Γράφει ο Γ. Ι. Ζωγραφάκης,
Μια εξαιρετική ομιλία, ντοκουμέντο για το υψηλό επίπεδο μορφώσεως, το οποίο χαρακτήριζε τα σχολεία του Πολυγύρου στο β΄μισό του 19ου αιώνα, βρέθηκε, μεταξύ πολλών άλλων,σε χειρόγραφο, στο Αρχείο Στέφ. Κότσιανου (σωστότερα: βρέθηκε, εκτεθειμένο στη φθορά, στο υπόγειο του Κοτσανέικου, μαζί με πλήθος άλλα πολύτιμα κείμενα, βιβλία και αντικείμενα). Η ομιλία αυτή δεν φέρει συντάκτη και ημερομηνία, ωστόσο, από το συνδυασμό των πληροφοριών για τον Αβδούλ Χαμίτ[1] και τον Κιαμίλ Βέη[2], μπορεί με βεβαιότητα να προσδιοριστεί ότι εκφωνήθηκε στον εορτασμό των Τριών Ιεραρχών του 1877. Όσον αφορά τον συντάκτη και εκφωνήσαντα την ομιλία, πρόκειται μάλλον για τον «ελληνοδιδάσκαλο Ιωάννη Μακρόπουλο» ή για άλλον ελληνοδιδάσκαλο των ονομαστών «Σχολείων του Πολυγύρου» της εποχής εκείνης. Δημοσιοποιήθηκε από εμένα και άλλοτε, ως απάντηση σε γνωστό τραγουδιστή, που ισχυρίστηκε στην τηλεόραση ότι «το 1912, πάνω από τη Λαμία δε μιλούσε κανείς ελληνικά» !!!
Αλλά ας δούμε, ας διαβάσουμε, την εξαιρετική αυτή ομιλία:
« Ότε υπό τα ερείπια του κλονισθέντος θρησκευτικού οικοδομήματος της προγονικής ημών αρχαιότητος ετίθεντο αι βάσεις νέου θρη- σκευτικού καθιδρύματος, του ουρανοπέμπτου Χριστιανισμού, εφάνη ίσως κατά πρώτον ότι μεταξύ των δύο εναντίων συστημάτων, ών το μεν πολυθεϊαν εδέχετο, το δε την λατρείαν του τρισυποστάτου αληθινού Θε- ού εδίδασκεν, ουδεμία συνάντησις και ουδεμία συνεννόησις έμελλε να υπάρξει ποτέ. Και όμως τα δύο ταύτα πολέμια συστήματα ενείχον στοι- χεία, τα οποία ήτο προωρισμένον ου μόνον να καταλλαγώσιν αλλά και στενότατα να συνδεθώσιν εις διάδοσιν και εξάπλωσιν των κοσμοσωτη- ρίων αρχών, αίτινες οψιαίτερον την ανθρωπότητα έμελλον ν’ αναπλά- σωσιν* ενείχε δηλονότι το μεν πρώτον ύψος φιλοσοφικών θεωριών ανυπέρβλητον και μεγαλοπρέπειαν καλλιεπούς γλώσσης απαράμιλλον, το δε δεύτερον βάθος θρησκευτικών αληθειών πάσαν αντίληψιν υπερβαίνον. Τα στοιχεία λοιπόν ταύτα, άπερ ενείχον τα δύο συστήματα τα κατά πρώτην όψιν άλληλα αποκρούοντα πραγματικώς συνηνώθησαν και συνεκεντρώθησαν ούτως ειπείν λίαν τελεσφόρως και λίαν εμμελώς. Του δε εναρμονίου τούτου συνδυασμού αυτών γεραρά αντιπρόσωπος παρίσταται η περικλεής εν τε τη γενική και πατρίω ημών ιστορία τριάς των οικουμενικών Διδασκάλων, ων την ευαγή μνήμην εορτάζοντες σή- μερον, ευσεβοφρόνως τιμώμεν αυτούς και τας πνευματικάς αυτών αθλή- σεις ευγνωμόνως αναγνωρίζομεν.
Υψίφωνοι κήρυκες κοσμωφελών διδαγμάτων οι τρεις ούτοι θεσπέσιοι άνδρες, ενέδυσαν την θείαν διδασκαλίαν με την πορφύραν της βασιλίδος των γλωσσών και τον μεν Χριστιανισμόν ελληνοπρεπώς εξωράιζον, τον δε Ελληνισμόν χριστιανικώς εξηγίαζον. Μαθητής επίσης μεν των Προ- φητών και Αποστόλων, επίσης δε των Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων ο ουρανοβάμων Βασίλειος, ένθεν μεν ηρμήνευε την εξαήμερον της Γενέσεως, ετέρωθεν δε συνέγραφε την σπουδαιοτάτην παραίνεσιν προς τους νέους πώς να ωφελώνται εκ της μελέτης των ελληνικών λόγων μετά δεινότητος προσεγγιζούσης την αρχαίαν Αττικήν Μούσαν* ο δε Ναζιανζηνός Γρηγόριος αφ΄ενός μεν ανέλυε το μυστήριον της Αγίας Τριάδος μετά αιθερίου υψηγορίας, αφ΄ετέρου δε συνέταττε ιαμβεία κατά μίμησιν των Ελλήνων ποιητών* ουχί διαφόρως και ο χρυσούς την γλώτταν Ιωάννης μετά της αυτής επιμελείας ενέκειτο εις την μελέτην της Αγίας Γραφής και των εξόχων επί ύψει και κάλλει συγραφέων της αρχαιότητος, ίνα μεταφέρη τα ανέφικτα κάλλη της Αττικής ευφραδείας εις τα χριστιανικά αυτού κηρύγματα, δι ων και τα πλήθη κατεκήλει και την από του άμβωνος ιεράν φιλολογίαν δαψιλώς εκόσμησεν. Ούτω δε οι ελληνικής μαθήσεως και Χριστιανικής αρετής πεπληρωμένοι ούτοι Ιεράρχαι συνάψαντες εν εαυτοίς την τε θείαν και ανθρωπίνην σοφίαν, την ιεράν και την θύραθεν παιδείαν, και εν τη συναφεία αυτή οιονεί δεικνύοντες δια μεν της μιας χειρός την Ιερουσαλήμ και τον ουρανόν, δια δε της ετέρας τας Αθήνας και τον Παρνασσόν, εγένοντο δια τους επερχομένους άνδρας τε και αιώνας τύπος και υπόδειγμα συνανακράσεως του ελληνισμού μετά της ευσεβείας, της οποίας μεγαλουργήματα μετ’ εκπλήξεως μεν είδεν ο κόσμος, έκθαμβος δ’ αναγράφει εις τας δέλτους εαυτής η σύγχρονος ιστορία* τηρηταί των τε έργων και διδαγμάτων αυτών εκ μιας αρχής ανεφάνησαν και αναφαίνονται πανταχού της κοινωνίας της συγκροτουμένης υπό εναρέτων και ευσεβών ανδρών εξασκούντες παντοίας πνευματικάς αρετάς, ων μεγίστη είναι η της ευδαιμονίας των λαών παραίτιος* την πραγματικήν δε ταύτην ευτυχίαν εγγυάται μόνος ο ένθερμος ζήλος των πολιτών και πατριωτών, οίτινες εις τους λύχνους των φώτων ουδέποτε διστάζουσι να επιχέωσι διαρκώς δαψιλές και λιπαρόν έλαιον με χείρα μεγαλόδωρον ‘ρίπτοντες ούτως εις τας καρδίας των αμέσως τε και εμμέσως ωφελουμένων σπέρματα αγαθοδωρίας, εξ ων βλαστησάντων μεμεστωμένους ευγνωμοσύνης στάχυας συγκομίζουσιν εις την γενικήν αποθήκην των μεγάλων ευεργετών της κοινωνίας. Τω όντι, κύριοι, και ο Πολύγυρος ανέκαθεν μέχρι της σήμερον διατελών αφ’ ενός μεν ιστορικών αναμνήσεων και παραδόσε- ων σοβαρών κληρονόμος, αφ’ ετέρου δε πολλών πλεονεκτημάτων κάτο- χος, έχει πάντοτε δικαιοτάτας αφορμάς να μην υπολειφθή άλλων πόλε- ων δυσκλεώς εις το στάδιον της εκπαιδεύσεως, εις το οποίον κατά τον παρόντα αιώνα μάλιστα πάνυ φιλοτίμως και εναμίλλως αγωνίζονται ιδιώται και άρχοντες, άτομα και κοινότητες, καθ’ ήν εποχήν πάντα τα εκπαιδευτήρια εν πάσι και κατά πάντα προστατεύονται παρά της σεβα- στής κυβερνήσεως του κραταιοτάτου και φιλολάου ημών Άνακτος Σουλ- τάν Αβδούλ Χαμίτ, ού το κράτος πολυχρόνιον (είη) και όστις πατρικώς κήδεται περί της εκπαιδεύσεως και εκπολιτίσεως πάντων αδιακρίτως των υπέρ της μακροβιότητος Αυτού ευχομένων πιστών υπηκόων, πεπει- σμένος ότι τότε μόνον θα ευημερήσωσιν οι υπό τα αίσια σκήπτρα Αυτού διατελούντες λαοί, όταν η παιδεία διαδοθή καθ’ άπασαν διεύθυνσιν υπό την εποπτείαν των πιστών υπαλλήλων του κράτους των διεπόντων τα υψηλότερα των καθηκόντων της πατρικής Αυτού Κυβερνήσεως προς το λαοσωτήριον πνεύμα[3], οποίοι ενταύθα πολυτρόπως αναδεικνύονται ο ά- ξιος Διοικητής ημών, ο καλός καγαθός Καϊμακάμης Κιαμίλ Βέης και ο ουχ ήττον ζηλωτής των καλών της παιδείας ο σοφολογιώτατος Χακίμ Ε- φένδης και οι περί αυτούς δια της ευγενούς παρουσίας τιμήσαντες σήμερον την εορτήν των σχολείων[4]* κατά τον παρόντα αιώνα, επανα- λαμβάνω, πραγματικώς θα ήτο η μεγίστη των ελλείψεων του Πολυγύ- ρου, θα ήτο η σκιερωτάτη αδοξία του, εάν μη είχε να δείξη εις ξένον τον περιηγούμενον αυτόν την θέσιν των εκπαιδευτικών καταστημάτων του* εν τοιαύτη αποτροπαίω περιπτώσει εκείνος ανέκπληκτος υπό των κα- τοίκων και την καρδίαν νενυγμένην υπό βαρείας θλίψεως φέρων θα έλε- γε «η άλλως ιστορική αύτη κοινότης[5], ως η του Ευαγγελίου Μάρθα, με- ριμνά και τυρβάζει περί πολλά, αμελεί δε ενός, ού έστι χρεία».
Ευτυχώς όμως το έν τούτο ού έστι χρεία δεν ημελήθη, και χάριτι θεία τοιαύτης ακλεϊας δυσαπότριπτος κηλίς δεν επιχραίνει το πρόσωπον του περιωνύμου Πολυγύρου* διότι προ πολλού ανεγνωρίσθη η σπουδαιότης, ην κέκτηται ένεκα του σοβαρού παρελθόντος και της εξαιρετικής θέσεως προς την επαρχίαν, ής μητρόπολις εικότως διατελεί, συνεπεία δε τούτων πάνυ πρόθυμος υπήρξεν η φιλογενής προαίρεσις και δραστηρία ενέργεια των φιλομούσων πατριωτών εις τε την σύστασιν και την συντή- ρησιν των εκπαιδευτικών καταστημάτων, ών υπό την στέγην εορταστι- κώς συγκεκλήμεθα και άτινα ο μόνος αληθής και ακήρατος αυτού κόσμος δικαίως θεωρούνται οι αείμνηστοι ούτοι άνδρες οι συνδραμό- ντες και τελέσαντες το ιερόν έργον του προορισμού και της εν τω κόσμω τούτω αποστολής των, δηλονότι το εύ ποιείν, λιμωττούσας διανοίας εις ευωχίαν γνώσεων επί την τράπεζαν των Μουσών προσεκάλεσαν δια της σάλπιγγος της σοφίας περιηχούσης τα πέρατα της γης και λεγούσης «δεύτε φάγετε τον εμόν άρτον και πίετε οίνον, όν κεκέρακα υμίν και απολείπεσθε αφροσύνης». Τα διδακτήρια ταύτα πρόκεινται ως φάροι τηλαυγείς και φανοί φωτοβόλοι, αφ’ ών αείποτε αφθόνως εκχέονται εις την εις αυτά φοιτώσαν φιλομαθή νεολαίαν και δι αυτής εις την κοινωνί- αν σύμπασαν ακτίνες παιδεύσεως διαλύουσαι το πυκνόν και οχληρόν νέφος της στυγεράς αμαθείας, όπερ βαρύ είχεν επικαθίσει επί των όψε- ων πάντων ημών από της πολυδακρύτου εποχής των παρελθουσών συμ- φορών[6] διαθερμαίνουσαι τας καρδίας δια συναισθημάτων αξιοπρεπών, δι ών αύται κατά μικρόν εις ηθικότητα προάγονται και βαθμηδόν εξα- γιάζονται. Τα υψηλήν την αποστολήν περικείμενα εκπαιδευτήρια ημών τότε μόνον θα εκπληρώσωσιν αυτήν, εάν ανταξίως των προσδοκιών και των ελπίδων παντός ζηλωτού της ευκλείας της πατρίδος ημέρα τη ημέρα αγγέλωσι βήματα προόδου εγγίζοντα εις το ποθητόν σημείον της εφικτής τελειότητος.
Ευεργέται μεγάλοι τω όντι μέλλουσι δικαίως ν’ αναγραφώσιν εις την μνήμην των επελευσομένων οι προνοούντες υπέρ των σχολείων είτε δια προσφοράς κληροδοτημάτων ή εράνων είτε δια προτροπών εν πνεύματι φιλογενείας ειλικρινούς, όπως μεγάλοι ευεργέται θεωρούνται παρ’ ημών όσοι αρχήθεν μέχρι του νυν συνετέλεσαν εις την υλικήν και ηθικήν ευόδωσιν αυτών, απολαύσαντες θησαυρόν εν ουρανοίς μείζονα και άφθαρτον, προς ον αποβλέπων ο Χρυσόστομος Ιωάννης έλεγεν «ουκ εύ ποιεί ο εύ ποιών, αλλ’ εύ πάσχει αυτός και ευεργετείται μάλλον ουκ ευεργετεί* μείζονα γαρ λαμβάνει ή δίδωσι* Θεώ γαρ δανείζει ουκ ανθρώποις, αύξει τον πλούτον ού μειοί». Αν δε ο θείος πατήρ είπε ταύτα αποβλέπων εις τα μετά θάνατον, ο ποιητής Θεόκριτος μας είπεν ότι και εν τω βίω τούτω ουδέν καλλίτερον και μακαριώτερον της παρά τοις ανθρώποις υπολήψεως «τι κάλλιον ανδρί καν είη ολβίω ή κλέος εσθλόν εν ανθρώποισιν ευρέσθαι», ώστε και του ηδίστου και καλλίστου τούτου ακούσματος απήλαυσαν ούτοι και των αιωνίων αγαθών, άπερ κατά τον Απόστολον Παύλον «οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη». Δικαίως άρα πλην της εκάστοτε ευγνώμονος μνείας των ονομάτων αυτών, ειδικώς κατά την ημέραν ταύτην εορτήν των οικουμενικών διδασκάλων ιερόν μνημόσυνον υπέρ αυτών τελείται, εν ώ αναπέμπονται υπό των διαδόχων των σήμερον εορταζομένων τριών φωστήρων και του σεβασμιωτάτου της Εκκλησίας ιερατείου δεήσεις προς τον ουράνιον πατέρα των φώτων υπέρ αναπαύσεως μεν των τεθνεώτων ευμερίας δε των ζώντων, ευλογίας δε εκ του θείου αυτού θρόνου των έργων και των προσπαθειών εφόρων, διδασκάλων και μαθητών, οί πάντες αποδέδυνται εις τον καλόν αγώνα της παιδεύσεως.
Εν τη δημοτελεί ταύτη περιπτώσει κληθείς καγώ ν’ αγορεύσω τι, μετά τα ειρημένα ταύτα τα ολίγα πριν ή περάνω την σύντομον αγόρευσίν μου, παρουσιάζομαι εξ ονόματος των τε διδασκόντων και της διδασκομένης νεολαίας εκατέρου των φύλων, ν’ αποτίσω τον ανήκοντα της ευγνωμοσύνης φόρον προς τους αειμνήστους είτε αποβιώσαντας είτε ζώντας ευεργέτας[7] των σχολείων μας, ευχόμενος ίνα αι θυσίαι των εύρωσι πλήρη ικανοποίησιν εις την καρποφόρον διδασκαλίαν την μετ’ αρετής και παιδείας συνηνωμένην κατά το παράδειγμα των σήμερον εορταζομένων τριών φωστήρων[8].
[1] Αβδούλ Χαμίτ Β΄: Έγινε σουλτάνος τον Αύγουστο του 1876. Ανακήρυξε Σύνταγμα, αλλά, μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877) που ακολούθησε, την ήττα της Τουρκίας από τη Ρωσία και τη γνωστή συνθήκη του Αγ. Στεφάνου, ο Χ. ανέστειλε τη λειτουργία του Συντάγματος και έγινε απόλυτος μονάρχης ασκώντας, στο εξής, εξουσία τρομοκρατίας. «Φρικώδης τρομοκρατία εν μια λέξει επεκράτει πανταχού και πας θεωρούμενος ύποπτος ερρίπτετο εις τας φυλακάς ή εις τα ύδατα του Βοσπόρου». Από τη σπείρα των ανακτόρων του εκπορεύτηκε κύμα σφαγών κατά των Αρμενίων (35000 σφαγιασθέντες), ώστε ο Γλάδστων τον αποκάλεσε δημόσια «μέγαν δολοφόνον». Η δικτατορική και εγκληματική πολιτεία του ξεσήκωσε κίνημα εναντίον του και το 1908 αναγκάστηκε να επαναφέρει το καταργηθέν Σύνταγμα (κίνημα Νεοτούρκων). Όμως, και στη συνέχεια, δημιουργήθηκαν εξ αιτίας του ταραχές και, στις 14 Απριλίου 1909, εκθρονίστηκε, εξορίστηκε στη Θεσ/νίκη και εγκλείστηκε στην έπαυλη Αλλατίνι. Μετά δυο χρόνια μεταφέρθηκε σε χωριό του Βοσπόρου, όπου πέθανε το 1918.
[2] Κιαμίλ Βέης: Καϊμακάμης του Πολυγύρου. Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Ερμής» της Θεσσαλονίκης μετατέθηκε από τον Πολύγυρο στη Βέρροια τον Μάιο του 1877 (δημοσιεύτηκαν κα- τηγορίες Πολυγυρινών εναντίον του στο φ. 188/5-4-1877) –πληροφορίες από κ. Δημ. Κύρου.
[3] Αυτές οι επαινετικές αναφορές για τον σουλτάνο και την κυβέρνησή του είναι αυτονόητα υπο- χρεωτικές για δημόσιες ομιλίες και κείμενα της εποχής εκείνης, χωρίς, τις περισσότερες φορές, να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
[4] Η ομιλία γίνεται παρουσία εκπροσώπων της τουρκικής διοίκησης.
[5] Επαναλαμβάνεται και τονίζεται και πάλιν η ιστορικότητα του Πολυγύρου. Αναφορά διαχρονική –θα μπορούσε να έχει γραφεί και σε σημερινό κείμενο.
[6] Πιθανότατα υπονοεί τα πάθη του Πολυγύρου κατά τις επαναστάσεις του 1821 και του 1854.
[7] Στον Πολύγυρο υπήρχε, από τότε, αλλά και στα μετέπειτα χρόνια, παράδοση συμπαράστασης και ευεργεσίας των κατοίκων και των εκτός Πολυγύρου Πολυγυρινών προς τα σχολεία, με κορύφωση τη διάθεση κληροδοτημάτων υπέρ των σχολείων (κληροδοτήματα Φραντζή – Παυλίδη κλπ).
[8] Επαναλαμβάνουμε, στο τέλος της παράθεσης της εξαιρετικής αυτής ομιλίας, αυτό που και εισαγωγικά σημειώσαμε, ότι το εξαίρετο αυτό κείμενο –ντοκουμέντο ανασύρθηκε από το μέρος του αρχείου Κότσιανου το οποίο, επί χρόνια, βρισκόταν διάσπαρτο, αφύλακτο και εκτεθειμένο στη φθορά, στο υπόγειο της κατοικίας Σ. Κότσιανου. Το αφιερώνω σε όσους ήταν υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή και σε όλους όσοι αδιαφορήσαμε επί χρόνια για την τύχη του πολιτιστικού αυτού θησαυρού.
Αναγκαία παρατήρηση: Εύλογα μπορεί να παρατηρήσει ο αναγνώστης του παραπάνω κειμένου ότι, σε περίοδο τουρκοκρατίας ακόμη, υπήρχε μεγάλη ελευθερία στους χριστιανούς να εορτάζουν, παρουσία μάλιστα των τουρκικών αρχών, παρ’ όλον ότι, 55 χρόνια πριν, οι Τούρκοι κατέκαψαν όλους τους χριστιανικούς ναούς της Χαλκιδικής, πλην ενός (Καλάνδρας). Είναι εύλογη η απορία, πλην πρέπει να σημειωθεί ότι το 1856, μετά τον Κριμαίκό πόλεμο και τη Συνθήκη των Παρισίων που ακολούθηασε (1856), οι Μ. Δυνάμεις υποχρέωσαν τον σουλτάνο να υπογράψεςι το διάταγμα ΧΑΤΤΙ ΧΟΥΜΑΓΙΟΥΝ, με το οποίο αναγνώριζε ανεξιθρησκεία στους λαούς της αυτοκρατορίας του, όπως και ισότητα όλων των πολιτών κλπ. Έτσι, έκτοτε, ξαναχτίστηκαν οι ναοί, λειτούργησαν σχολεία και υπήρξε ένα ευρωπαϊκό κλίμα στην αυτοκρατορία, παρά τις συχνές παραβιάσεις του Διατάγματος.