Tη μεταβλητότητα που παρουσιάζουν οι θαλάσσιοι καύσωνες (Marine Heatwaves) και οι ατμοσφαιρικοί κυκλώνες στη Μεσόγειο Θάλασσα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες αλλά και τη μεταξύ τους συσχέτιση, αναδεικνύει έρευνα Ελλήνων ακαδημαϊκών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης η έντασή τους φαίνεται να αυξάνεται τις τελευταίες δεκαετίες, ενώ ένα ακόμη στοιχείο που επισημαίνεται είναι ότι η συσχέτιση των περιοχών και των περιόδων εμφάνισης θαλάσσιων καυσώνων στην Μεσόγειο Θάλασσα και του σχηματισμού (και εξέλιξης) ατμοσφαιρικών συστημάτων χαμηλής πίεσης (κακοκαιριών τύπου “Ιανός”) είναι σημαντική.
Η συγκεκριμένη επίδραση αποτελεί ακόμα μία σημαντική συνέπεια της θέρμανσης των θαλασσών λόγω κλιματικής αλλαγής, όπως τονίζουν οι ερευνητές.
Όπως εξηγεί στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου και εκ των συγγραφέων της έρευνας, Γιάννης Ανδρουλιδάκης, η μελέτη εξετάζει τη συσχέτιση των θαλασσίων καυσώνων με τα ατμοσφαιρικά συστήματα χαμηλής πίεσης, με κακοκαιρίες δηλαδή όπως “ο Ιανός”, ο “Ζορμπάς”, “ο Ντάνιελ”, συστήματα που ονομάζονται medicanes.
“Τα συστήματα αυτά ουσιαστικά, πέρα από άλλους παράγοντες που τα επηρεάζουν και τα καθορίζουν, ένας σημαντικός είναι οι ανταλλαγές με τη θάλασσα και ειδικά τα ζεστά νερά που τους παρέχουν ενέργεια και τα κάνουν πιο ισχυρά”, επισημαίνει ο κ. Ανδρουλιδάκης.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης ισχυροί ατμοσφαιρικοί κυκλώνες (π.χ. Medicanes – “Μεσογειακοί Κυκλώνες”), που έπληξαν και τον ελληνικό χώρο τα τελευταία χρόνια (π.χ. Zorbas, Ianos) “δυνάμωσαν” κατά την κίνηση τους πάνω από περιοχές έντονων θαλάσσιων καυσώνων. Ακόμη, όπως διαπιστώνεται οι ισχυρότερες σχέσεις σε επίπεδο Μεσογείου παρατηρούνται δυτικά της Κύπρου (Βόρεια Λεβαντίνη), στο Βόρειο Ιόνιο και στον Κόλπο της Γένοβας, ενώ πιο αδύναμες αλληλεπιδράσεις εμφανίζονται στο νότιο τμήμα της Μεσογείου, όπου τόσο οι θαλάσσιοι καύσωνες όσο και η κυκλωνική δραστηριότητα είναι πιο ήπιες. Η συνολική ένταση των θαλάσσιων καυσώνων, που μετράται μέσω της διάρκειας και της έντασής τους, φαίνεται να συνδέεται με την ενίσχυση των συστημάτων χαμηλής πίεσης στις περισσότερες περιοχές της Μεσογείου. Η έρευνα διαπιστώνει επίσης ότι οι χρονιές/περίοδοι έντονης κυκλωνικής δραστηριότητας συχνά συμπίπτουν με ισχυρούς θαλάσσιους καύσωνες, με κορύφωση και των δύο φαινομένων το 2018.
Όπως υπογραμμίζει ο κ. Ανδρουλιδάκης, υπάρχει μια τάση τα τελευταία 40 χρόνια για τους μεν θαλάσσιους καύσωνες, στα επιφανειακά στρώματα της θάλασσας να γίνονται πιο έντονοι, και ταυτόχρονα φαίνεται ότι αυτή η συσχέτιση δημιουργεί μια αντίστοιχη τάση εντατικοποίησης και των συστημάτων των ατμοσφαιρικών.
Ο κ. Ανδρουλιδάκης τονίζει επίσης ότι ένα ακόμη στοιχείο που παρατηρούν είναι μία “τροπικοποίηση” της Μεσογείου σιγά-σιγά, ειδικά σε σχέση με τις υψηλές καταγεγραμμένες θερμοκρασίες. Τέτοιες περιοχές, σύμφωνα με τον ίδιο αποτελούν οι βόρειες θάλασσες της Μεσογείου, οι βόρειες ακτές, δηλαδή οι παράκτιες περιοχές, οι οποίες αν και θεωρητικά έχουν πιο κρύα νερά από τις νοτιότερες, φαίνεται ότι εκεί είναι πιο έντονη η τάση που θερμαίνονται πλέον. “Όπως είναι, για παράδειγμα, και το Βόρειο Αιγαίο, όπως είναι το Ιόνιο, η Αδριατική ή οι περιοχές της Νότιας Γαλλίας, δηλαδή πάνω από την Κορσική και την Σαρδηνία. Αυτές οι περιοχές φαίνεται ότι παρουσιάζουν πιο ζεστά νερά απ’ ό,τι παλιότερα”, σημειώνει και συμπληρώνει ότι το Ιόνιο, για παράδειγμα, που είναι μια περιοχή που δημιουργούνται ατμοσφαιρικοί κυκλώνες, όταν ζεσταίνονται και τα νερά παραπάνω από ό,τι ήταν παραδοσιακά, αυτοί οι κυκλώνες είναι ακόμα πιο έντονοι από ό,τι ήταν.
“Γι’ αυτόν τον λόγο οι περισσότεροι κυκλώνες που επηρεάζουν την Ελλάδα συνήθως προέρχονται από τις περιοχές του ευρύτερου Ιόνιου, κεντρική Μεσόγειο. Ωστόσο και το Αιγαίο, ενώ δεν είναι παραδοσιακός χώρος εξέλιξης ισχυρών ατμοσφαιρικών κυκλώνων, βαρομετρικά χαμηλά που εξελίσσονται στο Αιγαίο, και αυτά επηρεάζονται και από τις υψηλότερες πλέον θαλάσσιες θερμοκρασίες και του Αιγαίου σε σχέση με το παρελθόν”, υπογραμμίζει.
Παράλληλα μεταξύ άλλων η έρευνα καταδεικνύει ότι η παρακολούθηση των θαλάσσιων καυσώνων μπορεί να συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση και πρόβλεψη των κυκλωνικών συστημάτων, προσφέροντας οφέλη τόσο στις βραχυπρόθεσμες καιρικές προβλέψεις όσο και στις μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις για το κλίμα, καθιστώντας έναν ακόμη σημαντικό λόγο για την αναγκαιότητα της συνεχούς παρακολούθησης των ελληνικών θαλασσών.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Μετεωρολογίας του τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ Γιάννης Πυθαρούλης, εκ των συγγραφέων της έρευνας, ανάμεσα σε αυτά που χρειάζεται να δοθεί έμφαση είναι η ανάγκη να λαμβάνονται υπόψιν οι θερμοκρασίες της θάλασσας στις προσομοιώσεις και στις προγνώσεις. Ακόμη σύμφωνα με τον κ. Πυθαρούλη καταδεικνύεται επίσης η σημασία της βελτίωσης των μετρητικών συστημάτων. “Υπάρχουν οι δορυφόροι, υπάρχουν κάποια στοιχεία, αλλά τα μετρητικά συστήματα που έχουμε στη θάλασσα, δηλαδή, αυτά που μετράνε τις θαλάσσιες θερμοκρασίες, θα έπρεπε να βελτιωθούν και να αυξηθούν. Πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνουμε υπόψη τις έντονες θερμοκρασίες θάλασσας, γιατί επηρεάζουν τόσο τα συστήματα που είναι σαν medicanes, αλλά και τα βαρομετρικά χαμηλά”, σημειώνει και τονίζει ότι αν και η συχνότητα των φαινομένων παραμένει περίπου στα ίδια επίπεδα αυτό που έχει αυξηθεί είναι η έντασή τους.
“Τα συστήματα αυτά έχουν μεγαλύτερη ένταση τα τελευταία χρόνια. Το άλλο που θα συμβεί είναι ότι τα συστήματα αυτά, οι medicanes ενώ δεν εμφανίζονταν τόσο συχνά προς την Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε αρκετούς να επηρεάζουν την περιοχή μας. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι δεν θα εμφανίζονται μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη τη Μεσόγειο και τη Δυτική. Προς το παρόν όμως έχουμε ενδείξεις γι αυτό. Είναι πολύ λίγα τα συστήματα έτσι ώστε στατιστικά να μπορούμε να πούμε κάτι σίγουρο”, τονίζει ο κ. Πυθαρούλης.
capital.gr