Το ρίξιμο του Σταυρού στη θάλασσα, για ν’ αγιασθούνε τα νερά είναι μιά παλιά συνήθεια που στα Μουδανιά τηρούνταν ευλαβικά και γίνονταν με πολλή μεγαλοπρέπεια.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της παραμονής των Φώτων, οι καμπάνες των εκκλησιών διέκοπταν την ησυχία της παγερής νύχτας του Ιανουαρίου. Σε λίγο απ’ τις πόρτες των χριστιανικών σπιτιών πρόβαλαν, ο ένας κατόπι στον άλλο, οι πιστοί και βαρυφορεμένοι με γούνες και παλτά έσπευδαν βιαστικοί στην εκκλησία. Μετά τη λειτουργία και τον αγιασμό, κατά τη χαραυγή, το πλήθος πίσω από τους ψαλτάδες ξεκινούσε για την παραλία να παρακολουθήσει γεμάτο ευλάβεια και πίστη την γιορτή της καταδύσεως του Σταυρού. .
Όλα τα καράβια και οι βάρκες των Μουδανιών δαφνοστολισμένα και πλημμυρισμένα με πλήθος χριστιανών που κρατούσαν λαμπάδες και κεριά πλαισίωναν σαν εξωτερική κορνίζα τον τόπο της γιορτής. Το καΐκι μόνο των αδελφών Καπετάν Κώτσου και Θωμά Μούτσου Αθανασίου περίμενε στην παραλία να πάρει τους παπάδες, τους ψαλτάδες και τα εξαπτέρυγα και να ξανοίξει ύστερα σαν γρήγορο δελφίνι. Τα ατσαλένια μπράτσα των κωπηλατών έδιναν φτερά στο καΐκι με το ιερό φορτίο.
Οι κολυμβητές έτοιμοι και αψηφώντας κρύο και χιόνια περίμεναν να πέσει ο Σταυρός για να ριχτούν θαρρετά στην αρμυρή αγκαλιά της θάλασσας
Τιμή σ’ εκείνον που έπιασε τον Σταυρό. Γυρνούσε περήφανος την πόλη μαζεύοντας εράνους για την εκκλησία. Κι όλοι τον έδειχναν -.”να, ο πιό καλός κολυμβητής μας”.
Οι κολυμβητές, είχαν συνήθεια να μαζεύονται απ’ τα μεσάνυχτα της παραμονής στον μικρό καφενέ του γέρο-Γιώργη (Ρουμπιά), όπου τραβώντας λίγα κονιάκ και σιγοκουβεντιάζοντας δίπλα στη σόμπα άναβαν τα αίματά τους για το χειμωνιάτικο λουτρό. Όταν το πρωί έβγαιναν για την παραλία φορούσαν μακριές και βαριές γούνες.
Αν τύχαινε την ημέρα εκείνη να βρίσκονται στα Μουδανιά βαπόρια της γραμμής και μάλιστα Ελληνικά, η μεγαλοπρέπεια της γιορτής ήταν μεγαλύτερη με την πρόθυμη συμμετοχή τους.
Τα μπαλκόνια των μεγάλων σπιτιών της παραλίας όπως του Ευστρ. Ιωαννίδου, του Αλ. Γαϊτάνου, το Ξενοδοχείο Α. Βελόπουλου, ήταν φορτωμένα πλήθος. Αλλά και οι Τούρκοι επίσημοι από τους εξώστες και τα παράθυρα του Διοικητηρίου περίεργοι παρακολουθούσαν το αληθινά υπέροχο εκείνο θέαμα.
Μετά την κατάδυση οι πυροβολισμοί ήταν κι εδώ πάλι απαραίτητοι, παρ’ όλο το κυνήγι των «τζανταρμάδων».
Η ίδια μεγαλοπρέπεια επικρατούσε σε όλες τις εκκλησίες.
Η πόλη όλη πανηγύριζε. Κανένα μαγαζί δεν ήταν ανοιχτό, νέκρα επικρατούσε στην αγορά και στο λιμάνι. Οι χριστιανοί ήθελαν αυτή την ημέρα να δουν τους συγγενείς και τους φίλους τους.
Όπως είναι φυσικό, όταν, πρόσφυγες πια, εγκαταστάθηκαν στη νέα πατρίδα, τα Νέα Μουδανιά, συνέχισαν να τηρούν τα ίδια έθιμα, κάποια από τα οποία με τον χρόνο ατόνισαν ή καταργήθηκαν.
Ζώντας όλη τους τη ζωή δίπλα στη θάλασσα και μέσα στην αγκαλιά της όπως και οι πρόγονοι τους, θεωρούσαν τα Θεοφάνεια ως μια από τις μεγαλύτερες γιορτές του χρόνου. Είχαν βαθειά ριζωμένη την πίστη ότι αυτή τη μέρα ανοίγουν οι ουρανοί, η θάλασσα γλυκαίνει, οι άνεμοι ημερεύουν, ακόμα και τα ζώα μιλούν.
Τις πρώτες δεκαετίες μετά την εγκατάσταση, οι Μουδανιώτες, μετά την συμμετοχή τους στον Αγιασμό των Υδάτων, πήγαιναν στα σπίτια τους και περίμεναν τους κολυμβητές που είχαν βουτήξει στη θάλασσα, οι οποίοι έχοντας μαζί τους το Σταυρό, επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Ο Αγιασμός και η είσοδος του Σταυρού έφερνε τον φωτισμό, έδιωχνε ότι σκοτεινό μπορεί να υπήρχε στο σπίτι και τους ενοίκους του, σηματοδοτούσε ένα νέο ξεκίνημα και ξαλάφρωνε τις ψυχές των ανθρώπων.
Πηγή: “Αντίλαλοι από τα Μουδανιά και τα γύρω”
Γράφει η Ελένη Πασχαλάκη