Η κράτηση του δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου είναι ένα σημαντικό και πρόσφατο παράδειγμα των τακτικών που χρησιμοποιεί ο Ερντογάν για να εξουδετερώσει τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πρακτικά, πρόκειται για το τελευταίο επεισόδιο στη συνεχιζόμενη προσπάθεια του προέδρου της Τουρκίας να εξαλείψει ή να υπονομεύσει τους αντιπάλους του ώστε να μην αμφισβητηθεί η παντοδυναμία του στη χώρα.

Ο Ιμάμογλου έχει καταστεί σημαντική φιγούρα της τουρκικής αντιπολίτευσης, ιδίως μετά τη νίκη του στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019, η οποία θεωρήθηκε σοβαρό πλήγμα για το καθεστώς Ερντογάν. Η δημοφιλία του Ιμάμογλου συνεχώς αυξανόταν και πολλοί τον θεωρούσαν ως έναν πιθανό υποψήφιο για την προεδρία κάτι που προφανώς, ήθελε να ανακόψει ο νυν Πρόεδρος.

Όπως σημειώνει το Reuters, το κόμμα του Ιμάμογλου (CHP) ήταν έτοιμο μέσα σε λίγες ημέρες να τον ορίσει αντίπαλό του στον Ερντογάν, ο οποίος κυβερνά την Τουρκία για περισσότερες από δύο δεκαετίες. Ο δήμαρχος θεωρείται ευρέως ανταγωνιστικός κάτι που δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις.Σύμφωνα με ανακοίνωση της εισαγγελίας της Κωνσταντινούπολης σχετικά με την πρώτη έρευνα, συνολικά 100 άτομα, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων και επιχειρηματιών, θεωρούνται “ύποπτοι για συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες” που σχετίζονται με ορισμένους διαγωνισμούς που ανατέθηκαν από τον δήμο.

Η ανακοίνωση αναφέρει ότι μια δεύτερη έρευνα κατηγορεί τον Ιμάμογλου και άλλους έξι για βοήθεια προς το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK), το οποίο θεωρείται “τρομοκρατική οργάνωση” από την Τουρκία και τους δυτικούς συμμάχους της. Το δε γραφείο του κυβερνήτη της Κωνσταντινούπολης αποφάσισε να απαγορεύσει όλες τις συγκεντρώσεις και τις διαμαρτυρίες στην πόλη για τέσσερις ημέρες. Η κίνηση αυτή βέβαια μπορεί να γίνει “μπούμερανγκ” καθώς οι οπαδοί του Ιμάμογλου δεν αναμένεται να μείνουν “ήσυχοι”.

Η κράτησή του Ιμάμογλου από τις αρχές στο πλαίσιο “έρευνας για διαφθορά”, καθώς και η απόφαση σχετικά με το πτυχίο του και την ακύρωσή του, έρχεται λίγες μέρες πριν από την αναμενόμενη επισημοποίηση της υποψηφιότητάς του για την προεδρία εκ μέρους του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Ερντογάν, ο οποίος κυβερνά την Τουρκία πάνω από 20 χρόνια.

Ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου, αντιμετωπίζει όπως αναφέραμε δύο ξεχωριστές έρευνες που περιλαμβάνουν κατηγορίες για ηγεσία εγκληματικής οργάνωσης, δωροδοκία και χειραγώγηση διαγωνισμών.

Εν συνόλω, η στρατηγική του Ερντογάν για τον περιορισμό των αντιπάλων του έχει γίνει πιο επιθετική τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016. Μέσα από δικαστικές διώξεις, περιορισμούς στα ΜΜΕ και στοχευμένες επιθέσεις εναντίον πολιτικών αντιπάλων, η κυβέρνηση έχει καταφέρει να περιορίσει τη δύναμη της αντιπολίτευσης.

Παρακάτω παρουσιάζουμε τις βασικές πολιτικές διώξεις που έχει ασκήσει ο Ερντογάν εναντίον αντιπάλων του:

Φετουλάχ Γκιουλέν

Με τη άνοδο του Ερντογάν στην εξουσία ο Γκιουλέν στήριξε το ΑΚΡ, αν και η παρουσία του στην πολιτική και θρησκευτική ζωή της Τουρκίας ήταν ήδη αισθητή από το 1960, όταν άρχισε να οργανώνει φοιτητικές εστίες από όπου βγήκαν απόφοιτοι με μεγάλη επιρροή, αργότερα, στην τουρκική κοινωνία.

Αν και το κίνημα του ήταν πανίσχυρο ο ίδιος ο Γκιουλέν έφυγε ωστόσο ξαφνικά από την Τουρκία το 1999 για ιατρικές εξετάσεις στις ΗΠΑ και δεν επέστρεψε ποτέ, ζώντας έκτοτε μόνιμα στην Πενσιλβάνια. Παρά την απουσία του η αυξανόμενη διείσδυση των στελεχών του στο τουρκικό κράτος προκάλεσε σταδιακά εντάσεις με την κυβέρνηση,με αποκορύφωμα διαρροές, το Δεκέμβριο του 2013, για διαφθορά πολιτικών και αξιωματούχων του Ερντογάν. Το κίνημα Χιζμέτ χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική οργάνωση και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψη του Γκιουλέν.

Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, ο Ερντογάν κατηγόρησε τον Γκιουλέν για την οργάνωση του πραξικοπήματος, γεγονός που οδήγησε σε μια εκστρατεία καταστολής κατά του κινήματος του.

Η κυβέρνηση Ερντογάν δεν μπόρεσε να επιτύχει την έκδοση του Γκιουλέν από τις ΗΠΑ στην Τουρκία, ωστόσο η περίοδος μετά το πραξικόπημα ήταν μια περίοδος διώξεων και φυλακίσεων των οπαδών του κινήματος.

Σελαχατίν Ντεμιρτάς (HDP)

Ο Σελαχατίν Ντεμιρτάς, πρώην ηγέτης του κόμματος HDP, ο οποίος είχε εκλεγεί βουλευτής και ήταν υποψήφιος για την προεδρία το 2018, είναι ένα από τα πιο επιφανή θύματα της πολιτικής καταστολής του Ερντογάν. Ο Ντεμιρτάς συνελήφθη το 2016 με κατηγορίες που σχετίζονται με τρομοκρατία, και έκτοτε παραμένει στη φυλακή. Το HDP θεωρείται το κύριο κουρδικό κόμμα στην Τουρκία και οι ηγέτες του έχουν γίνει στόχος της κυβέρνησης Ερντογάν, η οποία τους κατηγορεί για σχέσεις με την κουρδική αυτονομιστική τρομοκρατία.

Αχμέτ Νταβούτογλου (AKP)

Ο πρώην Πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου ήταν μέχρι το 2016 στενός συνεργάτης του Ερντογάν και ηγέτης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP). Όμως, οι πολιτικές διαφωνίες του με τον Ερντογάν οδήγησαν στην απομάκρυνσή του από την ηγεσία του κόμματος και τη θέση του Πρωθυπουργού. Ο Νταβούτογλου ίδρυσε το 2020 το δικό του πολιτικό κόμμα, το “Συμμαχία Μέλλοντος” (Gelecek Partisi), για να αντιταχθεί στο καθεστώς Ερντογάν, αλλά η προσπάθεια του να επιστρέψει στην πολιτική σκηνή αντιμετώπισε σοβαρές δυσκολίες.

Μπουλέντ Αρίντς (AKP)

Ο Μπουλέντ Αρίντς, πρώην αντιπρόεδρος και σημαντικό στέλεχος του AKP, είχε απομακρυνθεί από την πολιτική σκηνή όταν άρχισε να εκφράζει δημόσια τις διαφωνίες του με την πολιτική του Ερντογάν. Το 2020, ο Αρίντς δήλωσε ότι η πολιτική καταστολής κατά των αντιπάλων ήταν λάθος, γεγονός που οδήγησε σε πολιτική απομόνωση και την απομάκρυνσή του από τη δημόσια ζωή.

Γιλντίριμ, πρώην δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και υπουργός (AKP)

Ο Μπιναλί Γιλντίριμ, πρώην Πρωθυπουργός και στενός συνεργάτης του Ερντογάν, υπήρξε ηγέτης του AKP για κάποιο διάστημα. Η πολιτική του απομάκρυνση από τα κέντρα εξουσίας και η αποδοχή της ήττας του στην Κωνσταντινούπολη το 2019, αλλά και η απώλεια του ελέγχου του κόμματος με τον Ερντογάν να γίνεται “παντοκράτορας”, δείχνουν ότι η πολιτική σκηνή στην Τουρκία είναι αυστηρά ελεγχόμενη.

Η σύλληψη του Οτσαλάν

Ο Οτσαλάν, ο οποίος θεωρείται από την τουρκική κυβέρνηση ως τρομοκράτης και υπεύθυνος για πολλές επιθέσεις στην Τουρκία, είναι σημαντικός για την κατανόηση των σχέσεων Ερντογάν με την κουρδική πολιτική και την στρατηγική του για την καταστολή των Κούρδων. Η σύλληψή του το 1999 ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας, καθώς ο Οτσαλάν ήταν το σύμβολο του κουρδικού αγώνα για αυτονομία και δικαιώματα.

Παρά την ιστορική σύλληψη του Οτσαλάν, η κυβέρνηση Ερντογάν ακολούθησε μια στρατηγική που περιλάμβανε φαινομενικές “διαπραγματεύσεις” με τον ηγέτη του PKK για την εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης στο κουρδικό ζήτημα. Από το 2013 έως το 2015, υπήρξαν διαπραγματεύσεις με τη μεσολάβηση του Οτσαλάν, αλλά αυτές οι συνομιλίες κατέρρευσαν λόγω των τουρκικών όρων, και ο Ερντογάν επέστρεψε στην πολιτική καταστολής και στρατιωτικών επιθέσεων κατά του PKK.

Ο Οτσαλάν παραμένει φυλακισμένος στο νησί Ιμραλί, κοντά στην Κωνσταντινούπολη,σε αυστηρές συνθήκες απομόνωσης. Ο Ερντογάν έχει προσπαθήσει να αποκόψει τον Οτσαλάν από την πολιτική ζωή, περιορίζοντας τις δυνατότητες του να επικοινωνεί με τον έξω κόσμο ή με υποστηρικτές του, χρησιμοποιώντας αυστηρούς κανόνες φυλάκισης και περιορισμένη επαφή με την οικογένειά του και τους δικηγόρους του.

Η στρατηγική Ερντογάν απέναντι στον Οτσαλάν και το PKK έχει εξελιχθεί σε ένα συνδυασμό στρατιωτικής καταστολής και πολιτικής περιθωριοποίησης.

Έλεγχος των ΜΜΕ

Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών στην εξουσία του, ο Ερντογάν παγίωσε τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης.

Η πλειονότητα των τουρκικών ειδησεογραφικών πρακτορείων ανήκει πλέον σε ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων που είναι πιστοί σε αυτόν. Περίπου το 90% των μέσων ενημέρωσης της Τουρκίας βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης ή των υποστηρικτών της, σύμφωνα με τους Δημοσιογράφους Χωρίς Σύνορα, εξασφαλίζοντας συντριπτικό χρόνο προβολής για τον Πρόεδρο της χώρας και τις δράσεις του.

Κατά τη διάρκεια του Απριλίου του 2023 πριν τις εκλογές, ο Ερντογάν έλαβε 33 ώρες προβολής στα media με τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου να λαμβάνει μόλις… 32 λεπτά. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, ή CHP, κατηγόρησε επίσης το TRT επειδή δεν προέβαλε το βίντεο της εκστρατείας του.

Τα εναπομείναντα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης αντιμετωπίζουν επίσης αυξανόμενους περιορισμούς και συνεχή πρόστιμα. Τα ανεξάρτητα κανάλια Fox News, Halk TV και TELE1 βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωπα με οικονομικές διώξεις για “συκοφαντική δυσφήμηση”.

Ο ρόλος του Τραμπ και η διεθνής συγκυρία

Συμπερασματικά αξίζει να σημειώσουμε πωςη χαλαρή στάση του Τραμπ απέναντι σε ζητήματα δημοκρατικών αξιών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η έλλειψη αυστηρής κριτικής από την πλευρά των ΗΠΑ για τις πολιτικές καταστολής του Ερντογάν(όπως η σύλληψη πολιτικών αντιπάλων, η καταπίεση της ελευθερίας του Τύπου, και οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Κούρδων) βοηθούν τον Ερντογάν να προχωρήσει με αυταρχικές πολιτικές χωρίς να ανησυχεί για σοβαρές συνέπειες από τη διεθνή κοινότητα, ειδικά από την Αμερική.

Παράλληλα, ο πλανήτης έχει στραφεί περισσότερο σε Γάζα και η Ουκρανία και η Ευρώπη περισσότερο στην αμυντική της ενίσχυση, κάτι που δίνει στον Ερντογάν μια αίσθηση ότι μπορεί να “παίξει μπάλα” ανενόχλητος.

Η στρατηγική του Ερντογάν για την ενίσχυση του αυταρχικού καθεστώτος και την καταστολή της αντιπολίτευσης συνδυάζεται με μια πολιτική “ενδυνάμωσης” στην εξωτερική πολιτική. Ο Ερντογάν έχει εκμεταλλευτεί την έλλειψη διεθνούς αντίδρασης για να προχωρήσει με στρατηγικές επεκτατισμού και επιρροής στην περιοχή, όπως η επιχείρηση στη Συρία, η υποστήριξη στον Αζερμπαϊτζάν στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ, και η ενίσχυση των σχέσεων με τη Ρωσία. Να τονιστεί πως η Τουρκία είναι βασικό μέλος του ΝΑΤΟ λόγω της στρατηγικής της θέσης στο σταυροδρόμι Ευρώπης και Ασίας και ελέγχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της συμμαχίας.

Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη, καθώς διακαής πόθος του Ερντογάν είναι πάντοτε να γίνει μέλος της Ένωσης. Η ΕΕ έχει επανειλημμένα εκφράσει “ανησυχίες” για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία και την καταστολή της αντιπολίτευσης, ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος το 2016.

Παρά ταύτα, η αντίδραση της ΕΕ συνήθως είναι περιορισμένη σε διπλωματικό επίπεδο, με καταδίκες και εκκλήσεις για σεβασμό των δημοκρατικών αξιών. Ωστόσο, αυτές οι καταδίκες συχνά δεν συνοδεύονται από ισχυρές κυρώσεις, κυρίως λόγω των στρατηγικών συμφερόντων που έχει η ΕΕ με την Τουρκία (π.χ. στην περιοχή της Συρίας, τη μεταναστευτική κρίση, και την ενέργεια).

Αναλυτικότερα, η ΕΕ έχει επιβάλει περιορισμένες κυρώσεις στην Τουρκία για διάφορες πολιτικές, όπως η στρατιωτική της δράση στη Συρία και η παράνομη γεώτρηση στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι κυρώσεις είναι συνήθως στοχευμένες (π.χ. σε συγκεκριμένα άτομα ή εταιρείες) και όχι ευρείας κλίμακας, λόγω των παραπάνω. Η ΕΕ πιθανότατα θα απαιτήσει την άμεση αποφυλάκιση του Ιμάμογλου και θα τονίσει την ανάγκη για “σεβασμό της δικαιοσύνης και της δημοκρατικής διαδικασίας στην Τουρκία”, κάτι που όμως θα δούμε πώς και αν θα κλιμακωθεί, το επόμενο διάστημα.

Ερντογάν και πάλι;

Οι επόμενες βουλευτικές και προεδρικές εκλογές στην Τουρκία αναμένονται να διεξαχθούν το 2028. Το Σύνταγμα της Τουρκίας απαγορεύει τρίτη προεδρική θητεία. Για να είναι ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2028, θα πρέπει ή να γίνει αναθεώρηση του τουρκικού Συντάγματος, ή να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές.

Για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών απαιτούνται 360 ψήφοι βουλευτών (επί συνόλου 600 στην τουρκική εθνική αντιπροσωπεία), πλειοψηφία που δεν διαθέτει η συμμαχία του ΑΚΡ και του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) των υπερεθνικιστών Γκρίζων Λύκων, το οποίο υποστηρίζει τον Ερντογάν.

Πάντως ο αρχηγός του ΜΗΡ και ήσσων κυβερνητικός εταίρος Ντεβλέτ Μπαχτσελί δήλωσε τον Νοέμβριο ότι θα τασσόταν υπέρ αναθεώρησης του Συντάγματος ώστε να επιτραπεί στον Ερντογάν να διεκδικήσει νέα πενταετή προεδρική θητεία.

news247