Φέτος η ΕΕ γιορτάζει την 30ή επέτειο της ενιαίας αγοράς της —ενός από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και μίας από τις βασικές κινητήριες δυνάμεις της. Η ευρωπαϊκή ενιαία αγορά, η οποία εγκαθιδρύθηκε την 1η Ιανουαρίου 1993, κατέστησε δυνατή την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, προσώπων και κεφαλαίων σε ολόκληρη την ΕΕ, διευκολύνοντας τη ζωή των πολιτών και ανοίγοντας νέες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις.
Μέσα σε 30 χρόνια η ενιαία αγορά έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου ολοκλήρωση της αγοράς μεταξύ των οικονομιών των κρατών μελών, λειτουργώντας ως κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα και στηρίζοντας την οικονομική και πολιτική ισχύ της Ευρώπης σε παγκόσμιο επίπεδο. Ο ρόλος της ήταν καίριος επίσης στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης των νέων κρατών μελών που προσχώρησαν στην ΕΕ, στην άρση των φραγμών εισόδου και στην τόνωση της ανάπτυξης.
Πιο πρόσφατα, η ενιαία αγορά βοήθησε με τρόπο καθοριστικό την Ευρώπη να αντιμετωπίσει την πανδημία COVID-19 και την ενεργειακή κρίση που προέκυψε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η διατήρηση και η ενίσχυση της ακεραιότητας της ενιαίας αγοράς θα παραμείνει καθοριστική για να μπορέσει η Ευρώπη να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις με συντονισμένο τρόπο και να συνεχίσει να στηρίζει την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Χάρη στην ενιαία αγορά, η ΕΕ κατόρθωσε να βελτιώσει τη ζωή όλων των Ευρωπαίων με τους ακόλουθους, μεταξύ άλλων, τρόπους:
- Επιτάχυνση της μετάβασης σε μια πιο πράσινη και πιο ψηφιακή οικονομία: η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία είναι η αναπτυξιακή στρατηγική της ΕΕ. Με βάση τις προτάσεις της ΕΕ για την προσαρμογή στον στόχο του 55 % και για την ψηφιακή δεκαετία, η ΕΕ θεσπίζει ένα κανονιστικό πλαίσιο για τη στήριξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης της Ευρώπης. Η βιομηχανική στρατηγική συνοδεύει τη βιομηχανία της ΕΕ σ’ αυτές τις μεταβάσεις. Η ενιαία αγορά συμβάλλει επίσης στη διασφάλιση της συνεχούς διαθεσιμότητας βασικών εισροών για τις επιχειρήσεις μας, συμπεριλαμβανομένων των κρίσιμων πρώτων υλών και των προηγμένων τεχνολογιών, όπως οι ημιαγωγοί.
- Διασφάλιση υψηλών προτύπων ασφάλειας και πρωτοποριακών παγκόσμιων τεχνολογικών προτύπων: η νομοθεσία της ΕΕ προσφέρει στους καταναλωτές τη βεβαιότητα ότι όλα τα προϊόντα στην ενιαία αγορά είναι ασφαλή και βασίζονται σε υψηλά πρότυπα προστασίας του περιβάλλοντος, εργασίας, προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτοί οι κανόνες και τα πρότυπα συχνά υιοθετούνται σε ολόκληρο τον κόσμο, γεγονός που παρέχει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και τονώνει τη θέση της Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή, ενθαρρύνοντας παράλληλα έναν αγώνα δρόμου προς την κορυφή όσον αφορά τα πρότυπα. Σήμερα η ΕΕ καθορίζει πρότυπα παγκοσμίως.
- Αντιμετώπιση των πρόσφατων κρίσεων με πρωτοφανή ταχύτητα και αποφασιστικότητα: η αντιμετώπιση πρόσφατων κρίσεων, όπως η πανδημία COVID-19 και η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, βασίζεται σε μια κοινή και συντονισμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση. Κατά την πανδημία της COVID-19, η διατήρηση ανοικτών εσωτερικών συνόρων και η διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας της ενιαίας αγοράς επέτρεψαν να φτάσουν τα εμβόλια, ο ιατρικός εξοπλισμός και άλλα υλικά κρίσιμης σημασίας σε όσους είχαν ανάγκη. Σήμερα η απόκριση της Ευρώπης στην ενεργειακή κρίση βασίζεται στο σχέδιο REPowerEU, το οποίο στηρίζεται στην ισχύ της ενιαίας αγοράς για την από κοινού προμήθεια, σε επίπεδο ΕΕ, πιο διαφοροποιημένων πηγών ενέργειας και για τη σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης και της εξάπλωσης καθαρών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Αυτό είχε ήδη ως αποτέλεσμα τη μείωση της εξάρτησης της ΕΕ από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
Για να διασφαλιστεί ότι η ενιαία αγορά παραμένει κοινό αγαθό που παράγει αποτελέσματα για όλο τον κόσμο στην ΕΕ, η Επιτροπή εργάζεται συνεχώς για την ανάπτυξη της ενιαίας αγοράς σε νέους τομείς και διασφαλίζει ότι οι ήδη ισχύοντες κανόνες λειτουργούν στην πράξη. Για τον σκοπό αυτό, η Επιτροπή συνεργάζεται στενά με τις δημόσιες αρχές των κρατών μελών που μοιράζονται μαζί της την ευθύνη για την αποτελεσματική επιβολή των κανόνων της ενιαίας αγοράς.
Τον Δεκέμβριο του 2022, κατά την έναρξη της σειράς εκδηλώσεων για τον εορτασμό της 30ής επετείου της ενιαίας αγοράς, η Επιτροπή παρουσίασε αναλυτικό έγγραφο σχετικά με την κατάσταση της ενιαίας αγοράς 30 χρόνια μετά τη δημιουργία της και σχετικά με τον ρόλο της ως κινητήριας δύναμης της ανθεκτικότητας της ΕΕ. Στη διάρκεια του 2023 θα πραγματοποιηθούν πολυάριθμες συζητήσεις, εκθέσεις και εκστρατείες που θα συνδιοργανωθούν με ενδιαφερόμενα μέρη σε ολόκληρη την ΕΕ για την προώθηση των επιτυχιών της ενιαίας αγοράς και τη συμμετοχή των πολιτών στη συζήτηση για το μέλλον της. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα εκδώσει ανακοίνωση στην οποία θα παρουσιάζονται τα σημαντικά επιτεύγματα και τα οφέλη της ενιαίας αγοράς, ενώ παράλληλα θα προσδιορίζονται τα κενά στην εφαρμογή και οι μελλοντικές προτεραιότητες, ώστε η ενιαία αγορά να εξακολουθήσει να διαδραματίζει βασικό ρόλο.
Ιστορικό
Η ενιαία αγορά εγκαθιδρύθηκε την 1 Ιανουαρίου 1993. Ακολούθησε την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992. Αρχικά, την ενιαία αγορά αποτελούσαν 12 χώρες της ΕΕ: Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Λουξεμβούργο και Πορτογαλία. Σήμερα, η ενιαία αγορά περιλαμβάνει 27 κράτη μέλη, καθώς και την Ισλανδία, το Λιχτενστάιν και τη Νορβηγία, ενώ η Ελβετία έχει μερική πρόσβαση.