Οι κάτοικοι της Ιερισσού κάθε τρίτη μέρα του Πάσχα, αναβιώνουν ένα θλιβερό γεγονός, που έχει την ιστορική αφετηρία του στο 1821, όπου τετρακόσιοι Ιερισσιώτες υπέμειναν ηρωικά το μαρτυρικό σφαγιασμό τους από τον Τούρκο κατακτητή.
Η αναπαράσταση της σφαγής διαδραματίζεται στην περιοχή «Μαύρο Αλώνι» της Ιερισσού, όπου, μετά την καθιερωμένη τελετή της επιμνημόσυνης δέησης, ομιλίας, κατάθεσης στεφάνων και όλου του τελετουργικού, χορεύεται ο πένθιμος και ιστορικός «Καγκελευτός χορός».
Η ιστορία της σφαγής
Μαύρο Αλώνι ονομάστηκε το τραγικό γεγονός, που συνέβη κατά την επανάσταση της Χαλκιδικής το 1821. Πρόκειται για τη σφαγή 400 κατοίκων της Ιερισσού από τους Τούρκους.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο Εμμανουήλ Παπάς έφτασε στη Ρεντίνα, όπου βρήκε αντίσταση κι έτσι γύρισε στο Άγιο Όρος. Εκεί, επικράτησαν οι Τούρκοι λόγω υπεροπλίας. Τα γυναικόπαιδα πήγαν στην Ιερά Μονή Ζωγράφου, ενώ ο Μπαρουάν Πασάς -λέει η ιστορία- με το στρατό του εγκαταστάθηκε στη μετόπη της Ιεράς Μονής Ζωγράφου.
Άρχισαν οι διαβουλεύσεις μεταξύ Τούρκων και Ιεράς Κοινότητας του Αγίου Όρους, για να επιστραφούν τα γυναικόπαιδα με την υπόσχεση ότι δε θα βλάψουν κανέναν οι Τούρκοι. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των γυναικόπαιδων υπήρχαν και πολλοί επαναστάτες.
Μ’ αυτήν την υπόσχεση γύρισαν πίσω και οι Τούρκοι τους συγκέντρωσαν στο Μαύρο Αλώνι. Εκεί, τους υποχρέωσαν ως ένδειξη υποταγής, ενώ βρίσκονταν σε κύκλο, να περάσουν κάτω από τα γιαταγάνια, που κρατούσαν δύο Τούρκοι.
Η παράδοση λέει ότι ένα παιδί ονόματι Γιάννης ήταν αυτός, που έδωσε το έναυσμα ότι δεν προσκυνάνε. Κι άρχισε η σφαγή των 400 Ιερισσιωτών.
Ο Καγκελευτός χορός
Οι χορευτές μπαίνουν σε κύκλο, μπροστά οι άνδρες κι ακολουθούν οι γυναίκες, πιασμένοι αγκαζέ κρατώντας ο ένας την παλάμη του άλλου, με εξαίρεση τους δύο πρώτους που είναι πιασμένοι με μαντήλι. Κινούνται σύμφωνα με τις επιταγές του τραγουδιού.
Οι χορευτές τραγουδώντας, προστάζουν τον πρωτοσυρτή και τον πρωτοκαγκιλευτή να βεργοκαγκιλέψουν το χορό. Έτσι, σχηματίζουν με τα χέρια τους καμάρα, κάτω απ την οποία περνούν όλοι οι χορευτές, σχηματίζοντας πολλά καγκέλια. Ο χορός τελειώνει όταν ξαναπάρει την αρχική του μορφή σε αρχικό κύκλο.
Ο χορός ανοίγει συνήθως με το τραγούδι:
«Στου μαύρου νιού –μάννα μ’- τ’αλώνι του μαρμαρινό.
Παίζουν ντ’ ουμάδα –παίζουν- γυιός κι βασιλιάς.
Κανείς κι δεν την παίζει σαν ντου Γιαννάκη».
Το θεαματικότερο και επίσημο μέρος του χορού, αρχίζει με τον στίχο παράγγελμα:
«Άκουσι συ Προυτουσυρτή κι συ Προυτουκαγκιλευτή!
Για βιργουλίγα ντου χουρό για βιργουκαγκιλέψτι τουν».
Τότε οι δύο πρώτοι του χορού, ο Πρωτοσυρτής και ο Πρωτοκαγκελευτής, διίστανται και σχηματίζουν με τα χέρια υψωμένα ένα είδος καμάρας, κάτω από την οποία περνούν όλοι οι χορευτές.
«Να διώ ψηλές, να διώ λιγνές, να διώ την κόρη π’αγαπώ
Του ποιος κρατεί του χέρι της, του ποιος την αρραβώνα της
Ένας οχτρός μου γείτονας, άς του κρατεί κι άς χαίριτι
Ως την απάνου Κυριακή, ώσπου ν’ αρραβουνιάσουμι».
*Πηγή: Λαογράφος Γιώργος Μαρίνου, Ιστορικός Γιάννης Αποστολίδης