Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πολύγυρο Χαλκιδικής. Ένα χωριό που αν δεν γνωρίζεις όλους τους κατοίκους του, σίγουρα γνωρίζεις τους περισσότερους. Οι καλημέρες βγαίναν εύκολα από τα στόματα. Καλημέρες σαν ευχή ή σαν πρωινό αεράκι. Συνειδητές ή ασυνείδητες. Αλλά το θέμα είναι πόσο γνωρίζεις τους άλλους. Πόσο καλά ξέρουν εσένα και την αλήθεια σου.
Το έμαθα από μικρή αυτό, μιας και όλοι λέγαμε καλημέρα είτε ξέραμε ποιόν έχουμε απέναντί μας είτε όχι, είτε το εννοούσαμε είτε δε μας ενδιέφερε ουσιαστικά αν η μέρα του άλλου θα πάει καλά. Έτσι κι εγώ βρήκα ένα τρόπο να λέω την αλήθεια μου σε όλους, είτε τους ξέρω είτε όχι. Γιατί όταν δημιουργώ κάτι πάντα σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή. Το καλύτερο κομμάτι του εαυτού μου, του καλού μου εαυτού.
Άρχισα τη μουσική στα τέσσερα μου χρόνια. Πρώτα έμαθα να παίζω μουσική και μετά να γράφω. Και έγινε εύκολο. Πιο εύκολο από μια συζήτηση, από ένα καφέ. Ποτέ μου δεν υπήρξα απομονωμένη, απλά ποτέ μου δεν κατάφερα να πω όλα όσα ήθελα, γιατί άλλη γλώσσα μιλάνε οι γύρω μου. Αυτή τη γλώσσα την παίρνω εγώ και την προσαρμόζω, και την κάνω στίχους και μουσική.
Παρακολουθώ πολύ τους ανθρώπους γύρω μου. Άλλοι σαν μυρμήγκια και άλλοι σαν αρπαχτικά. Ήρεμα θηρία. Και γράφω γι αυτούς και για τα προβλήματά τους, τις στεναχώριες τους και τις χαρές τους, τη μεγαλοσύνη και τη μικρότητά τους. Και γράφω και για μένα.
Πρώτη μου επαφή όταν άρχισα να ψάχνω τρόπους να προσεγγίσω το απροσέγγιστο όνειρο, να βγάλω τα τραγούδια μου, ήταν ο Διονύσης Τσακνής. Ευγενικός και απλός. Με κέρασε καφέ και μου είπε πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και πως πρέπει να μην τραγουδάω απλά, αλλά να γράφω και να υποστηρίζω τα τραγούδια μου. Γιατί πολύ τραγουδάν αλλά λίγοι λέει γράφουν. Κι έτσι έκανα. Χωρίς να ξέρω τότε πόσα πολλά παιδιά γράφανε μουσική και στίχους. Και του έστελνα τα κομμάτια και μου απαντούσε. Και μετά τον έχασα όταν πάλευα να χτίσω κάτι.
Αργότερα ξαναβρεθήκαμε, εγώ και ο μέντορας μου σαν συνεργάτες πια. Τότε μου αποκάλυψε πως κάτι είχε δει σε μένα, και μου το απέδειξε τραγουδώντας μαζί μου ένα παραμύθι.
Μετά στο δρόμο μου ήρθε ο Χρήστος Θηβαίος. Μια πατρική και τρυφερή φιγούρα, για να μου αποδείξει πως υπάρχει καλοσύνη σε αυτό το χώρο που μόνο ασχήμια άκουγα πως θα βρω. Και με αγκάλιασε με την υποστήριξή του και με την πίστη του σε αυτό που κάνω, σε αυτό που αγωνίζομαι. Γιατί όπως είπε κάποια στιγμή που με κάλεσε μαζί του στη σκηνή «ο μόνος τρόπος για να σκοτώσεις έναν άνθρωπο είναι να σκοτώσεις τα όνειρά του». Και μένα μου έδωσε μικρές θεραπευτικές δώσεις ζωής ερμηνεύοντας ένα ξεχωριστό για μένα κομμάτι, ένα κομμάτι που πάντα πίστευα πως θα περνούσε απαρατήρητο. Κι όλα αυτά γίνανε χάρη σε έναν άνθρωπο.
Ήταν το 2011 όταν γνώρισα τον Άγγελο Σφακιανάκη, που πρωτοάκουσε τη δουλειά μου και πίστεψε σε αυτήν. Που μου πρότεινε να προσπαθήσουμε μαζί να μάθει ο κόσμος γι αυτό που κάνω. Τίμιος και σταθερός δίπλα μου εδώ και δύο χρόνια, με υπομονή προσπαθεί να με φτάσει απέναντι. Στην άλλη μεριά. Και τ’ ονειρεύτηκα πολλές φορές για να το δω στ’ αλήθεια όλο αυτό που χτίσαμε και χτίζουμε παρέα. Γιατί τα πιο δυνατά σημεία στον άνθρωπο είναι η ευγνωμοσύνη και η υπομονή».
Πηγή: www.musicpaper.gr