Η ανάπτυξη μιας εξέτασης αίματος που θα προβλέπει έγκαιρα τη νόσο Αλτσχάιμερ, αρκετά χρόνια πριν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα, αποτελεί βασικό ζητούμενο από την ιατρική κοινότητα.
Η αποτυχία διάγνωσης της νόσου σε πρώιμο στάδιο θεωρείται βασικός λόγος για τον οποίο οι νέες θεραπείες αποτυγχάνουν στις κλινικές δοκιμές.
Η νόσος Αλτσχάιμερ θεωρείται ότι προκαλείται από έναν συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου. Βιοδείκτες με βάση το αίμα, όπως τα microRNA του πλάσματος (miRNAs) θα μπορούσαν να προβλέψουν την εξέλιξη της νόσου. Τα microRNA ειναι μονόκλωνα μόρια RNA που ρυθμίζουν τις αλληλεπιδράσεις γονιδιώματος-περιβάλλοντος και την έκφραση των γονιδίων που διέπουν τις εγκεφαλικές λειτουργίες οι οποίες επιδεινώνονται στο Αλτσχάιμερ.
Δύο νέες μελέτες μιας διεθνούς ερευνητικής ομάδας με επικεφαλής το Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, που δημοσιεύθηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Alzheimer’s & Dementia», δείχνουν ότι τα microRNAs μπορούν να προβλέψουν την εξέλιξη της ήπιας γνωστικής εξασθένησης σε άνοια και θα μπορούσαν να προστεθούν στους υπάρχοντες βιοδείκτες για τη νόσο.
«Οι μελέτες μας είναι το αποτέλεσμα μιας επιτυχημένης συνεργασίας που χρησιμοποίησε την τεχνολογία που ανέπτυξε ο καθηγητής Αντρέ Φίσερ από Κέντρο Νευροεκφυλιστικών Νοσημάτων (DZNE) στη Γερμανία για να μετρήσει αξιόπιστα τα επίπεδα του microRNA στο ανθρώπινο πλάσμα και τον όγκο των δειγμάτων αίματος που ελήφθησαν από εκατοντάδες συμμετέχοντες οι οποίοι συμμετέχουν σε μια προσομοίωση κλινικής δοκιμή που πραγματοποιείται σε περίπου 60 ιατρικά κέντρα στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Η ανακάλυψή μας είναι σημαντική γιατί, σε αντίθεση με τους σημερινούς βιοδείκτες, τα microRNA μπορεί να χρησιμεύσουν ως μοριακοί βιοδείκτες αίματος χρόνια πριν εκδηλωθεί κλινικά η νόσος του Αλτσχάιμερ, προσδιορίζοντας έτσι το χρονικό παράθυρο για αποτελεσματική πρόληψη ή έγκαιρη παρέμβαση», εξήγησε μία από τις τέσσερις συγγραφείς της μελέτης, η Ιβάνα Ντελάλε, καθηγήτρια παθολογίας και εργαστηριακής ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Chobanian & Avedisian School of Medicine της Βοστώνης.
Οι ερευνητές εξέτασαν την έκφραση του miRNA στα δείγματα πλάσματος τριών ομάδων συμμετεχόντων. Διαπίστωσαν ότι, όταν συνδυάζεται με νευροψυχολογικά τεστ, η αξιολόγηση του microRNAome του πλάσματος βοηθά στον εντοπισμό των ηλικιωμένων που διατρέχουν κίνδυνο να εμφανίσουν γνωστική έκπτωση η οποία θα εξελιχθεί σε Αλτσχάιμερ.
«Αυτά τα ευρήματα παρέχουν μια καλύτερη κατανόηση των μοριακών μηχανισμών που οδηγούν στην ανάπτυξη των πλακών, των ‘μπερδέματων’ και στην ατροφία, και μπορεί να παρέχουν ενδείξεις για την επόμενη γενιά θεραπευτικών στόχων», είπαν οι ερευνητές.
Ωστόσο, σημείωσαν ότι αυτές οι θεραπείες θα λειτουργήσουν μόνο σε πραγματικό περιβάλλον, εάν εντοπιστούν όσο το δυνατόν νωρίτερα οι ασθενείς που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο.
«Τα MicroRNA είναι ιδανικοί βιοδείκτες, καθώς δεν είναι μόνο πολύ σταθεροί, αλλά ελέγχουν επίσης ολόκληρες μοριακές οδούς, διασφαλίζοντας έτσι την κυτταρική ομοιόσταση. Ως τέτοιο, ένα microRNA μπορεί ταυτόχρονα να ελέγχει πολλές πρωτεΐνες που ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι», είπαν οι επιστήμονες.
Οι ερευνητές τόνισαν την ανάγκη για τη βελτίωση των εργαλείων για την έγκαιρη ανίχνευση του Αλτσχάιμερ και την ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας της νόσου.
Πηγή: newsit.gr