κωνσταντινούπολη, η εγκατάσταση τουρκικής φρουράς και η καταβολή διπλάσιων των καθυστερημένων φόρων. Το τέλος της επανάστασης έβρισκε τη Χαλκιδική ερειπωμένη. Συνολικά 78 χωριά και 59 αγιορείτικα μετόχια καταστράφηκαν.

Ο ηρωικός αγώνας όμως δεν πήγε χαμένος. Οι επαναστάτες επί έξι περίπου μήνες απασχόλησαν μεγάλο αριθμό τουρκικών δυνάμεων. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος για να εδραιωθεί η Επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ηθικός αντίκτυπος. Η επανάσταση της Χαλκιδικής ενέπνευσε ολόκληρες γενιές Μακεδόνων στους μετέπειτα αγώνες για ελευθερία. Ειδικότερα, ο Εμμανουήλ Παπάς άφησε λαμπρή παρακαταθήκη. Αποτελεί διαχρονικό πρότυπο αγνού μαχητή. Διέθεσε το σύνολο της περιουσίας του (500.000 περίπου γρόσια) για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να θυσιάσει την ίδια του την οικογένεια.

Με την έναρξη της εξέγερσης η σύζυγος και τρία από τα παιδιά του, που βρίσκονταν στις Σέρρες, φυλακίστηκαν υπό την απειλή της εκτέλεσης. Τελικά με παρέμβαση του μητροπολίτη Σερρών η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Η οικογένεια του πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Πέντε από τους εννέα γιους του θυσιάστηκαν στον βωμό της ελευθερίας.

Συγκεκριμένα, ο Αλέξανδρος έχασε τη ζωή του στο Μεσολόγγι, μαχόμενος με το σώμα του Μάρκου Μπότσαρη, ο Αθανάσιος συνελήφθη σε μάχη στην Αταλάντη και αποκεφαλίστηκε στη Χαλκίδα, ο Δημήτριος συνελήφθη στο Νεόκαστρο και απαγχονίστηκε. Την ίδια τύχη είχε και ο Γεώργιος. Ο Ιωάννης, ο οποίος είχε συμπαρασταθεί στον πατέρα του στη Χαλκιδική, έπεσε μαχόμενος στο Μανιάκι, δίπλα στον Παπαφλέσσα.

Πηγή: Ιστορικά ΑΠΘ, farosthermaikou.blogspot.com, olympia.gr,el.wikipedia,halkidiki.gov