Ο Μανόλης Ανδρόνικος γεννήθηκε στην Προύσα της Μικράς Ασίας στις 23 Οκτωβρίου του 1919, από πατέρα Σαμιώτη και μητέρα Ιμβριώτισσα. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων, η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.
Από το 1936 ξεκίνησε τις σπουδές του στην Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Ως φοιτητής ακόμα βρέθηκε και στις πρώτες του ανασκαφές στην περιοχή της Βεργίνας ως βοηθός του καθηγητή του, Κωνσταντίνου Ρωμαίου, ενός σπουδαίου και πρωτοποριακού αρχαιολόγου και ερευνητή της χώρας μας.
Μετά την αποφοίτησή του, το 1941, ο Μανόλης Ανδρόνικος διορίστηκε καθηγητής Φιλόλογος σε σχολείο του Διδυμότειχου. Λίγο αργότερα κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις κατά των δυνάμεων του Άξονα στη Μέση Ανατολή.
Μετά τον πόλεμο, εργάσθηκε ως καθηγητής στα εκπαιδευτήρια “Σχινά” της Θεσσαλονίκης, όπου γνώρισε και τη μέλλουσα γυναίκα του και επίσης φιλόλογο, Ολυμπία Κακουλίδου. Το 1949 διορίστηκε επιμελητής στην εφορεία αρχαιοτήτων της Κεντρικής Μακεδονίας και ως το 1952 κατέκτησε τη θέση του διδάκτορα Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Το 1954 και 1955 βρέθηκε για μετεκπαίδευση στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δίπλα στον διακεκριμένο Βρετανό αρχαιολόγο και πρωτοπόρο μελετητή της ελληνικής αγγειολογίας, Sir John D. Beazley. Το 1957, η γνωστή διατριβή του “Λακωνικά ανάγλυφα” του έδωσε τη θέση του υφηγητή Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Από το 1964 έγινε τακτικός καθηγητής στην έδρα της Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου, όπου εργάστηκε ως το 1983.
Ως ένας δεινός μελετητής της ιστορίας της τέχνης, υπήρξε και ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου “Η Τέχνη”. Αγαπημένοι του εκπρόσωποι του καλλιτεχνικού κόσμου της ποίησης, μεταξύ άλλων, ήταν ο Κωστής Παλαμάς, ο Γιώργος Σεφέρης και ο Οδυσσέας Ελύτης.
Από τις σημαντικότερες ερευνητικές του δραστηριότητες ήταν οι αρχαιολογικές ανασκαφές, που πραγματοποίησε στις περιοχές της Βέροιας και Νάουσας, στο Κιλκίς, τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη. Το κύριο ανασκαφικό του έργο ήταν φυσικά στην περιοχή της Βεργίνας, το οποίο απογειώθηκε με την κορυφαίας ιστορικής σημασίας ανακάλυψη των Βασιλικών Μακεδονικών Τάφων το 1977.
Η ιστορική ανακάλυψη του πλούτου της Βεργίνας
Η Βεργίνα θεωρείται πως πρόκειται για τις αρχαίες Αιγές, την πρωτεύουσα του βασιλείου της αρχαιοελληνικής Μακεδονίας. Οι πρώτες ανασκαφές στην περιοχή ξεκίνησαν το 1861, ενώ από το 1937 και με πρωτοβουλία του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου ιδρύθηκε στη Βεργίνα ομάδα ανασκαφών από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Στις ανασκαφές που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανακαλύφθηκε σταδιακά ολόκληρο το μακεδονικό ανάκτορο.
Ο Μανόλης Ανδρόνικος συμμετείχε συστηματικά και για χρόνια στις ανασκαφές της περιοχής, και το 1952 εστίασε στην λεγόμενη “Μεγάλη Τούμπα”, τον λόφο όπου πίστευαν ότι έκρυβε τάφους σημαντικών προσώπων στο νεκροταφείο τη αρχαίας πόλης. Οι πρώτοι τάφοι που βρέθηκαν είχαν συληθεί πολύ άσχημα προς απογοήτευση του σπουδαίου αρχαιολόγου, όμως η επιμονή και πίστη του ότι κάτι ακόμα βρισκόταν εκεί ήταν ανίκητη. Και πράγματι.
Στις 8 Νοεμβρίου του 1977 και μετά από έξι εβδομάδες ανασκαφών ήρθε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα της ιστορίας και το μεγαλύτερο του 20ου αιώνα, ο ασύλητος τάφος του βασιλιά Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου!
Η ανακάλυψη του Ανδρόνικου προκάλεσε παγκόσμιο θαυμασμό και μαζί της επισφραγίσθηκε οριστικά και η ελληνική ταυτότητα της Μακεδονίας και των Μακεδόνων Βασιλέων απέναντι σε κάθε προσπάθεια προπαγάνδας από γειτονικές χώρες.
Τα ευρήματα στον πρώτο τάφο της περιοχής που βρέθηκε ανέγγιχτος από τυμβωρύχους, κλειστός για πάνω από 20 αιώνες, ήταν πραγματικά συγκλονιστικά περιλαμβάνοντας μεγάλο αριθμό κτερισμάτων, που αποτελούν αντικείμενα και έργα τέχνης ανεκτίμητης αξίας. Μεταξύ αυτών ήταν φυσικά η χρυσή λάρνακα με τα αποτεφρωμένα οστά του Φιλίππου Β’ και το αρχαιοελληνικό σύμβολο του δεκαεξάκτινου Ήλιου της Βεργίνας, καθώς και το εντυπωσιακό χρυσό στεφάνι με φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς.
“Η πέτρα του δυτικού τοίχου ήταν στη θέση της, απείραχτη, στέρια. -Είναι ασύλητος! Είναι κλειστός! Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα λοιπόν βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο. Εκείνη τη στιγμή δεν ενδιαφερόμουν για τίποτε άλλο. (…)
Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς.
Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα.
Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου: “Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε.“
(από το βιβλίο “Το Χρονικό της Βεργίνας” του Μανόλη Ανδρόνικου, 1997.)
Οι τέσσερις τάφοι που βρέθηκαν, καθώς και ένα μικρό ιερό και όλοι οι πολύτιμοι θησαυροί φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο μουσείο της Βεργίνας, που κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να προστατεύονται μέσα όλα τα παραπάνω ταφικά κτίσματα.
Ένας πολυπράγμων επιστήμονας και μελετητής
Ο Μανόλης Ανδρόνικος εκτός από την αρχαιολογική και πανεπιστημιακή του δραστηριότητα, ασχολήθηκε επίσης με θέματα παιδείας, λογοτεχνίας και τέχνης. Δημοσίευσε πολλές σχετικές με αυτά μελέτες και άρθρα, ενώ έλαβε μέρος σε πλήθος συνεδρίων σχεδόν σε όλα τα Πανεπιστήμια της Ελλάδας και πολλά του εξωτερικού.
Υπήρξε πρόεδρος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1974-1975) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, ενώ επίσης μέλος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d’ Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου. Διετέλεσε Κοσμήτωρας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης το 1968-1969.
Το 1980 εκλέχτηκε τιμητικά μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και δύο χρόνια αργότερα τιμήθηκε με το βραβείο “Ολυμπία” του Ιδρύματος Ωνάση. Το 1992 του απονεμήθηκε και το παράσημο του Μεγαλόσταυρου του Φοίνικος.
Μιλούσε τρεις ξένες γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά, και συνήθιζε να γράφει το όνομά του με όμικρον αντί για ωμέγα (Μανόλης).
Ο σπουδαίος αρχαιολόγος, Μανόλης Ανδρόνικος, πέθανε στην Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου του 1992.
Το πλούσιο και ανεκτίμητης αξίας έργο του όμως έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στις σελίδες της ιστορίας της Ελλάδας και ο ίδιος εξακολουθεί να αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους επιστήμονες αρχαιολόγους του 20ου αιώνα.
Πηγή: docuventa.gr