«Ένας πολιτισμός που κληρονομήσαμε απ’ την κλασσική αρχαιότητα κι απ’ το μεγαλόπρεπο Βυζάντιο, φέρνει τη σχισμένη πορφύρα του στα νέα χώματα που πρέπει να αγαπάμε σαν νέα πατρίδα μας» έγγραφε ο Αρχισυντάκτης της Εφημερίδας «Μακεδονία» και επιμελητής της έκδοσης του Συνδέσμου προσφύγων Μουδανιών, «Αντίλαλοι απ’ τα Μουδανιά και τα γύρω» Νικόλαος Φαρδής το 1931. Και λίγο πιο κάτω σημείωνε «Το παρελθόν λοιπόν πρέπει, είναι απαραίτητο να μας συνοδεύει και να μας ακολουθεί στο μέλλον. Και το καλύτερο μέσο για να το έχουμε ολοζώντανο μπροστά μας είναι η ιστορία.»
Και ο Σύνδεσμος Προσφύγων Μουδανιωτών Θεσσαλονίκης φρόντισε να μας αφήσει όσες πηγές μπορούσε. Για να ξέρουμε «από πρώτο χέρι» και να μην μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ή να τροποποιήσει τίποτε.
Να λοιπόν οι τελευταίες ημέρες από την πένα των ίδιων των Μουδανιωτών:
«Παρ΄όλα ταύτα, τα γεγονότα επήρχοντο ραγδαία. Ενώ αι Κοινοτικαί Αρχαί Μουδανιών και Προύσης ητοιμάζοντο προς άμυναν ίνα βοηθήσωσι τον Ελληνικόν Στρατόν εις την τελευταίαν προσπάθειάν του, από της 19ης Αυγούστου ο Αντιπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης, είχε κρυπτογραφικήν Δ/γήν όπως συσκευάση τα Αρχεία της Υπηρεσία και είνε έτοιμοι προς αναχώσησιν.
Ο Πολιτικός Διοικητής Μουδανιών κ. Αλ. Παχνός απουσίαζεν εις Κίον και αντικαταστάτης του ήτο ο Οικονομικός Έφορος κ. Σκαπέτσος.
Εν τω μεταξύ τούτω, οκτώ ημέρας προ της εγκαταλείψεως της πόλεως Προύσης, ήρξαντο καταφθάνοντες εκεί εκ του εσωτερικού οι πρόσφυγες. Την πρώτην ημέραν η Ελληνική Διοίκησις εγκατέστησεν αυτούς εντός των χανίων και των αποθηκών των μεταξουργείων.
Είχαν την ελπίδαν ότι ευρισκόμενοι εις Προύσαν, όπου υπήρχεν Ελληνικός στρατός, θα εσόζωντο. Είτα όμως ήρξαντο αναχωρούντες προς τας παραλίας Κίου και ιδίως Μουδανίων. Όσοι των προσφύγων είχον ίδια υποζύγια διηυθύνοντο κατ’ ευθείαν προς την παραλίαν, οι δε λοιποί απεστέλοντο σιδηροδρομικώς. Αλλά την 23ην Αυγούστου, ημέραν Τρίτην, ο Φρούραρχος του σταθμού Προύσης υπολοχαγός Γ. Θαλασσινός κατά διαταγήν της Στρατιωτικής Διοικήσεως απηγόρευσε την δια του Σιδηροδρόμου αναχώρησιν των πολιτών.
Αι αμαξιστοιχίαι διετέθησαν δια την μεταφοράν των Νοσοκομείων και του πολεμικού υλικού, το οποίον ευρίσκετο εις τας παρά τον Σταθμόν αποθήκας του Σταθμού Εφοδιασμού Προύσης, όστις διηυθύνετο υπό του λοχαγού κ. Γ. Θωμαϊδου (της Βάσεως εφοδιασμού Διοικητής ήτο ο Συν/χης Κασκαβέλης).
Την ιδίαν ημέραν επετράπη και η δια του Σιδηροδρόμου αναχώρησις των οικογενειών των αξιωματικών, αίτινες επεβιβάζοντο των εν των λιμένι Μουδανίων πλοίων, ενώ εις του Μουδανιώτας και εις του Κίους και εν γένει εις τους εις τα παράλια συγκεντρωθέντας δεν παρείχετο η άδεια αναχωρήσεως!
Οι εκ του εσωτερικού πρόσφυγες αθρόως κατερχόμενοι εις τα Μουδανιά επλήρωσαν την περιοχήν του Σταθμού γυναικοπαίδων αλλοφρόνων. Οι Κανονιοβολισμοί ηκούοντο ήδη ευκρινώς από το μέρος της Κίου και όμως ο κ. Σκαπέτσος, εκτελών Διαταγήν, δεν έδιδε την άδειαν της δια πλοίων αναχωρήσεως του αγωνιώντος πληθυσμού.
Από τας πρωινάς ώρας της 27ης Αυγούστου (ημέρας Σαββάτου) πάσα τηλεγραφική και τηλεφωνική συγκοινωνία του Σταθμού Προύσης με τον Σταθμόν Μουδανιών είχε διακοπή, και τούτο ένεκα της αθρόας και εσπευσμένης κυκλοφορίας των φορτηγών αυτοκινήτων, άτινα είχον καταστρέψει πολλούς πασσάλους τηλεγραφικούς. Οι εν Προύση ηγνόουν ως εκ τούτου τι συνέβαινεν εις Μουδανιά, η δε κυκλοφορία των αμαξοστοιχιών εκανονίζετο δι’ εγγράφων διαταγών του Προϊσταμένου της Κινήσεως κ. Θ. Χριστίδου, όστις την πρωίαν της Κυριακής 28 Αυγούστου ειδοποίησεν ότι περί την 12ην , ήτοι την μεσημβρίαν, θα εκυκλοφόρη μία έκτακτος αμαξοστοιχία φέρουσα διεθνή επιτροπήν, ήτις αφίκετο εκ Κων/πόλεως. Την ημέραν εκείνην ο Σταθμός Προύσης έπεμψεν εις Μουδανιά του τελευταίους εναπομείναντας Έλληνας στρατιωτικούς και τινάς πρόσφυγας, καθώς και άπαν το υλικόν. Εις τας 2.20 μ.μ. έφθασεν εις Προύσαν και η έκτακτος αμαξοστοιχία με την Επιτροπήν συγκειμένην εξ ενός Άγγλου, ενός Γάλλου, ενός Ιταλού και δύο Ελλήνων αξιωματικών , ήτις, ως μας είπον, είχε την εντολήν να παρεμποδίση την καταστροφήν και πυρπόλησιν της πόλεως.
Είναι αληθές ότι επυρπολήθησαν όλαι αι πέριξ του σταθμού αποθήκαι υλικού, αλλ’ η πόλις ουδέν έπαθεν.
Είχε διαταχθή η κυκλοφορία της τελευταίας αμαξοστοιχίας , ήτις θα παρελάμβανεν τον φρούραρχον του Σταθμού μετά των έξ στρατιωτών και το προσωπικόν του Σταθμού. Η αμαξοστοιχία ανεχώρησεν αφήσασα την Προύσαν, καθ’ ην ώραν εκαίοντο αι πέριξ του Σταθμού αποθήκαι και ανετινάσσοντο τα σιδηρά τεμάχια του καταστραφέντος Δεκωβίλ. Η αμαξοστοιχία αφήκετο εις Μουδανιά εις τας 5.30΄.
Εκείνο το εσπέρας ο Έλλην αξιωματικός επί των σιδηροδρόμων κ. Γεωργιάδης ελθών, ειδοποίησεν ότι θα ανετινάσσοντο τα εν τω σταθμώ βαγόνια πολεμοφοδίων και θα καταστρέφοντο αι υπάρχουσαι Μηχαναί. Αλλ’ η απόφασις αύτη δεν επραγματοποιήθη διότι μετά των πολεμοφοδίων θα κατσφαγιάζετο και το πλήθος των προσφύγων, το οποίον είχε καταλάβει όλην την περιοχήν του Σταθμού και του Εργοστασίου.
Μέχρι της στιγμής ουδεμία ακόμη άδεια διά την αναχώρησιν του αγωνιώντος εκείνου πλήθους των ανθρωπίνων υπάρξεων, είχε δοθεί.
Εν τω μεταξύ ατμόπλοιον πλήρες προσφύγων εκ Κίου, πλησιάσαν εις Μουδανιά δια την προμήθειαν άρτου, έλαβε διαταγήν να επιστρέψη εις Κίον και αποβιβάση τους επιβάτας. Οι ταλαίπωροι είχον διασώση αρκετά τιμαλφή, τα οποία όμως άφησαν κατά την εκ δευτέρου τραγικήν επιβίβασιν των εις τα ατμόπλοια, ότε εδόθη η άδεια της αναχωρήσεώς των.
Την πρώτην ακριβώς ημέραν της εκ Κίου ελεύσεως του ατμοπλοίου, αντιπροσωπεία της Κοινότητος αποτελουμένη εκ των κ.κ. Κ. Κων/τινίδου και Δ. Γεωργιάδου μετέβη παρά τω κ. Σκαπέτσω διά να πληροφορηθή τον λόγον δι’ όν δεν εδίδετο τέλος πάντων η άδεια της αναχωρήσεως και διασώσεως του πληθυσμού. Ο κ. Σκαπέτσος τους απήντησε απαθέστατα ότι δεν υπήρχε φόβος και ότι ο πληθυσμός δεν έπρεπε να ανησυχή.
Όταν όμως του παρετηρήθη διά ποίον λόγον είχε παρά την θύραν του οικήματός του ετοίμους τας αποσκευάς του, δεν απήντησεν αλλ’ υπεσχέθη να συννενοηθή με τας προϊσταμένας αρχάς του. Όντως συννενοήθη μετά του κ. Παχνού και ότε εδόθη η άδεια, εύρε τους πλείστους των κατοίκων εις την παραλίαν, επιζητούντας μέσον αναχωρήσεως. Αλλ’ ο κ. Στεργιάδης και δια δευτέρου τηλεγραφήματός του, παρεμπόδιζεν την αναχώρησιν του πληθυσμού, συνιστών εις τους υφισταμένους του να ενθαρρύνωσι τους πολίτας, οίτινες επτοήθησαν! Ευτυχώς ο κ. Παχνός είχεν ενεργήση ως έπρεπε και η άδεια παρεσχέθη.
Ολίγον προ της χορηγήσεως της αδείας ανώτεροι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι διαταχθέντες να αναχωρήσωσι διά του ναυλοχούντος εν Μουδανίοις Γαλλικού Αντιτορπιλικού «Αρκτούρος», επέβησαν αναμενούσης αυτούς λέμβου. Τραγική εξελίχθη τότε σκηνή. Περί την λέμβον ριφθέντα εις την θάλασσαν, προσέτρεξαν κοράσια, άτινα ικέτευον να τα συμπεριλάβουν οι φεύγοντες συμπατριώται των. Ούτε αι σπαραχτικαί αυτών κλαυθμοί, ούτε οι παρακλήσεις των αναχωρούντων εισηκούσθησαν παρά των Γάλλων, οίτινες σκαιώς απώθουν προς την ξηράν τας νέας. Και όμως το ναυλοχούν πλοίον ήτο κενόν και ηδύνατο να διασώση πολλάς εκατοντάδας οικογενειών. Δεν συνεκινήθησαν.
Το τι όμως επηκολούθησε την παροχήν της αγωνιωδώς αναμενομένης αδείας προς γενικήν αναχώρησιν των γυναικοπαίδων, είναι ανεκδιήγητον και ανώτερον οιασδήποτε περιγραφής.
Έξαλλα συνεσωρεύθησαν τα γυναικόπαιδα προ της παραλίας διά να επιβιβασθούν ει δυνατόν όλοι δια μιας των ατμοπλοίων και συνωθούμενοι έπιπτον δια να καταπατηθούν και αποθάνουν εξ ασφυξίας. Νέα κύματα κόσμου διεδέχοντο τα ούτως ατάκτως επιβιβαζόμενα. Κραυγαί τρόμου και γοεραί επικλήσεις γυναικών , παίδων και γερόντων εξέσχιζαν την ατμόσφαιραν. Το όλον δε μακάβριον τούτο θέαμα επλαισιούτο φωτιζόμενον από τας φλόγας, αίτινες ως παμφάγοι γλώσσαι ανυψούντο κατακαίουσαι τα γειτονικά χωρία Μεσαίπολιν και Ελιγμούς.
Η προσπάθεια των ατυχών εκείνων ανθρώπων, όπως έκαστος εξασφαλίση εαυτόν εντός των ατμοπλοίων είχε τραγικάς συνεπείας. Επειδή τα μεγάλα ατμόπλοια δεν ηδύναντο να πλευρίσωσι καλώς, ετίθεντο σανίδες ίνα δι’ αυτών ανέλθη το πλήθος. Αλλ’ ο σώζων εαυτόν σωθήτω, ο εις ήθελε να προσπεράση τον άλλον και συνωθούμενοι ούτω επί των στενών σανίδων κατέπιπτον πολλοί εις την θάλασσαν , ουκ ολίγοι δε επνίγησαν.
Προς το εσπέρας έβλεπέ τις αφ’ ενός πτώματα γυναικών, γερόντων και παίδων τήδε κακκείσε εκτάδην κείμενα ή επί των κυμάτων κυλινδούμενα, αφετέρου δε Τούρκους λύοντας τα επί της παραλίας εγκαταλειφθέντα δέματα και διαρπάζοντας το περιεχόμενόν των, ενώ άλλοι κρυμμένοι εις τους πέριξ λόφους επυροβόλουν κατά των χριστιανών μανιωδώς.
Και όλαι αυτά αι φρικαλαιότητες – αι μεταβαλούσαι την ωραίαν παραλίαν των Μουδανίων εις απαισίαν κόλασιν- ελάμβανον χώραν υπό τα απαθή βλέμματα των Γάλλων στρατιωτών και αξιωματικών. Προς το εσπέρας μόνο της 29ης Αυγούστου συνεκινήθησαν κάπως βλέποντας τους αθρώους πνυγμούς γυναικών και παίδων και εσχημάτισαν ζώνην εις την αποβάθραν, οπόθεν διήρχοντο και επιβιβάζοντο των πλοίων με κάποιαν τάξιν και ησυχίαν οι υπολειφθέντες πρόσφυγες.
Την ιδίαν νύκτα τα πλοία ανεχώρουν εκ Μουδανίων. Φέροντα επ’ αυτών πλήθος ανθρωπίνων ψυχών, εκριζωθεισών κατά τον αγριότερον τρόπον εκ των προαιωνίων πατρίδων των και πορευομένων εις αναζήτησιν νέων τοιούτων.
Η γη των προγόνων μας αποχαιρέτα, σείουσα μανιωδώς αντί μανδηλίου τας φλόγας των καιομένων τόπων μας….
Το φλογερόν όραμα εχάθη εντός ολίγου εις τα βάθη του ορίζοντος, θα παραμένη όμως εσαεί εις τα βάθη της ψυχής μας. . .»
γράφει η Ελένη Πασχαλάκη