Γράφει ο Γ. Ι. Ζωγραφάκης, συντ. δάσκαλος -συγγραφέας
Συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από τον θάνατο του πιο σπουδαίου φιλέλληνα στην ιστορική περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, του σπουδαίου Άγγλου Λόρδου Μπαιρον, του γνωστού στην Ελλάδα ως Λόρδου Βύρωνα. Ως μικρό αφιέρωμα γι αυτόν, παραθέτω παρακάτω ό,τι γράφω σχετικά στο βιβλίο μου « Τέλος ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά, πλην τρισαθλία Πατρίς», (σελ. 54-67).
«Αν κανείς θέλει με ένα όνομα να εκφράσει την έννοια του Φιλελληνισμού, ειδικά για την περίοδο της Επανάστασης του ’21, δεν θα δυσκολευτεί να το βρεί: Λόρδος Βύρων –το σωστότερο Λόρδος Μπάιρον. Και δεν είναι τυχαίο, ούτε αδικεί και άλλους σπουδαίους φιλέλληνες. Ο Λόρδος Βύρων ήταν μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της εποχής του και έδωσε τελικά τα πάντα για τον αγώνα της Ελλάδας, ακόμα και τη ζωή του και η όλη δράση του, τα γραπτά του και οι πράξεις του για την Ελλάδα, αλλά κυρίως ο πρόωρος θάνατός του στο Μεσολόγγι, (στις 19 Απριλίου 1824, 197 χρόνια πριν), προκάλεσαν πανελλήνιο θρήνο, αλλά και παγκόσμια συγκίνηση, ενώ ταυτόχρονα φούντωσε σε όλο τον κόσμο, Ευρώπη και Αμερική, τον ήδη υπάρχοντα και δρώντα Φιλελληνισμό.
Βέβαια, μπορεί η έννοια του φιλελληνισμού να είναι ταυτισμένη με την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά ως πολιτιστικό φαινόμενο υπήρχε από αιώνες πριν, καθώς ο πολιτισμός της Αρχαίας Ελλάδας, η ιστορία της, η φιλοσοφία, η ποίηση, η αρχιτεκτονική, οι επιστήμες και όλη η παρακαταθήκη της αρχαιότητας, είχαν μεταλαμπαδευτεί στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, όχι μόνο στις σχετικά νεοσύστατες Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και στην υπόλοιπη ήπειρο. Όμως, με περισσότερες λεπτομέρειες για το σημαντικό για τον ελληνικό αγώνα φαινόμενο του φιλελληνισμού, θα ασχοληθούμε σε άλλο σημείωμά μας. Σήμερα θα μιλήσουμε ειδικά για τον σπουδαιότερο φιλέλληνα, τον Λόρδο Μπάιρον ή, όπως εξελληνίστηκε το όνομά του, τον Λόρδο Βύρωνα.
Ο Λ. Βύρων γεννήθηκε το 1788 στο Λονδίνο. Δεκάχρονος κληρονόμησε από συγγενή της μητέρας του τον τίτλο του λόρδου και τη μεγάλη περιουσία ενός θείου της μάνας του, πράγμα βέβαια που του άλλαξε τη ζωή. Έκανε σημαντικές σπουδές, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το χάρισμα της ποίησης που τον διέκρινε. Έγινε κορυφαίος εκπρόσωπος του ποιητικού ρομαντισμού στην Αγγλία και ένας από τους σπουδαιότερους στον κόσμο. Ήταν εξαιρετικά ωραίος, αθλητικός, σπάταλος και ένιωθε το ίδιο άνετα και στα σαλόνια και στις φτωχογειτονιές. Έκανε πολλά ταξίδια, έζησε περιπετειώδη και αντισυμβατική ζωή και ο ρομαντισμός και τα αισθήματα αγάπης στην ελευθερία και στον πολιτισμό, δεν περιορίζονταν στα ποιήματα και στις ομιλίες του, αλλά ήταν πάντα έτοιμος να τα εκφράσει με πράξεις. Γράφει στον φίλο του τον Γκάμπα: «Το να συνθέτη κανείς στίχους εν τω μέσω πολύ σοβαρών ενεργειών, εί(ναι) τι εντελώς γελοίον».
Η ώριμη νεότητά του συμπίπτει με την κυοφορία και τελικά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, η οποία, ως γεγονός εξέγερσης των σκλαβωμένων Ελλήνων, απογόνων «ευκλεών προγόνων», όμως επί αιώνες σκλαβωμένων σε «βάρβαρους κατακτητές», τον συναρπάζει και διεγείρει τις φιλελεύθερες ιδέες του. Έτσι, δεν αργεί να ανταποκριθεί θετικά στις προσκλήσεις του ισχυρού φιλελληνικού κομιτάτου της Αγγλίας, κατά έναν τρόπο που δεν περίμενε κανείς. Όχι μόνο διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης περιουσίας του για τον αγώνα της Ελλάδας, αλλά σπεύδει ο ίδιος στην αγωνιζόμενη Ελλάδα για να βοηθήσει πρακτικά τον αγώνα. Φτάνει στο Μεσολόγγι τον Ιανουάριο του 1824, όπου συνεργάζεται με τον Αλ. Μαυροκορδάτο και άλλους. Διαθέτει τεράστιο ποσό για να διορθώσει τον ελληνικό πολεμικό στόλο και συγκροτεί, υπό τις διαταγές του, ισχυρό απόσπασμα από 500 Σουλιώτες με μισθό, τους οποίους εξοπλίζει και ντύνει ομοιόμορφα, ενώ παραδίδει στον Μαυροκορδάτο μεγάλο χρηματικό ποσό για τον ελληνικό αγώνα. Παράλληλα ενεργεί με τις ισχυρές γνωριμίες που έχει στην Αγγλία, αλλά και ως μέλος της Βουλής των Λόρδων, για να δοθεί στην προσωρινή ελληνική κυβέρνηση ένα σημαντικό δάνειο, συμβουλεύει ωστόσο τον Μαυροκορδάτο να κάνει η κυβέρνηση σωστή χρήση του δανείου, γιατί παρατηρεί τους φατριασμούς και τις διχόνοιες, αφού η Επανάσταση έχει μπει ήδη στον 2ο χρόνο του καταστροφικού εμφυλίου της, διαπιστώνοντας τους φατριασμούς αλλά και τις εμφύλιες συγκρούσεις των Ελλήνων, ενώ ακόμα η απελευθέρωση και η ανεξαρτησία της Ελλάδας ήταν πολύ μακριά. Έγραψε μάλιστα σε φίλο του: Οι Έλληνες φαίνονται να κινδυνεύουν περισσότερο από τη διχόνοιά τους, παρά από τις επιθέσεις του εχθρού». Είχε και μικρότερες απογοητεύσεις, όπως τη συμπεριφορά των Σουλιωτών του, οι οποίοι, σε περίοδο ανάγκης του αγώνα, παρουσιάστηκαν ομαδικά στον Βύρωνα και του ζήτησαν αύξηση του μισθού τους, βαθμούς κλπ. Τους έδωσε, πικραμένος, αυτά που του απαίτησαν και στη συνέχεια τους απέλυσε. Ωστόσο συνέχισε να αγωνίζεται για την επιτυχία της Επανάστασης, μένοντας πάντα πιστός στον αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδας: Οι σκλάβοι ξεσηκώθηκαν και εγώ θα κάνω πίσω;, ήταν η βασική ιδέα της στάσης του.
Όμως, ενώ το ηθικό και η ψυχική του δύναμη τον κρατούσαν ακμαίο και αποφασισμένο, το σώμα του ξαφνικά κατέπεσε, χτυπημένο από την ελονοσία(;) του Μεσολογγίου. Τον Απρίλιο του 1824 αρρώστησε βαριά και, παρά τις προσπάθειες των γιατρών, τις αφαιμάξεις με βδέλλες και άλλα επιστημονικά (κινίνο) και γιατροσόφια, αλλά και τις δεήσεις στις εκκλησίες, το βράδυ της 18 Απριλίου, Μ. Σάββατο, ο μεγαλύτερος για αυτά τα χρόνια φίλος της αγωνιζόμενης Ελλάδας, άφησε την τελευταία του πνοή, εκεί στο Μεσολόγγι, σε ηλικία μόλις 36 χρονών. Λίγο πριν ξεψυχήσει, στα τελευταία λόγια που ασυνάρτητα έλεγε, μέσα στον πυρετό του, σαν μονόλογο, προφανώς φέρνοντας στο νου του την Ελλάδα, είπε: «Φτωχή Ελλάδα… της έδωκα τον καιρό μου, την υγεία μου και τώρα της δίνω τη ζωή μου… τι άλλο μπορούσα να της δώσω;…»
Ο Θάνατος του Λ. Βύρωνα προκάλεσε θρήνο, όχι μόνο στο Μεσολόγγι και την ευρύτερη περιοχή, αλλά και σε όλη την Ελλάδα, καθώς η φήμη του είχε απλωθεί παντού και θεωρήθηκε, δικαίως, εθνική απώλεια. Όμως, καθώς τότε στην Ευρώπη και στην Αμερική κυκλοφορούσαν πολλές εφημερίδες, το γεγονός της συμμετοχής του γνωστού παγκοσμίως Βύρωνα στον ελληνικό αγώνα και ο θάνατός του, μαζί με αποσπάσματα από τον επικήδειο του Σπυρίδωνα Τρικούπη, συντάραξαν κυρίως την κοινή γνώμη σ’ αυτές τις χώρες και φούντωσαν κυριολεκτικά τον φιλελληνισμό, ενώ προβλημάτισε πολλές κυβερνήσεις οι οποίες, για λόγους πολιτικούς, αρνούνταν να προχωρήσουν σε αναγνώριση του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους.
Ένα δείγμα της ποίησης του Λ. Βύρωνα
Απόσπασμα από την «Κατάρα της Αθηνάς»
… Πρώτα, στο κεφάλι εκείνου που ’κανε αυτή την πράξη*
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ω, καταραμένη να ΄ναι η ζωή του και ο τάφος
και οργή να συνοδεύει το ιερόσυλό του πάθος!
Τ’ όνομά του η Ιστορία δίπλα σε ’κεινού να γράψει
του τρελού, που της Εφέσου το ναό ’χε κάψει,
κι η κατάρα μου πιο πέρα κι από τον τάφο του να πάει.
Ο Ηρόστρατος κι ο Έλγιν σε σελίδες παραμένουν
που είναι στιγματισμένες και με στίχους όπου καίνε,
Έτσι πάντα είναι γραμμένοι και οι δυο καταραμένοι,
μα ο δεύτερος πιο μαύρος απ’ τον πρώτο παραμένει..
*εννοεί τον Έλγιν και την αφαίρεση των μνημείων του Παρθενώνα
………………………………………………………………………..
Ο Σολωμός για τον Λόρδο Βύρωνα
Ο Διονύσιος Σολωμός, που έναν χρόνο πριν είχε γράψει τον υπέροχο «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», απ’ όπου και ο Εθνικός μας Ύμνος, γράφει ένα ακόμα μακροσκελέστατο ποίημα (166 στροφές), όπου καλεί την, προσωποποιημένη και εδώ Ελευθερία, να κλάψει τον νεκρό Λόρδο Βύρωνα. Απ’ όλους αυτούς τους στίχους η πρώτη στροφή αρκεί για να καταλάβει κανείς την ουσία του ποιήματος:
«Λευτεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί.
Έλα, σίμωσε και κλάψε,
εις του Μπάιρον το κορμί»