Τη μέρα της Αποκριάς όλοι μαζεύονταν στης γιαγιάς το σπίτι. Κι αυτή -πρώτη φορά- δεν τους καρτερούσε στην πόρτα.
Στεκόταν ορθή στη μέση του οντά, επιβλητική και δεσποτική μορφή και τους περίμενε έναν έναν να περάσουν από μπροστά της.
Πρώτα οι γιοι, ύστερα οι νύφες, στο τέλος τ’ αγγόνια, με σειρά ηλικίας, σεμνή πομπή, κατά πως ταίριαζε στην περίσταση. Της φιλούσαν το χέρι σιωπηλοί κι ύστερα αγκαλιάζονταν αναμεταξύ τους και συγχωρνιούνταν, για όσα είχαν κάμει, για όσα είχαν πει.
Ενωνόταν πάλι η οικογένεια, έκλειναν οι ρωγμές της έχθρας κι έμπαιναν με καθάρια την καρδιά, δίχως κακίες και μικρότητες, στη Σαρακοστή που ξημέρωνε.
Το βράδυ έβγαιναν όλοι στην πλατεία του χωριού. Έπιναν, εύχονταν, χόρευαν και γελούσαν γύρω απ’ τη μεγάλη φωτιά που έκαιγε τα κρίματα κι όλα όσα σαν σκιές πλανιόντουσαν απάνω στη ζωή τους. Κι όσο η φλόγα θέριευε κι έφτανε ίσαμε τον ουρανό, γινόταν δρόμος νοητός, στράτα που ένωνε δυο κόσμους. Τον ταπεινό κι ασήμαντο των θνητών μ’ εκείνον του Θεού, του σπλαχνικού Πατέρα που ήξερε ν’ ανοίγει αγκαλιά και να γαληνεύει την ψυχή σαν γύρευε συγχώρεση από Εκείνον, απ’ το συνάνθρωπο, απ’ τον εαυτό της.
Μεγάλο πράμα η μετάνοια. Σαν ρούχο καινούργιο που το φοράς, όταν πετάς από πάνω σου τ’ αποφόρια που σου βαραίνουν την ψυχή.
Τελετουργία εξιλέωσης η μέρα της Αποκριάς στον τόπο μου, μου ‘μαθε- δίχως να το καταλαβαίνω τότε- ότι για να πλησιάσεις τον άνθρωπο, φτάνει να του απλώσεις το χέρι και να προφέρεις μια λέξη. Ότι για να σ’ ακούσει ο Θεός, φτάνει να σηκώσεις τα μάτια ψηλά και να τον αναζητήσεις.
Πηγή: Ιόλη