Οι Λαζαρίνες αποτελούν ένα πανάρχαιο, ανοιξιάτικο έθιμο, που διατηρεί μέχρι σήμερα τη δύναμη να συγκινεί και να ενώνει την παράδοση με τη ζωντάνια της νιότης. Την παραμονή της Κυριακής του Λαζάρου, κορίτσια – κυρίως μαθήτριες των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, αλλά και νεαρές γυναίκες – φορούσαν τις γιορτινές τους στολές και γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, τραγουδώντας και χορεύοντας τα λαζαριανά τραγούδια.
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα αρχαία εαρινά κάλαντα, τα οποία με την έλευση του Χριστιανισμού ενσωματώθηκαν στο πνεύμα της εποχής, διατηρώντας όμως πολλά στοιχεία της λαϊκής έκφρασης και της ανοιξιάτικης γιορτής της φύσης και της αναγέννησης.
Η προετοιμασία των κοριτσιών ξεκινούσε από τη Μεγάλη Σαρακοστή, με εκμάθηση των τραγουδιών και των χορών, αλλά και με τη φροντίδα της φορεσιάς τους, την οποία συχνά στόλιζαν οι ίδιες οι μητέρες τους. Το στοιχείο της συντροφικότητας είχε ιδιαίτερη σημασία, καθώς σε ορισμένα χωριά, όπως η Νικόκλεια Βισαλτίας, τα κορίτσια έδιναν μεταξύ τους τελετουργική υπόσχεση πίστης και συνοδοιπορίας μπροστά σε μια πίτα, που σήμαινε ότι δε θα χαλούσαν τη “συνεργασία” τους.
Παρότι λίγα τραγούδια αναφέρονταν άμεσα στον Λάζαρο, τα περισσότερα ήταν τραγούδια της ζωής, του έρωτα, της ξενιτιάς και της προσμονής – τραγούδια που αντανακλούσαν τις καθημερινές αγωνίες, τα όνειρα και τις προσδοκίες της τοπικής κοινωνίας. Ο χορός των Λαζαρίνων, πάντοτε αντικριστός και γεμάτος συμβολισμούς, ξεχώριζε για τις κινήσεις των χεριών και την κομψότητα των πετσετών που κρατούσαν, προσδίδοντας χάρη και ευγένεια στην παράδοση.
Μετά τον χορό και το τραγούδι, οι νοικοκυρές πρόσφεραν αυγά ή βαμβάκι στις Λαζαρίνες, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη τους για την καλή τους πρόθεση και την “ευλογία” της άνοιξης που έφερναν μαζί τους.
Σήμερα, το έθιμο αναβιώνει σε πολλές περιοχές της Ελλάδας με σεβασμό και συγκίνηση, υπενθυμίζοντας τη βαθιά σχέση του λαού μας με τη γιορτή, τη μνήμη και την ελπίδα.