«Κάτω στην άκρη του γιαλού

Στης θάλασσας την άμμο

Κάθεται κόρη, κάθεται

Τη θάλασσα αγναντεύει

Βλέπει καράβια να περνούν

Φρεγάδες ν΄ αρμενίζουν

Την πήρε το παράπονο

Και το πολύ το κλάμα:

Ανάθεμα τους μαραγκούς

Που φτιάχνουν τα καράβια

και ξενιτεύουν τα παιδιά

Κι όλα τα παλικάρια,

ξενίτεψαν τον άντρα μου

Δέκα μερώ νυφούλα.

Δέκα χρόνια έχω τον δω

Δέκα να του μιλήσω

Κι άλλα δέκα καρτερώ

κι αν δεν ερθεί κι αν δε φανεί

Θα μπω σε μοναστήρι

Καλογραιοπούλα θα γινώ

Τα μαύρα ράσα θα ντυθώ»

Ρετσίνι, πίσσα, θαλασσινός αέρας και χτύπημα σφυριού..

Αισθήσεις άρρηκτα δεμένες με τη μνήμη των Ιερισσιωτών όταν αναπολούν το δρόμο προς το λιμάνι, το δρόμο προς τα καρνάγια.

Η ναυπηγική τέχνη άνθησε στην Ιερισσό, ανέδειξε μεγάλους τεχνίτες και δημιούργησε σπουδαία σκαριά. Η ενασχόληση με τη ναυπηγική ήταν βέβαια φυσικό επακόλουθο της γεωγραφικής θέσης της Ιερισσού, της ανάγκης για επικοινωνία, αλλά και της δημιουργικότητας και της ευρεσιτεχνίας των ντόπιων κατοίκων.

Επίσημη καταχώρηση επαγγελματιών ναυπηγών εντοπίζεται στους εκλογικούς καταλόγους της Ιερισσού του έτους 1914 με αρχαιότερο τον Παπαστεργιανό Δημήτριο του Στεργιανού, γεννημένο το 1852.

Στις φωτογραφίες από το σεισμό του 1932, στην παραλία, εμφανίζονται βάρκες (μαούνες) που προφανώς έχουν ναυπηγηθεί στην Ιερισσό.

Μαραγκοί, Παπαστεργιαναίοι, Δαλλαίοι και Ιωάννου είναι οι μεγαλύτερες οικογένειες που ασχολήθηκαν με τη ναυπηγική τέχνη μεταδίδοντας την τεχνογνωσία και την παράδοση από πατέρα σε γιο. Τεχνίτες που δούλευαν από μικρά παιδιά και με τα άξια χέρια τους, την επιμονή και υπομονή τους, το σκληρό αγώνα τους, το κοφτερό μυαλό και το μεράκι τους κατάφεραν να δημιουργήσουν σκαριά – εργαλεία και αριστουργήματα.

1. Τρεις γενιές καραβομαραγκοί. Από αριστερά: Παναγιώτης, Βασίλειος και ο νεότερος Βασίλειος Ιωάννου [Φωτογραφία Β. Ιωάννου]
Η σπουδή ξεκινούσε περίπου στην ηλικία των 10 ετών (μέχρι την Τρίτη δημοτικού θεωρούσαν οι γονείς ότι μορφώθηκαν αρκετά τα παιδιά) με τη μαθητεία, κοντά στους καραβομαραγκούς, γονείς, συγγενείς ή φίλους. Αυτά τα μαθητευόμενα παιδί, τα «τσιράκια», δούλευαν αμισθί «από ήλιο σε ήλιο, όπως χαρακτηριστικά μας αναφέρει ο καραβομαραγκός Βασίλειος Ιωάννου (90 ετών, σήμερα), αναπολώντας τα παιδικά του χρόνια. Πρόσφεραν εργατικά χέρια και συνάμα διδασκόταν, σε μια εποχή που όλες οι δουλειές του ναυπηγείου γινόταν με το χέρι και απαιτούνταν καθημερινή σκληρή εργασία 4-5 ατόμων για 3-4 μήνες για να κατασκευαστεί μία εφτάμετρη βάρκα.

2. Ο καραβομαραγκός Δημήτριος Παπαστεργιαννός- Ζουμπίλης [φωτογραφία του Βασίλειου Παπαστεργιαννού]

Αρμοδιότητα του καραβομαραγκού δεν ήταν μόνο ο σχεδιασμός και το σκάρωμα του σκάφους και ο προσδιορισμός του κόστους κατασκευής, αλλά και η ανεύρεση της ξυλείας, η κοπή και μεταφορά των δέντρων που επιλέγονταν, η σχηματοποίηση του ξύλου ανάλογα με το τμήμα του καϊκιού, όπου θα χρησιμοποιούνταν. Από το κόψιμο του δέντρου μέχρι το αρμένισμα του καϊκιού, κάθε ενδιάμεση φάση περνούσε από το μυαλό, τα μάτια και τα χέρια του καραβομαραγκού, σε μια εποχή που τα εργαλεία ήταν όλα χειροκίνητα και απλά: πριόνια, αρίδες, ροκάνια, σφυριά. Μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον κόπο και τον μόχθο των μαραγκών, αλλά και αντίστοιχα το μεράκι και την επιμονή για να φτάσουν σ΄ένα λειτουργικό και περίτεχνο αποτέλεσμα.

Για την καρίνα του σκάφους επιλέγονταν συνήθως άριο (αρία βελανιδιά), για να γλυστράει, και για το υπόλοιπο, πεύκο, ή καραγάτσι. Τα δέντρα αυτά τα έκοβαν από την περιοχή της Ιερισσού (λαθραία, όπως μας εξηγεί παλιός καραβομαραγκός), από το ΄Αγιο Όρος και την Αμμουλιανή, στα παλαιότερα χρόνια και από την Καβάλα, τη Θάσο ή την Αλεξανδρούπολη, στα νεότερα χρόνια, όπως μας αναφέρει ο καραβομαραγκός Χριστόδουλος Δάλλας.

3. Χειρόγραφες πληροφορίες για τον Δημήτριο Παπαστεργιαννό από τον γιο του Βασίλη.- Ιερισσιώτικο πέραμα, Νοέμβριος του 1944. Από τον ΝΖW.G. Mc Clymont (Photos Ref PAColl-4161-01-102) Εθν, Βιβλ. ΝΖ. [Αρχείο Χρήστου Καραστέργιου]

Εννοείται πως τα δέντρα τα κουβαλούσαν στα χέρια από το βουνό ή με φορτηγά καράβια αν προέρχονταν από μακριά. Μάλιστα, πολλές φορές τα κατάρτια, που κατά κύριο λόγο τα προμηθευόταν από το Άγιον Όρος, τα έδεναν πίσω απ΄τα καΐκια και ουσιαστικά τα έσερναν μέσα στη Θάλασσα, μέχρι το καρνάγιο στην Ιερισσό, όπως μας αναφέρει ο Γιάννης Πλιούκας, «τσιράκι» κι εκείνος, κι εγγονός του μπάρμπα Κώστα Παπαστεργιανού, αείμνηστου ναυπηγού της Ιερισσού. Τα κατάρτια ήταν από ξύλο κυπαρισσιού και τα προμηθευόταν συνήθως από την Ιερά Μονή Χιλανδαρίου, όπου άλλοτε χαριζόταν με μια απλή μετάνοια στον ηγούμενο (μαρτυρία του Βασιλείου Ιωάννου) ή πληρώνοντας τίμημα 6 λίρες το κατάρτι (πληροφορία Ιωάννη Πλιούκα).

4. Νοέμβριος του 1944, καρνάγιο Ιερισσού. Μία από τις παλιότερες ως τώρα φωτογραφίες των ναυπηγίων της Ιερισσού. Από τον ΝΖW.G. McClymont (Photos Ref PAColl-4161-01-102) Εθν. Βιβλ. ΝΖ, [αρχείο Χρήστου Καραστέργιου].
5. Νοέμβριος του 1944, καρνάγιο Ιερισσού. Μία από τις παλιότερες ως τώρα φωτογραφίες των ναυπηγίων της Ιερισσού. Από τον ΝΖW.G. McClymont (Photos Ref PAColl-4161-01-102) Εθν. Βιβλ. ΝΖ, [αρχείο Χρήστου Καραστέργιου
6. Νοέμβριος του 1944, καρνάγιο Ιερισσού. Μία από τις παλιότερες ως τώρα φωτογραφίες των ναυπηγίων της Ιερισσού. Από τον ΝΖW.G. McClymont (Photos Ref PAColl-4161-01-102) Εθν. Βιβλ. ΝΖ, [αρχείο Χρήστου Καραστέργιου

Το κριτήριο επιλογής των ξύλων ήταν, η σκληρότητα, η αντοχή τους και η περιεκτικότητα σε ρητίνη (ώστε να διασφαλίζουν προστασία από τους μύκητες). Τα ξύλα κοβόταν πάντα τον χειμώνα, το πολύ ως τον Μάρτη, όπως μας λέει ο κυρ Βασίλης Ιωάννου για να μην έχουν υγρασία (και συνεπώς μύκητες). Ακόμα και οι φάσεις του φεγγαριού (χάση – γέμιση) έπαιζαν ρόλο στο αν θα κοπεί ή όχι ένα δέντρο (πληροφορία Ιωάννη Πλιούκα)

Τα ξύλα λοιπόν τα επέλεγε ο καραβομαραγκός, αλλά τα καρφιά ο καπετάνιος. Τα πρώτα καρφιά ήταν μπακιρένια (χάλκινα) που ήταν και τα ακριβότερα, ή σιδερένια (φθηνότερα) και φτιάχνονταν από τους χαλκιάδες της περιοχής: τον Κώστα Μανωλούδα (Μουχανά), τον Μανώλη Μανωλούδα, τον Θανάση Χαλκιά και τον Κομνή από το Γομάτι. Τα καρφιά των χαλκιάδων είχαν τετράγωνο σχήμα. Τα πρώτα βιομηχανικά καρφιά ήταν στρογγυλά και γι΄αυτό λεγόταν «καρφοβέλονες». Πολλές φορές χρησιμοποιούνταν και ξύλινα καρφιά (καβύλιες ή μαγκάπια) που γινόταν «ένα σώμα» με το υπόλοιπο ξύλο και έσφιγγαν περισσότερο μαζί με τα μαδέρια, όταν βρεχόταν.
Ακολουθούσε η επεξεργασία του ξύλου: κόψιμο, πελέκημα και οριοθέτηση μαδεριών.

Από το ξύλο δεν πετιόταν τίποτα: το δαδί του πεύκου καιγόταν, μέσα σε σιδερένιες «χούφτες» και αποτελούσε φωτιστικό μέσο των ψαράδων της εποχής, ενώ η φλούδα («πιτίκα») στέγνωνε και αλέθονταν σε σκόνη – βαφή για τα δίχτυα.

7. Κατασκευή καϊκιού την δεκαετία του ’60. Δεξιά διακρίνεται ο καραβομαραγκός Κωνσταντίνος Παπαστεργιανός. [Φωτογραφία της Μαρίας Γιαννάκη]
Για το κόψιμο και την επεξεργασία του ξύλου χρησιμοποιούνταν, ως το 1960 περίπου, μόνο χειροκίνητα εργαλεία: σκεπάρνια, σκεπαρνιές ( =μεγάλα σκεπάρνια με μακριά κοντάρια), ροκάνια, μανέλες, αρίδες, πριόνια (μεγάλα με δύο λαβές για το κόψιμο των μαδεριών, μικρά για το «συγύρισμα» των «στραβών») τσεκούρια, μπαλτάδες, σκαρπέλα. Τα ξύλινα μέρη τους τα έφτιαχναν οι ίδιοι οι καραβομαραγκοί και τα μεταλλικά οι χαλκιάδες που έφτιαχναν και τα καρφιά.
Τα περισσότερα καΐκια φτιάχτηκαν στους αρσανάδες της Ιερισσού με τη μέθοδο του χναριού. Ήταν «μονόχναρα» δηλαδή με ένα μόνο χνάρι και ο ναυπηγός σχεδίαζε με το μάτι και τις αναλογίες που απαιτούσε το είδος του πλοίου (φορτηγό, επιβατικό, ψαρόβαρκα, κλπ.), όλες τις υπόλοιπες πόστες. Φυσικά αυτή η μέθοδος απαιτούσε μεγάλη τεχνογνωσία, εμπειρία και κοφτερό μάτι ώστε να υπολογιστούν σωστά οι αναλογίες του καϊκιού (μήκος – φάρδος- ύψος).

8. Ο καραβομαραγκός Κωνσταντίνος Παπαστεργιανός τη δεκαετία του ΄60. [Φωτογραφία της Μαρίας Γιαννάκη]
Αργότερα άρχισε να εφαρμόζεται η μέθοδος της «σάλας» (σάλα = μεγάλος ανοιχτός χώρος στον οποίο σχεδιάζονταν το καράβι) όπου ο ναυπηγός, πριν κόψει τα στραβόξυλα ή «στραβά» (τα πλαϊνά ξύλα του σκελετού του πλοίου) τα σχεδίαζε με κλίμακα 1:1.

Η κατασκευή του καϊκιού περιλάμβανε δύο στάδια:

Τη διαμόρφωση του σκελετού (καρίνα, ποδοστήματα, καμάρια και στραβόξυλα)
Το πέτσωμα του σκελετού, το κουβέρτωμα (κατάστρωμα) και τα σπειράγια (υπερκατασκευές)

Η καρίνα του σκάφους σκαρώνονταν έτσι ώστε η πλώρη να «κοιτάει» προς την Ανατολή, για καλοτυχία. Μάλιστα προς την Ανατολή ήταν και το πρώτο αρμένισμα, κατά το ρίξιμο του σκάφους.

9. Σκελετός βάρκας από το καρνάγιο του Νικόλαου Γιαννάκη. [φωτογραφία του Νικόλαου Γιαννάκη]
Η διαμόρφωση του σκελετού ξεκινούσε με τη στήριξη, πάνω στην καρίνα, των στραβόξυλων και του ποδόσταμου πρύμνης /πλώρης (= του δομικού στοιχείου στο οποίο καταλήγει το σκάφος σε κάθε του άκρη)

Ακολουθούσε το «πέτσωμα», το οποίο γινόταν από πάνω προς τα κάτω, ως τη μέση και κατόπιν από κάτω προς τα πάνω, μέχρι να συναντήσει το άλλο μισό.

10. Δουλεύοντας σε νέες παραγγελίες. Οι καραβομαραγκοί: Νικόλαος και ο πατέρας Ιωάννης Γιαννάκης (Μπαγιόλας) [Φωτογραφία από την εφημερίδα Έθνος, Σάββατο 15 Ιουλίου 2017]
Τα μαδέρια για να πάρουν το επιθυμητό, κυρτό σχήμα, βρεχόταν και κατόπιν καιγόταν σιγά-σιγά με φλόγιστρο, ώστε να μη χάσει το ξύλο την ελαστικότητά του και σπάσει στο κάρφωμα. Μετά το κάρφωμα, το ξύλο κρύωνε σφιγμένο στην κατάλληλη θέση με σιδερένιους σφιγκτήρες· (σήμερα, οι νεότεροι ναυπηγοί, όπως μας εξηγεί ο Χριστόδουλος Δάλλας, χρησιμοποιούν εναλλακτικά το πέρασμα του ξύλου από τον ατμό).

Μετά τη διαμόρφωση του σκελετού, το πέτσωμα και το κουβέρτωμα, ακολουθούσε το καλαφάτισμα: το κλείσιμο των ενώσεων του ξύλου με κορδόνια φτιαγμένα από κάνναβη ή από ξέφτια κάβων στριμμένα και ποτισμένα με πίσσα, ή, αργότερα, από βαμβάκι.

11. Ξεκινώντας το σκαρί, [Φωτογραφία της Βασιλείας Παπαστεργιανού]

Το καλαφάτισμα γινόταν από ειδικευμένους τεχνίτες, τους καλαφάτες ή από τους ίδιους τους καραβομαραγκούς, με τη χρήση δύο εργαλείων: ενός σφυριού («ματσόλα») και ενός σκαρπέλου («καλαφατιστήρι»). Γνωστός καλαφάτης της εποχής ήταν ο Χρήστος Κανάρης από την Αμμουλιανή.

13. Βλέποντας το σχέδιο της παραγγελίας. Από δεξιά οι καραβομαραγκοί: Χριστόδουλος, ο πατέρας Αλέξανδρος (Πατόζας) και ο Δημήτριος Δάλλας [Φωτογραφία του Χ. Δάλλα]

Αφού τελείωνε το καλαφάτισμα, το σκαρί αλειφόταν με ένα μίγμα από ρετσίνι και λίπος ζώου, που βράζονταν μαζί, καθώς και πίσσα. Για το άλειμμα της πίσσας χρησιμοποιούνταν τα «μαλαχτάρια»: είδος πινέλων με μακριά κοντάρια και τομάρι πρόβατου. Αφού δεν υπήρχαν χρώματα, τα καράβια ήταν μαύρα από την πίσσα. Αργότερα, μας λέει ο κυρ Βασίλης Ιωάννου, χρησιμοποιούσαν άσπρη σκόνη από το «Κυπαρίσσι» (τοποθεσία-γκρεμός πάνω από το λιμάνι της Ιερισσού με ασβεστολιθικά πετρώματα), προκειμένου να φτιάξουν, ανακατεύοντας με νερό, ένα άσπρο μείγμα, με το οποίο συνήθως χρωμάτιζαν τα σπειράγια (=τις υπερκατασκευές, πάνω από το κατάστρωμα).

Η δεύτερη φάση του ναυπηγείου, περιλάμβανε το κάψιμο του καϊκιού 6-8 μήνες μετά την καθέλκυσή του. Το καΐκι έπρεπε να τραβηχτεί, να στεγνώσει καλά και να καεί μέχρι «να πιάσει κάρβουνο» και μετά να σβηστεί, να ξυθεί και να ξανακαλαφατιστεί και να αλειφθεί και πάλι με πίσσα.

Το κάψιμο του σκάφους γινόταν με δαδιά πεύκου ή σπαρτίνες, στηριγμένα σε μεγάλα κοντάρια.

Εναλλακτικά, οι σπαρτίνες μπορεί να έμπαιναν κάτω από το σκάφος, σε όλο το μήκος του, και να καιγόταν εκεί.

Χρειαζόταν πολύ μαστοριά και προσοχή, για να μην «αρπάξουν» φωτιά τα φιτίλια του καλαφατίσματος και καεί το καράβι.

14. Τα μέρη του ξύλινου σκαριού. Από το βιβλίο του Γ. Γιαννουλέλλη «Τα Καΐκια», Αθήνα 1994.

Η διαδικασία αυτή ήταν απαραίτητη για να καταπολεμούνται οι μύκητες του ξύλου. Αλλιώς το καράβι σκουλήκιαζε και σάπιζε, το πολύ σε έναν χρόνο, μας εξηγεί ο καραβομαραγκός Χριστόδουλος Δάλλας. Αν όμως γίνονταν, στο προβλεπόμενο χρονικό περιθώριο των 6-8 μηνών η διαδικασία του «καψίματος», τότε το σκαρί είχε ακόμα 40-50 χρόνια ζωής με την κατάλληλη συντήρηση. Χαρακτηριστικά μας αναφέρει ο κυρ – Βασίλης Ιωάννου ότι υπάρχουν καπεταναίοι που τα καΐκια τους αρμενίζουν σαράντα και πλέον χρόνια, αλλά «τα αγαπάνε πιο πολύ απ΄τις γυναίκες τους…»

Η τέχνη των καραβομαραγκών ήταν ανεκτίμητης αξίας και πραγματικά ο κόπος και οι εργατοώρες ήταν δύσκολο να υπολογιστούν σε αντάξια αμοιβή. Μετά τον πόλεμο του ‘ 40 ο οικονομικός διακανονισμός γινόταν με ανταλλαγή σε είδος: τα σκαριά ανταλλασσόταν με λάδι ή σαπούνι (κυρίως από την Μυτιλήνη), κρασί ή και γη ( αμπέλια, κλπ.), ενώ γύρω στα 1950 η τιμή ανερχόταν σε περίπου 1.000 δρχ. το μέτρο (όταν το μεροκάματο ήταν 5 δρχ.) (μαρτυρία Βασίλη Ιωάννου).

Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Η ανάγκη για ορθή και ακριβή αποτύπωση των όρων που αφορούν τα μέρη του σκαριού, για γρήγορη συνεννόηση που απαιτούσε ο μεγάλος όγκος δουλειάς με τα περιορισμένα μέσα και εργαλεία, δημιούργησε έναν γλωσσικό κώδικα που περιλάμβανε λέξεις για κάθε ξύλο – προσάρτημα του καϊκιού, καθώς και για τα εργαλεία που χρησιμοποιούνταν. Το συνάφι των καραβομαραγκών δεν κατείχε μόνο τα μυστικά του επαγγέλματος, αλλά και τη δική του γλώσσα:

Τουρέλλο= το πρώτο μαδέρι, που εφάπτεται στην καρίνα.

Καβαλάρης= το δεύτερο μαδέρι που ακουμπά στο Τουρέλλο.

Κόντρα Καβαλάρης= το μαδέρι που βρισκεται πάνω από τον «Καβαλάρη».

Καταφραγιές= μικρά σε πλάτος μαδέρια που χρησιμοποιούνταν όταν το πέτσωμα συναντούσε το άλλο μισό του.

16. Τύποι ξύλινων σκαφών που φτιάχνονταν στα καρνάγια της Ιερισσού. Από το βιβλίο του Γ. Γιαννουλέλλη «Τα Καΐκια», Αθήνα 1994.

Τσάπα= το μαδέρι του καταστρώματος που καθορίζει την κλίση και το σχήμα του πετσώματος (όπως η τσάπα δίνει κλίση και σχήμα στο χώμα).

Κουπαστή= το γύρω – γύρω ξύλο στο πάνω μέρος του σκαριού.

Μπίντα= όρθιο, χοντρό, εξαγωνικό ξύλο που τοποθετούνταν κάθετα στην πλώρη του καϊκιού για τη στήριξη της αλυσίδας του.

Παπάδες= δύο μικρότερα, στρογγυλά ξύλα, δεξιά και αριστερά από την μπίντα για στήριξη των σχοινιών.

Σκαρμός= το ξύλινο στήριγμα του κουπιού.

Όκια= μεγάλα μεταλλικά στεφάνια που έντυναν τις τρύπες απ΄ όπου περνούσαν οι αλυσίδες.

Ποδόσταμο πλώρης / πρύμης = το πρώτο «στραβό» εμπρός / πίσω.

Τσιντρόπια= ενώματα της καρίνας με τα στραβά.

Στραγαλιές= ξύλα που ενώνουν τα «στραβά».

Λούρια = χοντρά ξύλα γύρω από το κατάστρωμα.

Καμάρια= κυρτά ( με καμάρες) ξύλα που κρατούν κυρτό το πέτσωμα για να φεύγει το νερό.

Τρυπητά= ξύλα που εφαρμόζονται μέσα σε τετράγωνες σκαλισμένες υποδοχές το πάνω μέρος των στραβόξυλων.

Βάζα= ξύλινες, επιμήκεις βάσεις που χρησιμοποιούνταν για την ανέλκυση και την καθέλκυση του σκάφους, αλειμμένα με ζωικό λίπος.

Φαλάγγια= χοντρά ξύλα (ψηλά κούτσουρα) για τη στήριξη του σκάφους, όσο παρέμενε στο ναυπηγείο

Βέβαια, ο τρόπος χρήσης, συνδυασμένος πολλές φορές με το χιούμορ των μαραγκών, έδινε την ονομασία, εκτός από τα ξύλα και στα εργαλεία :

Λατέρνα= γρύλος για το ανέβασμα του σκαριού που αποτελείται από γρανάζια και μανιβέλα.

Γύφτικες αρίδες = αυτές που φτιαχνόταν από ντόπιους χαλκιάδες.

Ευρωπαϊκές αρίδες= αυτές που αγοράζονταν από αγορές σε αστικά κέντρα (κυρίως Θεσσαλονίκη, Καβάλα)

Κορδονιάστρες= ροκάνια με λάμες οδοντωτές, που χρησιμοποιούνταν για την διακόσμηση των κορδονιών.

*(Οι όροι αναφέρονται ενδεικτικά εδώ. Υπάρχουν δεκάδες άλλοι όροι που περιγράφουν είδη ξύλων, εργαλεία ή διαδικασίες)

ΠΑΡΑΔΟΣΗ – ΕΘΙΜΑ

Γύρω από την τέχνη της ναυπηγικής, που απαιτούσε χρόνο, προσήλωση, μεράκι, κόπο, υπομονή και επιμονή στη λεπτομέρεια, δημιουργήθηκε μια ολόκληρη παράδοση: το καράβι, ένα δημιούργημα τέχνης, αντιμετωπίζονταν ως ζωντανός οργανισμός και οι διαφορετικές φάσεις της δημιουργίας του συνοδευόταν από έθιμα, ευχές, σύμβολα και στίχους.

«ΜΑΛΑΜΑ ΤΟ ΚΑΡΦΙ» έλεγαν όταν έμπαινε το πρώτο καρφί για να συμβολίσουν την ευμάρεια που θα έφερνε στον καπετάνιο το νέο σκαρί.

«ΜΑΥΡΟ ΤΟ ΚΑΪΚΙ, ΑΣΠΡΗ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ» σαν αντίθεση ανάμεσα στο μαύρο, από την πίσσα, χρώμα του καϊκιού και την καλοτυχία (άσπρη καρδιά) του καπετάνιου.

Όταν συνδέονταν η καρίνα με το πρώτο «στραβό», ανάμεσά τους σφηνώνονταν, σαν σύμβολο πλούτου, μία χρυσή λίρα, ή ένα χρυσό φλουρί, ή ένα απλό νόμισμα για τους φτωχότερους. Ήταν το «ασήμωμα» του νέου σκαριού.

Επίσης, κατά το σκάρωμα, σφαζόταν κάποιο ζώο (συνήθως κόκορας) αλλά και κατσίκι ή πρόβατο και με το αίμα αλειφόταν όλος ο σκελετός του πλοίου με την ευχή:

12. Το σφάξιμο του κόκορα, Καραβομαραγκός Δημήτριος Παπαστεργιανός, (Τζιμάκος). [Φωτογραφία της Βασιλείας Παπαστεργιαννού]
«ΟΠΩΣ ΤΡΕΧΕΙ ΤΟ ΑΙΜΑ, ΝΑ ΤΡΕΧΕΙ Η ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΚΑΪΚΙΟΥ». Το κεφάλι του κόκορα μαζί μ΄ένα σκόρδο κι έναν ξύλινο σταυρό καρφωνόταν στην πρύμνη του σκαριού μέχρι το τελείωμά του, οπότε ο σταυρός τοποθετούνταν σε κάποιο εσωτερικό χώρο του σκάφους.

Το υπόλοιπο ζώο γινόταν κέρασμα στους μαστόρους και στα τσιράκια. Η σίτιση των μαστόρων αποτελούσε υποχρέωση του καπετάνιου

«ΦΑΙ ΤΟΝ ΜΑΣΤΟΡΑ, ΚΡΑΣΙ ΤΟΝ ΚΑΛΑΦΑΤΗ», παράγγελναν οι μάστορες στον καπετάνιο.

Το μεγαλύτερο γεγονός ήταν η καθέλκυση του πλοίου, το «ρίξιμο». ΄Ολοι οι παρευρισκόμενοι πετούσαν χούφτες άμμου ευχόμενοι:

«όπως πέφτει η άμμος, να πέφτουνε τα ψάρια».

Γινόταν οπωσδήποτε αγιασμός (όπως και στο σκάρωμα) ενώ ο καπετάνιος έφερνε κεράσματα και κρασί για τους παρευρισκόμενους.

Επίσης, συνήθιζαν τα μαστόρια να κρύβουν το δοιάκι (=τον ξύλινο μοχλό για τη στροφή του τιμονιού) και ζητούσαν χαρτζιλίκι απ΄ τον καπετάνιο για να το φανερώσουν.

Όλη αυτή η δραστηριότητα δε μπορούσε να μείνει ασύνδετη με τη μουσική: οι καλαφάτες συνόδευαν τη δουλειά τους άλλοτε με τραγούδια και άλλοτε με ψαλμωδίες. Ο ρυθμικός ήχος του καλαφατιστηριού έδινε το ίσο για τη μελωδία τους, ενώ οι πιο μερακλήδες άνοιγαν μια τρύπα στο ξύλινο χερούλι του σφυριού (της ματσόλας), μετατρέποντάς το έτσι σε ηχείο.

Επίσης οι πιο εύποροι καπεταναίοι έφερναν τα όργανα (παραδοσιακές ορχήστρες) στο ρίξιμο του καϊκιού, ενώ ο καραβομαραγκός Γιώργης Παπαστεργιανός, όταν γυρνούσε στο χωριό, μετά από μήνες απουσίας για δουλειά στο Άγιον Όρος, παράγγελνε τον Καμπούρη με την γκάιντα του να τον περιμένει, στο δρόμο από το Ξηροποτάμι, όπου αγκυροβολούσε τη βάρκα του, στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου για να τον συνοδέψει στο σπίτι του και να γλεντήσουν έτσι την επιστροφή και το καλό τέλος της δουλειάς του.

Οι καραβομαραγκοί, τέλος, ήταν λάτρεις του κρασιού. Το κρασί τους συνόδευε συχνά στις ατέλειωτες ώρες της δουλειάς και ο προαναφερόμενος Γιώργης Καραγιώργης, όταν έφευγε για δουλειά, ζητούσε από τη γυναίκα του να του ετοιμάσει δύο πράγματα: «Μηλιά, τα εργαλεία και τη φλάσκα (= παγούρι κρασιού φτιαγμένο από κολοκύθα)».

Χιουμορίστες και ευθείς άνθρωποι οι ναυπηγοί, δεν επέτρεπαν σε κανέναν να κριτικάρει τη δουλειά τους. Αν κάποιος καπετάνιος παραπονιόταν ότι η βάρκα δεν καλαφατίστηκε καλά και βάζει νερά του απαντούσαν: «ε, βάρκα είναι, τι θες να βαζ΄ κρασιά;»

Το σκαρί ήταν συνδεμένο με τον καπετάνιο του εφ΄όρου ζωής. Αν ο καπετάνιος πέθαινε, το τιμόνι βάφονταν μαύρο, ενώ αν κάποιος επρόκειτο να πεθάνει έλεγαν :

«τα ΄χει αλειμμένα τα βάζα» ή « τα ΄χει αλειμμένα τα φαλάγγια του»

Κατράμι και σκληρή δουλειά [φωτογραφία Βασιλείας Παπαστεργιανού]
Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ

Η λέξη «Καρνάγιο» είναι όρος της κοινής ναυτικής με ενετική προέλευση. Με τον όρο αυτό νοείται τμήμα το αιγιαλού, συνήθως εντός λιμένα ή όρμου, που λόγω της ομαλής «καρναγιάρισμα» (υφαλοκαθαρισμό, υφαλοχρωματισμό, καλαφάτισμα, κλπ.).

Στις τουρκοκρατούμενες περιοχές αντί για τον προαναφερόμενο όρο, χρησιμοποιήθηκε η λέξη «ταρσανάς » ή « αρσανάς».

Από τα παραθαλάσσια χωριά, στην προ του Άθω περιοχή, καρνάγιο, αρχικά, διέθετε μόνο η Ιερισσός, ενώ το ναυπηγείο της Αμμουλιανής δημιουργήθηκε το 1975 από τον Ιερισσιώτη ναυπηγό Χριστόδουλο Δάλλα, ο οποίος το μεταβίβασε το 1985 στον Αμμουλιανιώτη Σωτήρη Τσακνή που ήταν και ο τελευταίος κάτοχός του (σήμερα το ναυπηγείο αδρανεί). Επίσης, ο Δημήτρης Παπαστεργιανός (Μήτσος Ζουμπίλης) δημιούργησε το καρνάγιο του Αγίου Παύλου, ενώ στα Νέα Ρόδα ιδρύθηκε ναυπηγείο από τον επίσης Ιερισσιώτη Ιωάννη Κ. Καραδήμο.

Εξάλλου, Ιερισσιώτες τεχνίτες εργάστηκαν σε ναυπηγεία του Πειραιά, της Καβάλας, Θεσσαλονίκης, Νέων Μουδανιών και στη νησιωτική Ελλάδα.

Είναι φανερό λοιπόν ότι η τέχνη της ναυπηγικής διαδόθηκε σε πολλά μέρη από τους Ιερισσιώτες καραβομαραγκούς.

Στο Άγιο Όρος υπήρχαν αρσανάδες οι οποίοι όμως χρησιμοποιούνταν περισσότερο για φύλαξη, παρά για την κατασκευή των σκαριών. Όταν οι μοναχοί αποφάσιζαν να φτιάξουν καινούργια βάρκα, καλούσαν καραβομαραγκό από την Ιερισσσό και συνήθως το σκάρωμα γινόταν στην αυλή της σκήτης ή του μοναστηριού και όχι στον αρσανά του: ΄Οσο πιο κοντά στο κελί γινόταν η κατασκευή, τόσο περισσότεροι μοναχοί μπορούσαν να βοηθήσουν στο κόψιμο και την επεξεργασία του ξύλου. Εξάλλου οι αρσανάδες ήταν συνήθως στενοί και άβολοι για την κατασκευή, ενώ, προτιμούσαν να βρίσκονται πιο κοντά στον τόπο όπου κοβόταν τα ξύλα, παρά πιο κοντά στη θάλασσα. Στο τέλος, όλοι οι μοναχοί, μαζί με τον μάστορα, κουβαλούσαν στα χέρια την έτοιμη βάρκα για να την ρίξουν στη θάλασσα.

Αυτόν τον τρόπο σκαρώματος μας τον επιβεβαιώνει η μαρτυρία του Ουίλιαμ Μάρτιν Λικ, στο ΄Αγιο ΄Ορος, το 1806:

«27 Οκτ.—Η θύελλα συνεχίζεται. Σ’ ένα κελί πάνω από την Ιβήρων βρίσκω μερικούς μοναχούς να κατασκευάζουν μια βάρκα στην πλευρά του βουνού, ενάμιση χιλιόμετρο απ’ τη θάλασσα, οι οποίοι με πληροφορούν ότι πολλές φορές φτιάχνουν βάρκες σε πολύ ψηλότερα σημεία, επειδή είναι πιο εύκολο να μεταφέρουν τη βάρκα ως την ακτή, παρά την ξυλεία για να την κατασκευάσουν».

Την ίδια πληροφορία επιβεβαιώνει λαϊκή παράδοση, η οποία αναφέρει ότι ένας καραβομαραγκός σκάρωνε μία βάρκα στην αυλή ενός κελιού την περίοδο της Σαρακοστής, γι΄αυτό και ο γέροντας του κελιού, δεν φίλεψε αυτόν και τους εργάτες του με κρασί, παρά μόνο με φαγητό και νερό. Ο μάστορας όμως που αγαπούσε το κρασί, άνοιξε με τους δικούς του μια τρύπα στο βαρέλι που φυλούσε ο γέροντας στο κελάρι του και έκλειναν την τρύπα με μια ξύλινη καβύλια. Στο τέλος, πριν φύγουν, αναπλήρωσαν το κρασί με νερό.

Τελειώνοντας τη βάρκα, ο γέροντας είπε στους μαστόρους: «Για να σας ευχαριστήσω για την καλή δουλειά που μου κάνατε, σας κράτησα ένα βαρέλι από το καλύτερο κρασί μου – ελάτε να το πάρετε». Με έκπληξη είδαν οι καραβομαραγκοί ότι μιλούσε για το βαρέλι με το κλεμμένο κρασί, αλλά αναγκάστηκαν, για να μη φανερωθούν να κουβαλήσουν το γεμάτο με νερό βαρέλι από το κελί, ως την παραλία. Πριν όμως το φορτώσουν, ο γέροντας έσπασε με το σκεπάρνι το βαρέλι και τους φανέρωσε ότι κατάλαβε από την πρώτη στιγμή το μυστικό τους, αφού μπορούσε να μυρίζει στον αέρα τη μυρωδιά του κρασιού του. Ωστόσο τους δώρισε νταμιτζάνες με κρασί και τους ξεπροβόδισε ευχαριστημένος, αλλά έχοντας δώσει ένα καλό μάθημα στους μερακλήδες… (διήγηση Ιωάννη Πλιούκα).

ΤΑ ΣΚΑΡΙΑ

Πολλά και διαφορετικά είδη καϊκιών σκαρώθηκαν στα καρνάγια της Ιερισσού, ανάλογα με τις παραγγελίες των καπεταναίων, οι οποίοι προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας (Μυτιλήνη, Εύβοια, Στυλίδα, Θάσος, Καβάλα ή του εξωτερικού (Ολλανδία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία).

Καραβόσκαρα, Βαρκαλάδες, Περάματα, Σακολέβες, Τρεχαντήρια, Λίμπερτυ, Βάρκες αρμενίζουν σήμερα σε θάλασσες ελληνικές και ξένες, προερχόμενα από τα ξύλα των δασών της περιοχής που μετατράπηκαν σε αισθητικά αριστουργήματα και γερά σκαριά, χάρη στην τεχνογνωσία και το μεράκι άξιων μαστόρων.

ΣΗΜΕΡΑ…

Σήμερα στην Ιερισσό συνεχίζουν τη λειτουργία τους δύο ναυπηγεία:

Toυ Παναγιώτη Ιωάννου, γιου του καραβομαραγκού Βασίλη Ιωάννου, ο οποίος εργάζεται με τα δύο παιδιά του Βασίλη και Δημήτρη.
Του Αλέξη Δάλλα (γιου του καραβομαραγκού Χριστόδουλου Δάλλα και εγγονού του Αλέξανδρου Δάλλα –Πατόζα-), μαζί με τον Νίκο Γιαννάκη (γιου του καραβομαραγκού Ιωάννη Γιαννάκη –Μπαγιόλα)

Άξιοι συνεχιστές όλοι τους, της τέχνης των παππούδων τους, που, σε δύσκολους καιρούς, κρατούν ζωντανή την παράδοση, αλλά και την ελπίδα ότι το αυθεντικό δε θα χαθεί….

Ευχαριστώ θερμά:

Τους καραβομαραγκούς Βασίλειο Ιωάννου και Χριστόδουλο Δάλλα για τις πολύτιμες πληροφορίες και διηγήσεις τους.

Τους συνεργάτες:

Χρήστο Καραστέργιο για την παραχώρηση αρχειακού και φωτογραφικού υλικού, και τις πολύτιμες υποδείξεις του.

Κώστα Υψηλάντη για την συνδρομή του στις συνεντεύξεις και τις ουσιώδεις παρατηρἠσεις του..
Ιωάννη Πλιούκα για τις πληροφορίες του σχετικά με τη λαογραφία, τα ήθη και έθιμα των ναυπηγείων Ιερισσού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΠΗΓΕΣ

«ΤΑ ΚΑΪΚΙΑ», ΤΟ ΣΚΑΡΙ ΚΙ Η ΑΡΜΑΤΩΣΙΑ ΤΟΥΣ, ΕΤΟΙΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Γιώργος Ν. Γιαννουλέλλης, Εκδόσεις : ΣΤΕΦΑΝΟΣ Α. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ.

«ΛΑΪΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΙΕΡΙΣΣΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΤΑ ΑΣΚΟΥΣΑΝΕ », Γιάννης Μαρίνος, ΙΕΡΙΣΣΟΣ 2012

« ΙΕΡΙΣΣΟΣ (ΑΚΑΝΘΟΣ)» – ΕΤΗΣΙΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ, Άννα Τσουκαλά –Κουφού

«ΚΑΡΝΑΓΙΑ –ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», Εφημερίδα ἙΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13.08.2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ:

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ -καραβομαραγκός

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΔΑΛΛΑΣ-καραβομαραγκός

ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΛΙΟΥΚΑΣ-συνεργάτης «Κυττάρου»

***

Το κείμενο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό «Κύτταρο», τ. 15.

Ευχαριστούμε τη Μαρία Λαγόντζουτον και τον Χρήστο Καραστέργιο που μας έστειλε το υλικό.